Ελενα Ακρίτα
Απαπα, να τσακιστεί να φύγει αυτό το καλοκαίρι. Το ξέρω πως λογικά θα έπρεπε να γράψω σαν πρώτο κείμενο μετά την άδειά μου κάτι πιο αλέγκρο, αλλά μου βγαίνει αλέγκρο μα νον τρόπο.
Τι νον τρόπο και τι να τα λέμε με... τρόπο; Χάλι μαύρο! Θα μου πεις, «χάλι μαύρο σε αντίθεση με ποιον;»...
Με τους υπόλοιπους 10.000.000 και κάτι, παρά κάτι (δεν ξέρω και πόσους μας έβγαλαν οι απογραφείς, απλήρωτα είναι ακόμα τα παιδάκια που έρχονταν σπίτι και μας μετράγαν με το δάχτυλο, ο απλήρωτος άνθρωπος άλλα αντ' άλλων υπολογίζει).
Δεν ξέρω πού τους βρίσκανε οι κάμερες στις παραλίες τους χαρωπούς και τις τσιχλάτες με το οπίσθιο έξω. Οχι πως δεν υπάρχουν και τέτοια άτομα: ανοσοποιητικό ατσάλι! Κόσμος πεινάει, υποφέρει, κόσμος πηδάει απ' τα μπαλκόνια - δεν ιδρώνει το αυτί τους. Λύκε, λύκε, είσαι 'δώ; Παίρνω τη ρακέτα μου και σε χαιρετώ.
«Διακτινισμένους» τους λέω εγώ αυτούς. Περαστικοί στον πλανήτη Γη, με μόνιμη κατοικία σε άλλη στρατόσφαιρα. Μεταξύ μας, πολύ τους ζηλεύω. Κάθεται η άλλη και θρηνεί μανιάτικα γιατί της ξέφτισε στον παράμεσο το μανικιούρ το γαλλικό. Αυτά είναι βάσανα, μάνα μ'. Αυτά!
Σ' αυτή τη χώρα πλέον βιώνουμε την απόλυτη ανατροπή: οι νορμάλ έχουν τρελαθεί κι οι τρελοί λειτουργούν νορμάλ.
Ποιος είναι ο τρελός και ποιος ο λογικός:
1. Αυτός που παίζει ρακέτες;
2. Αυτή που μοιρολογάει το νύχι;
3. Αυτός που στέλνει βιογραφικά για δουλειά με πολλαπλούς αποδέκτες κι όποιον πάρει ο Χάρος; (Συνήθως τον αποστολέα).
4. Αυτός που ανταλλάσσει γνώμες για αντικαταθλιπτικά; Ποια είναι τα καλύτερα, ποια σε ανεβάζουν, ποια σε ρίχνουν και κυρίως ποια δεν έχουν έλλειψη - γιατί με το μπάχαλο στα φαρμακεία, ζητάς αντιβίωση και σου λένε «βολέψου τώρα με ένα διουρητικό και κάνε και τον σταυρό σου».
Πάνε τα παλιά αξέχαστα χρόνια όπου ο κάθε νοσομανής (τα 9/10 των Ελλήνων δηλαδή) έμπαινε άρχοντας στο φαρμακείο σαν να παράγγελνε σε ψαροταβέρνα. «Βάλε μου δυο αντιισταμινικά, κορτιζόνη φρέσκια βαρελίσια απ' τη δικιά σου, αντιφλεγμονώδες μόνο αν έχεις πολύ φρέσκο... α, μικρέ, και καναδυό αγχολυτικά στη μέση να τσιμπάει η παρέα!»
Πάνε αυτά... Τώρα μπαίνεις τοίχο τοίχο, σαν το ζητιανάκι, κι ό,τι σου δώσουνε. Πάνα για την ακράτεια τους περισσεύει; Τη θες δεν τη θες, λες χίλια ευχαριστώ, την παίρνεις και φεύγεις.
Καλοκαίρι στην Ελλάδα του 2012:
- Πού πήγατε;
- Πουθενά. Εσείς πού πήγατε;
- Εμείς, αντιθέτως με σας, πήγαμε πουθενά!
- Ξέρω μια που κάπου πήγε.
