> Voliotaki: Ο ΑNΔΡΕΑΣ που ΑΓΑΠΟΥΣΕ εξίσου τη ΤΖΑΖ, τον ΜΙΚΗ και τα ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΑ της ΡΙΤΑΣ

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΑNΔΡΕΑΣ που ΑΓΑΠΟΥΣΕ εξίσου τη ΤΖΑΖ, τον ΜΙΚΗ και τα ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΑ της ΡΙΤΑΣ

Ένα μικρό πορτραίτο του μουσικόφιλου Ανδρέα Παπανδρέου

Για τον Ανδρέα Παπανδρέου είναι προβεβλημένη, υπέρ το δέον θα έλεγα, η σχέση του με τις ζεϊμπεκιές και το τραγούδι της πίστας καθ' όλη τη διάρκεια της πολιτικής παντοδυναμίας του.

Λογικό, από μία άποψη, αν υποτεθεί πως στην επίπλαστη ευμάρεια του πρώτου ΠΑΣΟΚ χρεώνεται από πολλούς και η επικράτηση του σκυλάδικου.

Δεν έχουν περάσει και πάρα πολλά χρόνια από εκείνες τις αλησμόνητες εικόνες στις εφημερίδες με τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο δίπλα στα λουλουδοπάνερα και στις τραγουδίστριες αμφιβόλου ποιότητας.

Η αλήθεια είναι, όμως, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον Ανδρέα, πως διέθετε μουσική παιδεία και ένα εύρος ακουσμάτων στα όρια του ακομπλεξάριστου.

Από το ρεμπέτικο στην τζαζ και από το πολιτικό τραγούδι σ' αυτό της πίστας, ο Παπανδρέου είχε άποψη και αν δεν προσπαθούσε να την επιβάλλει κιόλας πιθανώς τα πράγματα να ήταν κάπως καλύτερα, όχι τόσο για τον ίδιο, όσο για όλους εμάς τους υπόλοιπους.

Το 1939 ο Ανδρέας Παπανδρέου αναχωρεί για τις ΗΠΑ σε ηλικία 20 ετών, ξεκινώντας μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα. Λέγεται πως είχε έρθει σε επαφή με το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη στα εφηβικά του χρόνια κυρίως μέσω της συναναστροφής του με τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), ο οποίος υπήρξε φαν του γεννήτορα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού μας. Μέχρι και τον διορισμό του ως τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ και καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας 1955 - 1965, τον κέρδισε η αμερικανική τζαζ. 

Ανατρέχω σε συνέντευξη του ίδιου του Παπανδρέου στο περιοδικό ΚΛΙΚ από το 1989: «Πάντα εκφραζόμουνα πιο πολύ με τη λαϊκή μουσική και μου άρεσε πάντα ο Βασίλης Τσιτσάνης. Πιστεύω ότι τα πιο έντονα συναισθήματα του ανθρώπου, ο θάνατος, ο έρωτας, η μεγάλη χαρά και λύπη μπορούν να εκφραστούν μονάχα στη γλώσσα σου»

Αυτό περί Τσιτσάνη και λαϊκής μουσικής. Διότι στην ίδια συνέντευξη, ο Παπανδρέου δίνει πληροφορίες και για τα τζαζ ακούσματα που δέχτηκε: «Παλιότερα στην Αμερική πήγαινα πολύ συχνά κινηματογράφο, θέατρο και κυνηγούσα τη μουσική. Υπήρχε μια έκρηξη δημιουργικότητας στις δεκαετίες του '50 και του '60. Παρακολούθησα από κοντά όλες τις φάσεις της τζαζ, παρότι προτιμούσα τη mainstream τζαζ. Ιδιαίτερα τα χρόνια που έζησα στον Άγιο Φραγκίσκο (Σαν Φρανσίσκο). 

Εκεί υπήρχαν κλαμπ στα οποία μπορούσες να ακούσεις όλη τη μουσική των τελευταίων εκατό χρόνων». Με τον όρο «mainstream τζαζ» ήταν απόλυτα σαφής ο Παπανδρέου. Αγαπημένος του Αμερικανός τραγουδιστής υπήρξε ο Frank Sinatra και αγαπημένο του άσμα το θρυλικό «Strangers in the night». Του «πήγαινε» κιόλας το «Strangers in the night», σ' αυτόν, έναν γυναικοκατακτητή όπως αποδείχτηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. 



