Το αφοπλιστικό επιχείρημα:
Ναι, αλλά τι θα έκανες αν έμπαιναν στο σπίτι σου;
Καλή η θεωρία, αλλά να σε δω στην πράξη.
Αν μια νύχτα έμπαινε κάποιος με όπλο στο σπίτι σου και απειλούσε τα παιδιά σου, τότε να δω τι θα έκανες.
Μη μου μιλάς για ανθρώπινα δικαιώματα, για καταδίκη της αυτοδικίας, μη μου λες για ασύμμετρη βία και στάθμιση αγαθών.
Μην τα βάζεις με την αστυνομία όταν ρίχνει καμιά κλοτσιά παραπάνω. Αυτά είναι φτηνές κι ανέξοδες ρητορείες από τον καναπέ σου.
Λοιπόν, να η απάντηση, ειλικρινής και εξαιρετικά απλή: δεν ξέρω τι θα έκανα μπροστά στην απειλή. Μπορεί τα πάντα, μπορεί και τίποτα.
Μπορεί το ένστικτο να με έκανε θηρίο, να έβρισκα μέσα μου δυνάμεις και κουράγιο που κοιμούνται μακαρίως.
Μπορεί –το πιθανότερο‒ να πάγωνα από τον τρόμο.
Μπορεί να έφτανα στη βία, μπορεί και να ικέτευα γονατιστός. Στ' αλήθεια δεν ξέρω. Δεν οφείλω να ξέρω. Και ελπίζω ποτέ να μη μάθω.
Οι δύο θύτες της Γλάδστωνος δεν αγανάκτησαν, δεν θόλωσαν. Άσκησαν εφαρμοσμένη βιοπολιτική.
Τι είπαν με τον τρόπο τους; Το δικό μας σώμα, το υγιές, το καθαρό σώμα, μπορεί να περπατάει σε αυτά τα πεζοδρόμια.
Το δικό σου, το «άλλο» σώμα, το σακάτικο και άρρωστο, δεν χωράει εδώ.
Όμως το ζήτημα δεν είναι τι κάνει κάποιος απέναντι στον ακραίο κίνδυνο. Εκ του πονηρού μετατίθεται η συζήτηση εκεί.
Το θέμα είναι τι κάνει σε όποιον κείτεται ανήμπορος μπροστά στα πόδια του. Αποφασίζει να του λιώσει το κεφάλι ή όχι;
Αυτό είναι το ερώτημα. Μπαίνει το κλεφτρόνι στο σπίτι και τη στιγμή που δρασκελίζει το μπαλκόνι με το λάπτοπ και τη φωτογραφική στα χέρια του χάνει την ισορροπία του και βρίσκεται σοβαρά τραυματισμένος δύο ορόφους κάτω.
Αντιστρέφω το αρχικό ερώτημα. Τι θα έκανες; Θα τον κλότσαγες στο κεφάλι; Κι αφού τον κλότσαγες εσύ, θα έρχονταν οι αστυνομικοί να του ρίξουν κι αυτοί μερικές;
Και οι γείτονες στα μπαλκόνια τους με τα κινητά στο χέρι θα κοίταγαν χωρίς να πούνε λέξη;
Μετά τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου πολλοί μάς κουνάνε το δάχτυλο επειδή μιλήσαμε για λιντσάρισμα.
Μιλάτε από την ασφάλεια του σπιτιού σας, μας λένε, και αδιαφορείτε για όσους υποφέρουν στο κέντρο της πόλης. Και μετά το ερώτημα: τι θα έκανες όμως αν κάποιος κ.λπ. κ.λπ.;
Λοιπόν, πρώτον κι αυτοί από την ασφάλεια του σπιτιού τους τα λένε. Δεν τους είδα μπαρουτοκαπνισμένους από τη μάχη με τη «βαριά εγκληματικότητα».
