Μέσα από τα κύματα έβλεπα τη μορφή σου..
Πάνω από εκατό χρόνια έχουν περάσει από τότε που γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος.
Δε θα κάνω μια περιγραφή των βιογραφικών στοιχείων του μεγάλου μας ποιητή αλλά θα γράψω πως τον έζησα από το καλοκαίρι του 1978 έως το θάνατο του το 1990.
Μια σύντομη αναφορά.
Καρλόβασι, Καλοκαίρι του ’78. Τοποθεσία Ποτάμι.
Ένα μικρό ποτάμι που κατέβαινε από τους γύρω λόφους στη κοντινή παραλία. Ήλιος και Αιγαιοπελαγίτικος άνεμος του Αυγούστου που προσπαθούσε να καλύψει τους ήχους των τζιτζικιών.
«Μέσα από τα κύματα έβλεπα τη μορφή σου..» , πως σου φαίνεται αυτό κυρ Γιάννη;
« Μέσα στον αφρό των κυμάτων έβλεπα τη μορφή σου πολλαπλασιασμένη…» ίσως να πάει καλύτερα στο ποίημα που θέλεις να γράψεις για τη φίλη σου είπε και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά απ΄ το τσιγάρο του φορώντας το πλατύ ψάθινο καπέλο που τον προφύλασσε από τον ήλιο του μεσημεριού.
Αυτός ήταν ο Γιάννης Ρίτσος ο ποιητής της Ρωμιοσύνης. Πότε γεννήθηκα; «1909, βολεύτηκα μ’ αυτή την ημερομηνία…»
Απλός και ανθρώπινος που όταν απάγγελνε στο βραδινό τραπέζι στο σπίτι του στο Καρλόβασι της Σάμου τον κοιτούσες στα μάτια και κρεμόσουνα από τις λέξεις που θα έλεγαν τα καλογραμμένα χείλη του.
Εκεί τα βράδια μετά από τη δημιουργική απασχόληση της μέρας στη ποίηση ή τη ζωγραφική στη πέτρα στήνονταν ένα μικρό ταπεινό ποιητικό συμπόσιο με τα ενορχηστρωμένα από το Θεοδωράκη έργα του στο μικρό μπαλκόνι που έβλεπε στο προσεγμένο και γεμάτο σταφύλια αμπέλι του που δεν χρειάζονταν τη φροντίδα του Διόνυσου.
Όταν σταματούσε την απαγγελία ο Ρίτσος συνέχιζε η γυναίκα του κυρά Γαρουφαλλιό «…όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μέσα στο σπίτι…» και μετά άρχιζε το σιγανό τραγούδι συνοδευόμενο από το εξαίσιο σαμιώτικο κρασί απ’ τη σοδειά του προηγούμενου χρόνου.
Κατά το απομεσήμερο της επομένης στη περιοχή Ποτάμι συνοδευόμενος πάντα από τη σύζυγο έκανε το μπάνιο του στα δροσερά νερά του ανατολικού Αιγαίου.
Μιλούσαμε για ένα σωρό πράγματα, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά καθώς του μάζευα εκεί στη παραλία προσεκτικά τις πέτρες που θα ζωγράφιζε αργότερα τη μέρα. Μια τέχνη που του δίδαξε η χαράκτρια Κατράκη.
«Πως πετυχαίνεις και φτιάχνεις τα χείλη και να εκφράζεις το συναίσθημα τόσο καλά κυρ Γιάννη;» «Ξόδεψα πολύ χρόνο στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας παρατηρώντας την έκφραση, τη κίνηση, το άγγιγμα των σωμάτων στα αρχαία αγάλματα. Έτσι έμαθα να βλέπω το πρόσωπο μέσα από τη πέτρα…»
«Κοίτα, μια ντοματιά κοντά στο κύμα». «Φύτρωσε σα μια νέα ιδέα αλλά θ’ αντέξει;» μου απάντησε…
Εκεί το σπίτι του στο Καρλόβασι ήταν ένα μικρό μουσείο γεμάτο από πέτρες και ρίζες που ζωγράφιζε στις συχνές περιόδους της εξορίας.
