Η δέσμευση για πλεονάσματα 3,5% έως και το 2020 που ζητούν από την Ελλάδα οι δανειστές οδηγεί σε νέα συμφωνία, λόγω και της παρουσίας του ΔΝΤ - Το ερώτημα είναι εάν θα προσδιοριστούν από τώρα τα ανάλογα μέτρα
Παρά τις διαψεύσεις από την κυβέρνηση ότι δεν υπάρχει θέμα τέταρτου Μνημονίου, μετά τη λήξη του τρέχοντος, αλλά και κάποιες ήξεις αφίξεις τοποθετήσεις εκπροσώπων των δανειστών, που επισήμως δεν παραδέχονται την επιβολή νέου περιοριστικού πλαισίου για την Ελλάδα, οι
πληροφορίες και οι διαπραγματεύσεις που γίνονται ανάμεσα στις δύο πλευρές για να κλείσει η β' αξιολόγηση και να ξεκινήσει η συζήτηση του χρέους, κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι επίκειται συμφωνία «Γολγοθάς» για τη χώρα.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές οι δανειστές καταλήγουν σε μία κοινή θέση σε σχέση με το διάστημα 2019-2020, που θα περιλαμβάνεται στο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, το οποίο είναι υποχρεωμένη να καταθέσει η κυβέρνηση ως μέρος της β' αξιολόγησης, ζητώντας από την Αθήνα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% επί του ΑΕΠ ετησίως.
Τούτο σημαίνει ότι πιθανότατα εάν όχι σίγουρα θα απαιτηθούν νέα μέτρα, πέραν όσων προβλέπονται για το 2018, χρονιά κατά την οποία η κυβέρνηση ήδη έχει συμφωνήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%.
Ο κοινοτικός επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί και ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ έχουν διαμηνύσει ότι οι θεσμοί θα πρέπει να λάβουν εγγυήσεις για την τήρηση των συμφωνηθέντων από την Ελλάδα υπονοώντας ότι όλα τα νέα μέτρα θα πρέπει να περιγραφούν στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2017-2020.
Οι τοποθετήσεις τους αυτές γίνονται και για να πειστεί ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι πρέπει να δοθεί ρύθμιση χρέους στην Ελλάδα.
Η υποχρέωση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί σειρά ετών περιλαμβάνεται στην πραγματικότητα στην συμφωνία του Ιουλίου του 2015, όμως ουσιαστικά με τον τρόπο, που επιμένουν σε αυτό το στόχο οι δανειστές είναι επειδή θέλουν ένα είδος εγγυήσεων με την οποιαδήποτε ρύθμιση του χρέους κάνουν μετά τη β' αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος.
Η συζήτηση για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη με πρωτοβουλία φυσικά και της Αθήνας εδώ και καιρό, λόγω της θετικής ανταπόκρισης της κυβέρνησης στα όσα προβλέπει η συμφωνία του περσινού Ιουλίου, όμως οι «σκληροί» των δανειστών, κυρίως το Βερολίνο και σε αντίθεση με τις επιφυλάξεις της Κομισιόν ή τις διαφωνίες του ΔΝΤ, επιμένουν στη δέσμευση αυτή από μέρους της ελληνικής πλευράς.
Είναι ενδεικτικό ότι ο Μπενουά Κερέ, μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, μιλώντας στο ΣΚΑΙ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μείωσης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% σε κάποιο σημείο μετά το τέλος του Μνημονίου, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο ότι τυχόν μείωση δεν μπορεί να έλθει αμέσως μετά το 2018, αλλά θα χρειαστεί να μεσολαβήσουν λίγα χρόνια.
Η διατήρηση υψηλών πλεονασμάτων έως και το 2020 οδηγεί στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου πλαισίου και τη συνέχιση της παρακολούθησης από μέρους των δανειστών της πορείας της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την επιβολή ενός νέου προγράμματος, με όποια μορφή ή όνομα πάρει αυτό. Έτσι κι αλλιώς η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα θα απαιτήσει την υπογραφή ανάμεσα στην Αθήνα και το Ταμείο μία πρόσθετης συμφωνίας.
Το Ταμείο θα ήθελε μεν χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση θεωρεί αναγκαία τα νέα μέτρα για να επιτευχθούν οι όποιοι δημοσιονομικοί στόχοι – ιδίως εάν τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι υψηλά και η ελάφρυνση του χρέους όχι ικανοποιητική για τις δικές του μετρήσεις βιωσιμότητας.
Ο κ. Κερέ στις ίδιες δηλώσεις του ξεκαθάρισε άλλωστε ότι συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα σημαίνει νέο μνημόνιο. Και παρότι σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέο ευρωπαϊκό πρόγραμμα στήριξης, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για νέα μέτρα.
Πάντως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης δήλωσε ότι δεν υπάρχει θέμα νέου Μνημονίου. «Ο βασικός στόχος της κυβέρνησης, ο οποίος παραμένει απολύτως εφικτός. Είναι το 2018, ένα χρόνο πριν από το 2019, οπότε και λήγει η θητεία της παρούσας κυβέρνησης, να έχει ολοκληρωθεί το Πρόγραμμα και να έχουν τερματιστεί η λιτότητα και η επιτροπεία» σημείωσε.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η κυβέρνηση φαίνεται να αποδέχεται τα υψηλά πλεονάσματα, αλλά δεν δέχεται να περιγραφούν από τώρα μέτρα, θεωρώντας ότι οι υψηλοί αυτοί στόχοι μπορούν να αναθεωρηθούν προς τα κάτω όταν θα υπάρξει ρύθμιση του χρέους και η βιωσιμότητά του δεν θα έχει ανάγκη από την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών στόχων.
Επιπλέον η κυβέρνηση εκτιμά ότι η σταθεροποίηση των αναπτυξιακών ρυθμών θα είναι ικανή να οδηγεί στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς να απαιτούνται νέα μέτρα.