Μπροστά στο πληκτρολόγιό τους κάθονται. Απλώς, όποτε μπορούν, επιλέγουν να υποστηρίξουν τη βία στο πεσμένο σώμα.
Αυτή είναι εκ φύσεως η πρώτη τους αντίδραση. Το «καλά του κάνανε» τους βγαίνει αυθόρμητα.
Ενστικτωδώς επικροτούν τη βία από θέση απόλυτης ασφάλειας.
Χωρίς ενδοιασμούς, αμφιθυμίες, δεύτερες σκέψεις. Δεύτερον, το ερώτημά τους είναι κραυγαλέα αποπροσανατολιστικό.
Ποια απειλούμενα αγαθά υπερασπίζονταν οι δυο στη Γλάδστωνος;
Κυρίως, ποια απειλή ένιωσαν; Και τι μέσα χρησιμοποίησαν; Βλέπει κανείς αναλογικότητα ανάμεσα στα δύο;
Η εισβολή του (ακόμα ασαφές πώς και γιατί μπήκε) ήταν μόνο η αφορμή για να εκραγεί πάνω του ένα συσσωρευμένο φορτίο ακραίας βίας.
Και μετά μαθαίνουμε ότι ο ένας από τους δύο αναρτούσε στα social media φωτογραφίες με το πεσμένο σώμα του Μπουτάρη και πανηγύριζε για το λιντσάρισμα των «μακεδονομάχων».
Και όλα δένουν γλυκά. Θέλει ο ακροδεξιός να κρυφτεί και η χαρά δεν τον αφήνει.
Γιατί ο άνθρωπος αυτός, σαν έτοιμος από καιρό, βρήκε ένα μεσημέρι παγιδευμένο στη βιτρίνα της Γλάδστωνος το ιδανικό σώμα.
Ένα ξένο σώμα, ένα άρρωστο σώμα, ένα παρασιτικό χαμένο κορμί. Ένα κορμί που –νόμισε‒ δεν θα το κλάψει κανείς.
Οι δύο θύτες της Γλάδστωνος δεν αγανάκτησαν, δεν θόλωσαν. Άσκησαν εφαρμοσμένη βιοπολιτική. Τι είπαν με τον τρόπο τους;
Το δικό μας σώμα, το υγιές, το καθαρό σώμα μπορεί να περπατάει σε αυτά τα πεζοδρόμια.
Το δικό σου, το «άλλο» σώμα, το σακάτικο και άρρωστο, δεν χωράει εδώ.
Και έτσι στην ουσία το σώμα εξορίστηκε διά της ακραίας βίας σε έναν «oυ τόπο», σε μια no man's land.
Οι δύο συνοριοφύλακες στα σύνορα της Γλάδστωνος αποφάσισαν ποια ζωή αξίζει να βιωθεί και ποια όχι.
Και η αστυνομία ήρθε να επισφραγίσει την προσβολή του ζώντος ή τεθνεώτος σώματος με τη δική της «νόμιμη» βία.
Ρωτάνε λοιπόν: ναι, αλλά τι θα έκανες αν κάποιος έμπαινε στο σπίτι σου;
Το ίδιο ακριβώς ρωτάνε και οι ομογάλακτοί τους στις ΗΠΑ όποιον εναντιωθεί στο πανίσχυρο λόμπι των όπλων.
Εσείς οι liberals (εκεί ο χαρακτηρισμός σημαίνει αριστερόστροφη απλοϊκότητα, ελιτισμό και έλλειψη πατριωτισμού) τι θα κάνατε αν κάποιος σας απειλούσε με όπλο κι εσείς ήσασταν άοπλοι;
Η ερώτηση συνήθως στοχεύει στον εντυπωσιασμό και μπορεί να είναι άσχετη με το θέμα που συζητιέται.
Η πρόθεση εκείνου που ρωτάει δεν είναι όμως καθόλου άσχετη...
