Η Χίλαρι Κλίντον δήλωσε πως η σχέση που διατηρούσε το 1995-1996 ο σύζυγός της Μπιλ Κλίντον με την τότε ασκούμενη στον Λευκό Οίκο Μόνικα Λεβίνσκι δεν αποτελούσε κατάχρηση εξουσίας και πως ο σύζυγός της είχε δίκιο να μην παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου μετά το σκάνδαλο που προκλήθηκε.
Είκοσι χρόνια μετά, η υπόθεση που αποκαλύφθηκε το 1998 συζητείται και πάλι χάρη στο φεμινιστικό κίνημα #MeToo και διατυπώνονται ερωτήσεις για το αν είναι δυνατό να υπάρχει συναινετική σχέση παρά τη διαφορά στο στάτους ανάμεσα σ’ έναν εν ενεργεία πρόεδρο και μια ασκούμενη.Ορισμένοι, όπως η δημοκρατική γερουσιαστής Κίρστεν Γκίλιμπραντ, έχουν πει πως ο Μπιλ Κλίντον έπρεπε να είχε παραιτηθεί
μετά την ψηφοφορία υπέρ της παραπομπής του που διεξήχθη στη Βουλή των Αντιπροσώπων –η οποία ελεγχόταν από τους ρεπουμπλικανούς– για παρεμπόδιση της δικαιοσύνης και ψευδορκία μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου με τη Μόνικα Λεβίνσκι.
Η Γερουσία τον αθώωσε το 1999.
Όμως την Κυριακή η Χίλαρι Κλίντον, πρώην υποψήφια στις προεδρικές εκλογές και πρώην υπουργός Εξωτερικών, εξέφρασε στο CBS News τη διαφωνία της μ’ αυτή τη θέση. «Κατηγορηματικά όχι», απάντησε όταν ερωτήθηκε αν ο σύζυγός της θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί.
«Η Λεβίνσκι ήταν ενήλικη»
Ερωτηθείσα αν η σχέση αυτή αποτελούσε κατάχρηση εξουσίας η Κλίντον δήλωσε: «όχι, όχι», επισημαίνοντας πως η Μόνικα Λεβίνσκι, που ήταν τότε 22 ετών, «ήταν ενήλικη» και προσθέτοντας πως «έγινε έρευνα».
Από την πλευρά της, η Μόνικα Λεβίνσκι, αφού για καιρό υποστήριζε πως η σχέση ήταν συναινετική, εξήγησε τον Φεβρουάριο, μιλώντας στο περιοδικό Vanity Fair, πως αρχίζει να αναθεωρεί αυτή την άποψη, εκτιμώντας πως η νεαρή ηλικία της τότε και η διαφορά στο στάτους ανάμεσα σ’ αυτήν και τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον καθιστούν «συζητήσιμη» την ίδια την ιδέα της συναίνεσης.
Ο Μπιλ Κλίντον είχε δεχθεί τον Ιούνιο βροχή επικρίσεων έπειτα από σχόλια για την υπόθεση Λεβίνσκι που έδειχναν ότι δεν έχει μεταμεληθεί.
Ο πρώην πρόεδρος δέχεται κατηγορίες από άλλες γυναίκες για σεξουαλική κακή διαγωγή σε υποθέσεις που ανάγονται μέχρι τη δεκαετία του 1970 και βλέπει τη θέση του στην ιστορία να επανεξετάζεται, κυρίως μεταξύ των Δημοκρατικών υπό το φως των κινημάτων #MeToo και Time’s Up.