- Πού;
- Δεν θυμάμαι... Α, ναι... Τα Τσακίδια σε ποιον νομό υπάγονται;
Αλλά βλέπεις, ένα ένα μας τα βγάζουν οι μετεωρολόγοι. Μας πήγαν καρότσι τρεις μήνες τώρα «λίγο θα ανέβει η θερμοκρασία το τριήμερο, μετά θα κατέβει μισή ωρίτσα που έχει μια κοινωνική υποχρέωση και μετά θα ξανανέβει για 5, 10, άντε 15, το πολύ 20 ημέρες, θες 25, σου βάζω 30 να 'μαστε μέσα!» Τώρα που ως σκουλήκια συρθήκαμε οι επιζήσαντες από τα υπόγεια καταφύγια στην καυτή άσφαλτο, τώρα μας τα ρίχνουν στο μαλακό: «Ηταν ο χειρότερος καύσωνας των τελευταίων 50 χρόνων».
Τόσο καιρό, ένας λαός ολόκληρος, άντρες, γυναίκες και παιδιά, νόμιζαν ότι περνάνε κλιμακτήριο κι έχουν εξάψεις. Μόνο ο διακτινισμένος ρακετάς απτόητος. Ολοι οι άλλοι γονατίσαμε... Εδώ νέοι άνθρωποι, τους ρωτούσες «ποια είναι τα όνειρά σου για το μέλλον;» - «Να μη χαλάσει το κλιματιστικό», σου απαντούσαν. Σε τέτοια ύψη ο πήχης των προσδοκιών!
Και δεν σας είπα και το κορυφαίο: Πότε διαλέγει μια ηλίθια ξανθιά να κόψει το τσιγάρο; Καλοκαίρι με καύσωνα, Μνημόνιο και το σύμπαν σε πλήρη κατάθλιψη! Κι επειδή η συγκεκριμένη ηλίθια υπογράφει αυτό το κείμενο - την πονεμένη ιστορία του τελευταίου (μου) τσιγάρου θα σας τη διηγηθώ μια άλλη φορά. Αλλωστε, δεν χανόμαστε: Κάθε Σάββατο εδώ, στο ίδιο στο στέκι το γνωστό.
ΥΓ.: Ο τίτλος «Μακρύ καυτό καλοκαίρι» είναι κλεμμένος από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Φόκνερ - είχε πολλή ζέστη για να σκεφτώ δικό μου.
TANEA
Απαπα, να τσακιστεί να φύγει αυτό το καλοκαίρι. Το ξέρω πως λογικά θα έπρεπε να γράψω σαν πρώτο κείμενο μετά την άδειά μου κάτι πιο αλέγκρο, αλλά μου βγαίνει αλέγκρο μα νον τρόπο.
Τι νον τρόπο και τι να τα λέμε με... τρόπο; Χάλι μαύρο! Θα μου πεις, «χάλι μαύρο σε αντίθεση με ποιον;»...
Με τους υπόλοιπους 10.000.000 και κάτι, παρά κάτι (δεν ξέρω και πόσους μας έβγαλαν οι απογραφείς, απλήρωτα είναι ακόμα τα παιδάκια που έρχονταν σπίτι και μας μετράγαν με το δάχτυλο, ο απλήρωτος άνθρωπος άλλα αντ' άλλων υπολογίζει).
Δεν ξέρω πού τους βρίσκανε οι κάμερες στις παραλίες τους χαρωπούς και τις τσιχλάτες με το οπίσθιο έξω. Οχι πως δεν υπάρχουν και τέτοια άτομα: ανοσοποιητικό ατσάλι! Κόσμος πεινάει, υποφέρει, κόσμος πηδάει απ' τα μπαλκόνια - δεν ιδρώνει το αυτί τους. Λύκε, λύκε, είσαι 'δώ; Παίρνω τη ρακέτα μου και σε χαιρετώ.
«Διακτινισμένους» τους λέω εγώ αυτούς. Περαστικοί στον πλανήτη Γη, με μόνιμη κατοικία σε άλλη στρατόσφαιρα. Μεταξύ μας, πολύ τους ζηλεύω. Κάθεται η άλλη και θρηνεί μανιάτικα γιατί της ξέφτισε στον παράμεσο το μανικιούρ το γαλλικό. Αυτά είναι βάσανα, μάνα μ'. Αυτά!
Σ' αυτή τη χώρα πλέον βιώνουμε την απόλυτη ανατροπή: οι νορμάλ έχουν τρελαθεί κι οι τρελοί λειτουργούν νορμάλ.