Κωστής Παπαϊωάννου
lifo.gr
Ναι, αλλά τι θα έκανες αν έμπαιναν στο σπίτι σου;
Καλή η θεωρία, αλλά να σε δω στην πράξη.
Αν μια νύχτα έμπαινε κάποιος με όπλο στο σπίτι σου και απειλούσε τα παιδιά σου, τότε να δω τι θα έκανες.
Μη μου μιλάς για ανθρώπινα δικαιώματα, για καταδίκη της αυτοδικίας, μη μου λες για ασύμμετρη βία και στάθμιση αγαθών.
Μην τα βάζεις με την αστυνομία όταν ρίχνει καμιά κλοτσιά παραπάνω. Αυτά είναι φτηνές κι ανέξοδες ρητορείες από τον καναπέ σου.
Λοιπόν, να η απάντηση, ειλικρινής και εξαιρετικά απλή: δεν ξέρω τι θα έκανα μπροστά στην απειλή. Μπορεί τα πάντα, μπορεί και τίποτα.
Μπορεί το ένστικτο να με έκανε θηρίο, να έβρισκα μέσα μου δυνάμεις και κουράγιο που κοιμούνται μακαρίως.
Μπορεί –το πιθανότερο‒ να πάγωνα από τον τρόμο.
Μπορεί να έφτανα στη βία, μπορεί και να ικέτευα γονατιστός. Στ' αλήθεια δεν ξέρω. Δεν οφείλω να ξέρω. Και ελπίζω ποτέ να μη μάθω.
Οι δύο θύτες της Γλάδστωνος δεν αγανάκτησαν, δεν θόλωσαν. Άσκησαν εφαρμοσμένη βιοπολιτική.
Τι είπαν με τον τρόπο τους; Το δικό μας σώμα, το υγιές, το καθαρό σώμα, μπορεί να περπατάει σε αυτά τα πεζοδρόμια.
Το δικό σου, το «άλλο» σώμα, το σακάτικο και άρρωστο, δεν χωράει εδώ.
Όμως το ζήτημα δεν είναι τι κάνει κάποιος απέναντι στον ακραίο κίνδυνο. Εκ του πονηρού μετατίθεται η συζήτηση εκεί.
Το θέμα είναι τι κάνει σε όποιον κείτεται ανήμπορος μπροστά στα πόδια του. Αποφασίζει να του λιώσει το κεφάλι ή όχι;
Αυτό είναι το ερώτημα. Μπαίνει το κλεφτρόνι στο σπίτι και τη στιγμή που δρασκελίζει το μπαλκόνι με το λάπτοπ και τη φωτογραφική στα χέρια του χάνει την ισορροπία του και βρίσκεται σοβαρά τραυματισμένος δύο ορόφους κάτω.
Αντιστρέφω το αρχικό ερώτημα. Τι θα έκανες; Θα τον κλότσαγες στο κεφάλι; Κι αφού τον κλότσαγες εσύ, θα έρχονταν οι αστυνομικοί να του ρίξουν κι αυτοί μερικές;
Και οι γείτονες στα μπαλκόνια τους με τα κινητά στο χέρι θα κοίταγαν χωρίς να πούνε λέξη;
Μετά τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου πολλοί μάς κουνάνε το δάχτυλο επειδή μιλήσαμε για λιντσάρισμα.
Μιλάτε από την ασφάλεια του σπιτιού σας, μας λένε, και αδιαφορείτε για όσους υποφέρουν στο κέντρο της πόλης. Και μετά το ερώτημα: τι θα έκανες όμως αν κάποιος κ.λπ. κ.λπ.;
Λοιπόν, πρώτον κι αυτοί από την ασφάλεια του σπιτιού τους τα λένε. Δεν τους είδα μπαρουτοκαπνισμένους από τη μάχη με τη «βαριά εγκληματικότητα».