Στα χρόνια της δικτατορίας προέχει ο αγώνας και ο Παπανδρέου υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες τους Έλληνες μουσικούς που μέσω της τέχνης τους κάνουν γνωστά τα παθήματα της χώρας στο εξωτερικό. Γίνεται φίλος με τον Μίκη Θεοδωράκη, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζιλ Ντασέν, καθώς και με σύσσωμη την επαναστατημένη ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ και στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Μέχρι και η Φλέρυ Νταντωνάκη, την εποχή της γνωριμίας της με τον Μάνο Χατζιδάκι στις ΗΠΑ, γίνεται προσωπική φίλη του Ανδρέα και πρωτοστατεί με το τραγούδι της στις αντιδικτατορικές συγκεντρώσεις του ΠΑΚ

Διόλου τυχαίο που στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, από την Αθήνα πλέον, η Νταντωνάκη θα πει το περίφημο «Είμαι ΠΑΣΟΚ» σε συνέντευξη της στον Γιώργο Λιάνη για τα ΝΕΑ. Μεγάλη εκτίμηση ο Παπανδρέου έτρεφε και για τον «δεξιό» Μάνο Χατζιδάκι, ασχέτως αν ο τελευταίος υπέφερε τα πάνδεινα από τον βρώμικο και φασιστοειδή «αυριανισμό» επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Πάντως, όταν τα πράγματα άλλαξαν, όπως είθισται, και τα ΜΜΕ επιτέθηκαν στον Ανδρέα για τη σχέση του με τη Δήμητρα Λιάνη, ο Χατζιδάκις ήταν από τους λίγους πάλι που πήραν δημόσια θέση υπέρ του

Στα late sixties, ο Παπανδρέου εμφανίζεται ιδιαίτερα ανεκτικός με το κίνημα των χίπις. Δεν γνωρίζουμε αν κάποιος rocker ή κάποιο συγκρότημα της εποχής τον είχε εξιτάρει, κάτι που είναι σχεδόν σίγουρο, ωστόσο έβρισκε τρομερά υγιές το αντιδραστικό look των παιδιών με τα μακριά μαλλιά και τα πολύχρωμα ρούχα στο πλαίσιο μιας έκφρασης διαφορετικότητας. Ίσως αν άκουγε λιγότερο Frank Sinatra και περισσότερο Miles Davis να «περνούσε» ευκολότερα στον Jimi Hendrix ή και στον Johnny WinterWho knows?

Με την είσοδο στη δεκαετία του 1980 και με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ο Παπανδρέου προσεγγίζει τα πιο θρυλικά ονόματα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Με μία πρόχειρη ψυχολογική ερμηνεία έμοιασε σαν να θέλει να βγάλει στο προσκήνιο τους καλλιτεχνικούς εκπροσώπους μιας χώρας, για την ευζωΐα της οποίας ο ίδιος είχε αγωνιστεί όσο βρισκόταν στο εξωτερικό. 

Ακόμα θυμάμαι την Καίτη Γκρέυ, μόλις ενάμιση μήνα πριν, να μου αφηγείται πως πήγε και τραγούδησε στο Καστρί, στον τότε Πρωθυπουργό, φορώντας μάλιστα ένα καταπράσινο φόρεμα για να τον ευχαριστήσει.

Συνθέτες άξιοι εκείνα τα χρόνια παράγουν τα σημαντικότερα έργα τους και κατά ένα τρόπο ταυτίζονται με το ΠΑΣΟΚ, κάτι που εν πολλοίς τους αδίκησε: Αναφέρομαι περισσότερο στον Ηλία Ανδριόπουλο που πήρε το χρίσμα του «Bach της Αλλαγής» και που το τραγούδι του με τίτλο «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες», ντουέτο της Πρωτοψάλτη με τον Καλογιάννη, ακουγόταν παντού! 

Ο ίδιος ο Ανδριόπουλος, παρ' όλα αυτά, απαγόρευσε τη χρήση του εν λόγω τραγουδιού από το ΠΑΣΟΚ λίγο πριν αυτό χαθεί από προσώπου γης. Ακόμα μία απαγόρευση, αυτή τη φορά από τη Μυρσίνη Λοΐζου, υπέστη το ΠΑΣΟΚ το ίδιο ακριβώς διάστημα με την απαγόρευση του Ανδριόπουλου: Επρόκειτο σαφώς για το τραγούδι «Καλημέρα Ήλιε» σε μουσική και στίχους Μάνου Λοΐζου από το 1973 που και μόνο ο στίχος «το πράσινο για τα παιδιά/ για της Μυρσίνης την ποδιά» συν τον «Ήλιο» του τίτλου, έφταναν και περίσσευαν για να το οικειοποιηθεί το ΠΑΣΟΚ στις εκδηλώσεις του. Οποιοδήποτε τραγούδι είχε το χρώμα πράσινο μέσα ταυτιζόταν με το κυβερνόν κόμμα, κάτι που δημιουργούσε προβλήματα σε αρκετούς δημιουργούς, οι οποίοι στην τελική είχαν διαφορετική άποψη και αισθητική. 