Ιταλοί , Γάλλοι φοιτητές έρχονταν μετά τη μεταπολίτευση να δουν και να θαυμάσουν ένα κομμάτι της Ελλάδας που εξέπεμπε η τέχνη του Ρίτσου στη ζωγραφική.
Όλοι μας τη θαυμάζαμε, ειδικά εκείνη τη μεγάλη πέτρα που απεικόνιζε τον αδελφό του Αίαντα να θρηνεί πάνω από τη στάχτη του νεκρού αδελφού του.
Ένοιωθε την ανάγκη ν’ αντιπαραθέτει το ωραίο , το ζωντανό, το δυναμικό, την ομορφιά και τον έρωτα που είναι οι μεγάλες και αιώνιες αξίες της ζωής που υπάρχουν ακόμη και στα δύσκολα χρόνια.
Τη δύναμη του ανθρώπινου σώματος που είναι η έδρα της ψυχής την αντιπαρέθεσε σε όλες τις στερήσεις , σε όλα τα μαρτύρια. Μια απλή και σωστή νίκη όπως δήλωνε ο ίδιος. Μια βαθιά αναγκαιότητα
Ο Δήμος Καρλοβασίου έχει χτίσει μια πέτρινη καρέκλα στη παραλία όπου κάθονταν ο ποιητής όταν ζούσε για ν’ αγναντεύει τη θάλασσα.
Αλλά και το σπίτι του στην Αθήνα στην οδό Κόρακα περιοχή Αγίου Νικολάου ήταν ένα σπάνιο μουσείο. Ανοίγοντας τη πόρτα στα αριστερά σου ένας τεράστιος πίνακας δώρο του Τσαρούχη που απεικόνιζε το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού σε προδιέθετε ότι είσαι σε χώρο ιερό της τέχνης.
Αντικείμενα μεγάλης πολιτιστικής αξίας , πίνακες επώνυμων έδειχναν σοβαρά μπροστά στην άγνοια σου. Και εκεί ο Ρίτσος έγραφε και ζωγράφιζε συνέχεια.
« Γιατί δε βάζεις την υπογραφή σου σε ότι ζωγραφίζεις;» . «Διότι η ζωγραφική είναι το δευτερεύον έργο μου» μου είπε.
Μου έδειξε τα βραβεία το Μέγα διεθνὲς βραβείο ποίησης, το μέγα βραβείο ποίησης «Ἀλφρὲ ντὲ Βινύς», το διεθνὲς βραβείο «Αἴτνα-Ταορμίνα», το διεθνὲς βραβείο «Μποντέλο».
Δεν πήρε ποτέ του το Νόμπελ παρ όλο που προτάθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία 17 φορές για το βραβείο. Βλέπεται οι δικοί μας δεν συναίνεσαν ποτέ να πάρει το βραβείο ένας δηλωμένος αριστερός άνθρωπος!
Κλειστές κυβερνήσεις που αντιμάχονταν την αλλαγή και τις ανθρώπινες αξίες. Εξορίστηκε πολλές φορές για τις ιδέες του .Στην επταετία τα τελευταία χρόνια ήταν στο Καρλόβασι σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Του επέτρεπαν να βγαίνει μόνο το βράδυ για μια ώρα κοντά στα μεσάνυχτα με συνοδεία πάντα τεαντζήδων και άλλων πληρωμένων λακέδων της τοπικής ασφάλειας.