Μπροστά στο πληκτρολόγιό τους κάθονται. Απλώς, όποτε μπορούν, επιλέγουν να υποστηρίξουν τη βία στο πεσμένο σώμα.
Αυτή είναι εκ φύσεως η πρώτη τους αντίδραση. Το «καλά του κάνανε» τους βγαίνει αυθόρμητα.
Ενστικτωδώς επικροτούν τη βία από θέση απόλυτης ασφάλειας.
Χωρίς ενδοιασμούς, αμφιθυμίες, δεύτερες σκέψεις. Δεύτερον, το ερώτημά τους είναι κραυγαλέα αποπροσανατολιστικό.
Ποια απειλούμενα αγαθά υπερασπίζονταν οι δυο στη Γλάδστωνος;
Κυρίως, ποια απειλή ένιωσαν; Και τι μέσα χρησιμοποίησαν; Βλέπει κανείς αναλογικότητα ανάμεσα στα δύο;
Η εισβολή του (ακόμα ασαφές πώς και γιατί μπήκε) ήταν μόνο η αφορμή για να εκραγεί πάνω του ένα συσσωρευμένο φορτίο ακραίας βίας.
Και μετά μαθαίνουμε ότι ο ένας από τους δύο αναρτούσε στα social media φωτογραφίες με το πεσμένο σώμα του Μπουτάρη και πανηγύριζε για το λιντσάρισμα των «μακεδονομάχων».
Και όλα δένουν γλυκά. Θέλει ο ακροδεξιός να κρυφτεί και η χαρά δεν τον αφήνει.
Γιατί ο άνθρωπος αυτός, σαν έτοιμος από καιρό, βρήκε ένα μεσημέρι παγιδευμένο στη βιτρίνα της Γλάδστωνος το ιδανικό σώμα.
Ένα ξένο σώμα, ένα άρρωστο σώμα, ένα παρασιτικό χαμένο κορμί. Ένα κορμί που –νόμισε‒ δεν θα το κλάψει κανείς.
Οι δύο θύτες της Γλάδστωνος δεν αγανάκτησαν, δεν θόλωσαν. Άσκησαν εφαρμοσμένη βιοπολιτική. Τι είπαν με τον τρόπο τους;
Το δικό μας σώμα, το υγιές, το καθαρό σώμα μπορεί να περπατάει σε αυτά τα πεζοδρόμια.
Το δικό σου, το «άλλο» σώμα, το σακάτικο και άρρωστο, δεν χωράει εδώ.
Και έτσι στην ουσία το σώμα εξορίστηκε διά της ακραίας βίας σε έναν «oυ τόπο», σε μια no man's land.
Οι δύο συνοριοφύλακες στα σύνορα της Γλάδστωνος αποφάσισαν ποια ζωή αξίζει να βιωθεί και ποια όχι.
Και η αστυνομία ήρθε να επισφραγίσει την προσβολή του ζώντος ή τεθνεώτος σώματος με τη δική της «νόμιμη» βία.
Ρωτάνε λοιπόν: ναι, αλλά τι θα έκανες αν κάποιος έμπαινε στο σπίτι σου;
Το ίδιο ακριβώς ρωτάνε και οι ομογάλακτοί τους στις ΗΠΑ όποιον εναντιωθεί στο πανίσχυρο λόμπι των όπλων.
Εσείς οι liberals (εκεί ο χαρακτηρισμός σημαίνει αριστερόστροφη απλοϊκότητα, ελιτισμό και έλλειψη πατριωτισμού) τι θα κάνατε αν κάποιος σας απειλούσε με όπλο κι εσείς ήσασταν άοπλοι;
Η ερώτηση συνήθως στοχεύει στον εντυπωσιασμό και μπορεί να είναι άσχετη με το θέμα που συζητιέται.
Η πρόθεση εκείνου που ρωτάει δεν είναι όμως καθόλου άσχετη...
Κωστής Παπαϊωάννου
lifo.gr