Ποιος είναι ο τρελός και ποιος ο λογικός:
1. Αυτός που παίζει ρακέτες;
2. Αυτή που μοιρολογάει το νύχι;
3. Αυτός που στέλνει βιογραφικά για δουλειά με πολλαπλούς αποδέκτες κι όποιον πάρει ο Χάρος; (Συνήθως τον αποστολέα).
4. Αυτός που ανταλλάσσει γνώμες για αντικαταθλιπτικά; Ποια είναι τα καλύτερα, ποια σε ανεβάζουν, ποια σε ρίχνουν και κυρίως ποια δεν έχουν έλλειψη - γιατί με το μπάχαλο στα φαρμακεία, ζητάς αντιβίωση και σου λένε «βολέψου τώρα με ένα διουρητικό και κάνε και τον σταυρό σου».
Πάνε τα παλιά αξέχαστα χρόνια όπου ο κάθε νοσομανής (τα 9/10 των Ελλήνων δηλαδή) έμπαινε άρχοντας στο φαρμακείο σαν να παράγγελνε σε ψαροταβέρνα. «Βάλε μου δυο αντιισταμινικά, κορτιζόνη φρέσκια βαρελίσια απ' τη δικιά σου, αντιφλεγμονώδες μόνο αν έχεις πολύ φρέσκο... α, μικρέ, και καναδυό αγχολυτικά στη μέση να τσιμπάει η παρέα!»
Πάνε αυτά... Τώρα μπαίνεις τοίχο τοίχο, σαν το ζητιανάκι, κι ό,τι σου δώσουνε. Πάνα για την ακράτεια τους περισσεύει; Τη θες δεν τη θες, λες χίλια ευχαριστώ, την παίρνεις και φεύγεις.
Καλοκαίρι στην Ελλάδα του 2012:
- Πού πήγατε;
- Πουθενά. Εσείς πού πήγατε;
- Εμείς, αντιθέτως με σας, πήγαμε πουθενά!
- Ξέρω μια που κάπου πήγε.
- Πού;
- Δεν θυμάμαι... Α, ναι... Τα Τσακίδια σε ποιον νομό υπάγονται;
Αλλά βλέπεις, ένα ένα μας τα βγάζουν οι μετεωρολόγοι. Μας πήγαν καρότσι τρεις μήνες τώρα «λίγο θα ανέβει η θερμοκρασία το τριήμερο, μετά θα κατέβει μισή ωρίτσα που έχει μια κοινωνική υποχρέωση και μετά θα ξανανέβει για 5, 10, άντε 15, το πολύ 20 ημέρες, θες 25, σου βάζω 30 να 'μαστε μέσα!» Τώρα που ως σκουλήκια συρθήκαμε οι επιζήσαντες από τα υπόγεια καταφύγια στην καυτή άσφαλτο, τώρα μας τα ρίχνουν στο μαλακό: «Ηταν ο χειρότερος καύσωνας των τελευταίων 50 χρόνων».
Τόσο καιρό, ένας λαός ολόκληρος, άντρες, γυναίκες και παιδιά, νόμιζαν ότι περνάνε κλιμακτήριο κι έχουν εξάψεις. Μόνο ο διακτινισμένος ρακετάς απτόητος. Ολοι οι άλλοι γονατίσαμε... Εδώ νέοι άνθρωποι, τους ρωτούσες «ποια είναι τα όνειρά σου για το μέλλον;» - «Να μη χαλάσει το κλιματιστικό», σου απαντούσαν. Σε τέτοια ύψη ο πήχης των προσδοκιών!
Και δεν σας είπα και το κορυφαίο: Πότε διαλέγει μια ηλίθια ξανθιά να κόψει το τσιγάρο; Καλοκαίρι με καύσωνα, Μνημόνιο και το σύμπαν σε πλήρη κατάθλιψη! Κι επειδή η συγκεκριμένη ηλίθια υπογράφει αυτό το κείμενο - την πονεμένη ιστορία του τελευταίου (μου) τσιγάρου θα σας τη διηγηθώ μια άλλη φορά. Αλλωστε, δεν χανόμαστε: Κάθε Σάββατο εδώ, στο ίδιο στο στέκι το γνωστό.
ΥΓ.: Ο τίτλος «Μακρύ καυτό καλοκαίρι» είναι κλεμμένος από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Φόκνερ - είχε πολλή ζέστη για να σκεφτώ δικό μου.
TANEA