Ήταν εκείνη τη χρονική περίοδο που ο Μίκης Θεοδωράκης στη μουσική περιοδεία που έκανε στην Ευρώπη αναφώνησε στο μέγαρο μουσικής της Στοκχόλμης:
Αφιερώνω την αποψινή συναυλία στο Γιάννη Ρίτσο δεσμώτη της χούντας! «Προχωρούσα μέσα στη νύχτα κόντρα στη δυνατή βροχή και άκουγα πίσω μου τη γκρίνια και τις βρισιές των ρουφιάνων που είχαν εντολή να με ακολουθούν και να μη με χάσουν από τα μάτια τους!
Μα που πάει ο τρελός μεσ’ τη βροχή; Μας έκανε μούσκεμα! Και εγώ τους άκουγα και φχαριστιόμουνα με την εξαναγκασμένη ταλαιπωρία τους και έλεγα από μέσα μου:
Εμπρός σκυλιά ακολουθήστε με , αναγκάστε, γρήγορα. Ήταν η μικρή μου γλυκιά εκδίκηση…». Ήταν η μόνη φορά που τον είδα θυμωμένο αλλά γρήγορα το νηφάλιο ύφος του επανήλθε και ένιωθες την αύρα του που κυριαρχούσε στο χώρο.
Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
«…κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσιγάρο. Τότε κατέφθασαν οι κόλακες και με προσκυνούσαν. Μου περνούσαν στα δάχτυλα λαμπερά δαχτυλίδια.
Οι ανίδεοι. Δεν ξέραν πως τάχα φτιάξει εγώ με τα’ άδεια τους φυσίγγια πούχαν μείνει στους λόφους…»
Έτσι απαντούσε ο ποιητής και αρχιτέκτονας της ανθρώπινης ψυχής Γιάννης Ρίτσος του απείρου εραστής. Πίστευε στον έρωτα, στη ποίηση, στο θάνατο. Γι αυτό ακριβώς πίστευε στην αθανασία…
Πριν λίγα χρόνια επισκεφθήκαμε πάλι το Καρλόβασι, κάτι έλλειπε, άδειος χώρος η απεραντοσύνη του νησιού, έψαχνες μάταια μια χαρά που δεν εννοούσε να έρθει, έλλειπε ο κυρ Γιάννης...
Πάνω από εκατό χρόνια έχουν περάσει από τότε που γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος.
Δε θα κάνω μια περιγραφή των βιογραφικών στοιχείων του μεγάλου μας ποιητή αλλά θα γράψω πως τον έζησα από το καλοκαίρι του 1978 έως το θάνατο του το 1990.
Μια σύντομη αναφορά.
Καρλόβασι, Καλοκαίρι του ’78. Τοποθεσία Ποτάμι.
Ένα μικρό ποτάμι που κατέβαινε από τους γύρω λόφους στη κοντινή παραλία. Ήλιος και Αιγαιοπελαγίτικος άνεμος του Αυγούστου που προσπαθούσε να καλύψει τους ήχους των τζιτζικιών.
«Μέσα από τα κύματα έβλεπα τη μορφή σου..» , πως σου φαίνεται αυτό κυρ Γιάννη;
« Μέσα στον αφρό των κυμάτων έβλεπα τη μορφή σου πολλαπλασιασμένη…» ίσως να πάει καλύτερα στο ποίημα που θέλεις να γράψεις για τη φίλη σου είπε και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά απ΄ το τσιγάρο του φορώντας το πλατύ ψάθινο καπέλο που τον προφύλασσε από τον ήλιο του μεσημεριού.
Αυτός ήταν ο Γιάννης Ρίτσος ο ποιητής της Ρωμιοσύνης. Πότε γεννήθηκα; «1909, βολεύτηκα μ’ αυτή την ημερομηνία…»
Απλός και ανθρώπινος που όταν απάγγελνε στο βραδινό τραπέζι στο σπίτι του στο Καρλόβασι της Σάμου τον κοιτούσες στα μάτια και κρεμόσουνα από τις λέξεις που θα έλεγαν τα καλογραμμένα χείλη του.