Σαν όνειρο τώρα θυμάμαι την παιδική κατασκήνωση στον Κάλαμο: Ήταν το 1981 - 82, εγώ στην ηλικία των έξι - εφτά ετών, κι από τα μεγάφωνα ακουγόταν νυχθημερόν το «Καλημέρα Ήλιε» του Λοΐζου και το «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» του Ανδριόπουλου. Το πράγμα δηλαδή κάπου είχε ξεφύγει και τέτοια πασοκική μουσική προπαγάνδα είχαμε να «γευτούμε» από τη Μεταπολίτευση με τα αντάρτικα τραγούδια...


Όσο για την προσωπική σχέση της τραγουδίστριας Ρίτας Σακελλαρίου με τον Παπανδρέου αυτή πια έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου. Όπως είχα γράψει παλαιότερα για το θέμα, η Ρίτα έγινε το πουλέν του ΠΑΣΟΚ και ταυτίστηκε με το πιο κακόγουστο «ψευδοπολιτιστικό» προφίλ του. Κατά υποκειμενική εκτίμηση, πιστεύω πως η ίδια είχε απόλυτη επίγνωση της φτήνιας εκείνου του ρεπερτορίου, αφέθηκε ολοκληρωτικά όμως στη φήμη, στα στρας και, φυσικά, στα πολλά χρήματα που πέρασαν από τα χέρια της. 

Είναι αλήθεια, ακόμη, πως το τραγούδι «Αυτός ο άνθρωπος» ήταν το αγαπημένο λαϊκό άσμα του πρώην Πρωθυπουργού και γι' αυτό καλούσε κάθε χρόνο τη Σακελλαρίου να του το τραγουδάει στη γιορτή του!  Ο ιστορικός του μέλλοντος, όπως δηλαδή κάνουμε εμείς τη στιγμή αυτή, αν θελήσει να έχει μια εικόνα της επίπλαστης ευμάρειας των ημερών του ΠΑΣΟΚ, ειδικά της πρώτης τετραετίας, και της ευτέλειας στην οποία υπέπεσε το λαϊκό τραγούδι μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ‒για να μην πω μέχρι τις μέρες μας‒, στο παπανδρεϊκό ρεπερτόριο της Ρίτας Σακελλαρίου θα ανατρέξει. Ούτε στου Λευτέρη Πανταζή, ούτε στης Άντζελας Δημητρίου.

Εν κατακλείδι, ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε αναμφισβήτητα ένας ραφινάτος μουσικόφιλος. Αγάπησε εξίσου τη λαϊκή μουσική της πατρίδας του με τη μουσική των ξένων χωρών όπου έζησε από τη νεανική μέχρι την ώριμη ηλικία του. Η ταύτιση του με το πιο αναλώσιμο τραγούδι της πίστας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο ξεπεσμός ενός ανθρώπου και ενός μεγάλου πολιτικού λόγω της φθοράς και της αλαζονείας που επιφέρει η κάθε μορφής εξουσία. Ωστόσο το μεγαλύτερο, κατ' εμέ, φάουλ του Ανδρέα και του «πολιτιστικού» ΠΑΣΟΚ, κατά τη διάρκεια της θητείας της Μελίνας κιόλας στο ΥΠΠΟ, δεν ήταν ούτε η Ρίτα, ούτε τα έντεχνα - σλόγκαν άσματα. 

Ήταν η οικειοποίηση του «O Fortuna» από τα «Carmina Burana» του Orff - «οικειοποίηση» με όλη την έννοια της λέξης! Που νά'ξερε ο καημένος ο Carl Orff όταν μελοποιούσε μεσαιωνικά χειρόγραφα Βενεδικτίνων μοναχών πώς μια μέρα θα άνοιγαν τις συγκεντρώσεις ενός Έλληνα πολιτικού. Είναι λίγο να τρελαίνεσαι...