Εκεί τα βράδια μετά από τη δημιουργική απασχόληση της μέρας στη ποίηση ή τη ζωγραφική στη πέτρα στήνονταν ένα μικρό ταπεινό ποιητικό συμπόσιο με τα ενορχηστρωμένα από το Θεοδωράκη έργα του στο μικρό μπαλκόνι που έβλεπε στο προσεγμένο και γεμάτο σταφύλια αμπέλι του που δεν χρειάζονταν τη φροντίδα του Διόνυσου.
Όταν σταματούσε την απαγγελία ο Ρίτσος συνέχιζε η γυναίκα του κυρά Γαρουφαλλιό «…όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μέσα στο σπίτι…» και μετά άρχιζε το σιγανό τραγούδι συνοδευόμενο από το εξαίσιο σαμιώτικο κρασί απ’ τη σοδειά του προηγούμενου χρόνου.
Κατά το απομεσήμερο της επομένης στη περιοχή Ποτάμι συνοδευόμενος πάντα από τη σύζυγο έκανε το μπάνιο του στα δροσερά νερά του ανατολικού Αιγαίου.
Μιλούσαμε για ένα σωρό πράγματα, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά καθώς του μάζευα εκεί στη παραλία προσεκτικά τις πέτρες που θα ζωγράφιζε αργότερα τη μέρα. Μια τέχνη που του δίδαξε η χαράκτρια Κατράκη.
«Πως πετυχαίνεις και φτιάχνεις τα χείλη και να εκφράζεις το συναίσθημα τόσο καλά κυρ Γιάννη;» «Ξόδεψα πολύ χρόνο στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας παρατηρώντας την έκφραση, τη κίνηση, το άγγιγμα των σωμάτων στα αρχαία αγάλματα. Έτσι έμαθα να βλέπω το πρόσωπο μέσα από τη πέτρα…»
«Κοίτα, μια ντοματιά κοντά στο κύμα». «Φύτρωσε σα μια νέα ιδέα αλλά θ’ αντέξει;» μου απάντησε…
Εκεί το σπίτι του στο Καρλόβασι ήταν ένα μικρό μουσείο γεμάτο από πέτρες και ρίζες που ζωγράφιζε στις συχνές περιόδους της εξορίας.
Ιταλοί , Γάλλοι φοιτητές έρχονταν μετά τη μεταπολίτευση να δουν και να θαυμάσουν ένα κομμάτι της Ελλάδας που εξέπεμπε η τέχνη του Ρίτσου στη ζωγραφική.
Όλοι μας τη θαυμάζαμε, ειδικά εκείνη τη μεγάλη πέτρα που απεικόνιζε τον αδελφό του Αίαντα να θρηνεί πάνω από τη στάχτη του νεκρού αδελφού του.
Ένοιωθε την ανάγκη ν’ αντιπαραθέτει το ωραίο , το ζωντανό, το δυναμικό, την ομορφιά και τον έρωτα που είναι οι μεγάλες και αιώνιες αξίες της ζωής που υπάρχουν ακόμη και στα δύσκολα χρόνια.
Τη δύναμη του ανθρώπινου σώματος που είναι η έδρα της ψυχής την αντιπαρέθεσε σε όλες τις στερήσεις , σε όλα τα μαρτύρια. Μια απλή και σωστή νίκη όπως δήλωνε ο ίδιος. Μια βαθιά αναγκαιότητα
Ο Δήμος Καρλοβασίου έχει χτίσει μια πέτρινη καρέκλα στη παραλία όπου κάθονταν ο ποιητής όταν ζούσε για ν’ αγναντεύει τη θάλασσα.
Αλλά και το σπίτι του στην Αθήνα στην οδό Κόρακα περιοχή Αγίου Νικολάου ήταν ένα σπάνιο μουσείο. Ανοίγοντας τη πόρτα στα αριστερά σου ένας τεράστιος πίνακας δώρο του Τσαρούχη που απεικόνιζε το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού σε προδιέθετε ότι είσαι σε χώρο ιερό της τέχνης.
Αντικείμενα μεγάλης πολιτιστικής αξίας , πίνακες επώνυμων έδειχναν σοβαρά μπροστά στην άγνοια σου. Και εκεί ο Ρίτσος έγραφε και ζωγράφιζε συνέχεια.
« Γιατί δε βάζεις την υπογραφή σου σε ότι ζωγραφίζεις;» . «Διότι η ζωγραφική είναι το δευτερεύον έργο μου» μου είπε.
Μου έδειξε τα βραβεία το Μέγα διεθνὲς βραβείο ποίησης, το μέγα βραβείο ποίησης «Ἀλφρὲ ντὲ Βινύς», το διεθνὲς βραβείο «Αἴτνα-Ταορμίνα», το διεθνὲς βραβείο «Μποντέλο».
Δεν πήρε ποτέ του το Νόμπελ παρ όλο που προτάθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία 17 φορές για το βραβείο. Βλέπεται οι δικοί μας δεν συναίνεσαν ποτέ να πάρει το βραβείο ένας δηλωμένος αριστερός άνθρωπος!
Κλειστές κυβερνήσεις που αντιμάχονταν την αλλαγή και τις ανθρώπινες αξίες. Εξορίστηκε πολλές φορές για τις ιδέες του .Στην επταετία τα τελευταία χρόνια ήταν στο Καρλόβασι σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Του επέτρεπαν να βγαίνει μόνο το βράδυ για μια ώρα κοντά στα μεσάνυχτα με συνοδεία πάντα τεαντζήδων και άλλων πληρωμένων λακέδων της τοπικής ασφάλειας.
Ήταν εκείνη τη χρονική περίοδο που ο Μίκης Θεοδωράκης στη μουσική περιοδεία που έκανε στην Ευρώπη αναφώνησε στο μέγαρο μουσικής της Στοκχόλμης:
Αφιερώνω την αποψινή συναυλία στο Γιάννη Ρίτσο δεσμώτη της χούντας! «Προχωρούσα μέσα στη νύχτα κόντρα στη δυνατή βροχή και άκουγα πίσω μου τη γκρίνια και τις βρισιές των ρουφιάνων που είχαν εντολή να με ακολουθούν και να μη με χάσουν από τα μάτια τους!
Μα που πάει ο τρελός μεσ’ τη βροχή; Μας έκανε μούσκεμα! Και εγώ τους άκουγα και φχαριστιόμουνα με την εξαναγκασμένη ταλαιπωρία τους και έλεγα από μέσα μου:
Εμπρός σκυλιά ακολουθήστε με , αναγκάστε, γρήγορα. Ήταν η μικρή μου γλυκιά εκδίκηση…». Ήταν η μόνη φορά που τον είδα θυμωμένο αλλά γρήγορα το νηφάλιο ύφος του επανήλθε και ένιωθες την αύρα του που κυριαρχούσε στο χώρο.
Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
«…κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσιγάρο. Τότε κατέφθασαν οι κόλακες και με προσκυνούσαν. Μου περνούσαν στα δάχτυλα λαμπερά δαχτυλίδια.
Οι ανίδεοι. Δεν ξέραν πως τάχα φτιάξει εγώ με τα’ άδεια τους φυσίγγια πούχαν μείνει στους λόφους…»
Έτσι απαντούσε ο ποιητής και αρχιτέκτονας της ανθρώπινης ψυχής Γιάννης Ρίτσος του απείρου εραστής. Πίστευε στον έρωτα, στη ποίηση, στο θάνατο. Γι αυτό ακριβώς πίστευε στην αθανασία…
Πριν λίγα χρόνια επισκεφθήκαμε πάλι το Καρλόβασι, κάτι έλλειπε, άδειος χώρος η απεραντοσύνη του νησιού, έψαχνες μάταια μια χαρά που δεν εννοούσε να έρθει, έλλειπε ο κυρ Γιάννης...