«Λοιπόν, έφυγα έχοντας απολέσει κάθε ελπίδα και, ίσως, κάθε ενδιαφέρον για την Ελλάδα…».
Ο Αλέξανδρος Βέλιος είχε παραχωρήσει μια …ιδιαίτερη συνέντευξη στον φίλο του Κρικόρ Τσακιτζιάν και του είχε δώσει εντολή να δημοσιευτεί ένα μήνα μετά τον θάνατό του. Διαβάστε παρακάτω αυτούσια τη συνέντευξη, όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα prettylife.gr.
Ο Αλέξανδρος Βέλιος είχε παραχωρήσει μια …ιδιαίτερη συνέντευξη στον φίλο του Κρικόρ Τσακιτζιάν και του είχε δώσει εντολή να δημοσιευτεί ένα μήνα μετά τον θάνατό του. Διαβάστε παρακάτω αυτούσια τη συνέντευξη, όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα prettylife.gr.
βρήκα πρωτότυπη ως ιδέα – και χρήσιμη για την καταγραφή κάποιων απόψεων. Ο εθισμός στην ευκολία του υπολογιστή και η γενικότερη κόπωση των ημερών με απέτρεψε από το να γράψω ιδιοχείρως. Ακολουθούν, λοιπόν, οι απαντήσεις στις ενδεικτικές ερωτήσεις που μου έστειλε, πληκτρολογημένες. Προστέθηκαν κάποιες διορθώσεις της τελευταίας στιγμής με το χέρι, που προκύπτουν πάντα όταν ξαναδιαβάζεις από απόσταση ένα κείμενο γραμμένο μονορούφι».
Αλέξανδρε, με το που δημοσιοποίησες το πρόβλημα σου υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου. Κατάφερες να στείλεις το μήνυμα που ήθελες προς όλες τις κατευθύνσεις. Το βέβαιο είναι πως επιτέλους στη χώρα μας άνοιξε για τα καλά η συζήτηση για την ευθανασία, ένα θέμα ταμπού για την Ελληνική κοινωνία. Αυτό δεν ήθελες; Τώρα είναι απλά θέμα χρόνου να το αποδεχθούν όλες οι πλευρές και να γίνει νόμος του κράτους, έστω και με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών.
Δεν θα είχε κανένα νόημα να σου κάνω κι εγώ άλλη μια συνέντευξη μέσα στις τόσες που έδωσες και να τη δημοσιεύσω όσο είσαι εν ζωή.
Γι’ αυτό και διάλεξα να τα πούμε… μετά θάνατον. Θα μου πεις δύσκολο. Ναι, αλλά τελικά όπως βλέπεις κι εσύ, όχι ακατόρθωτο.
Κάνε μου τη χάρη σε παρακαλώ να υπογράψεις τη συνομιλία μας αυτή, γιατί πολλοί θα με πάρουν για τρελό. Θέλω να με προστατέψεις όσο βρίσκομαι κι εγώ ανάμεσα σε τόσο δύσπιστους και σκληρούς ανθρώπους. Μη μου κρεμάσουν τίποτα κουδούνια, ότι την ψώνισα. Πρέπει να πειστούν ακόμη και οι πιο δύσπιστοι ότι πράγματι συνομιλήσαμε.
Συνέντευξη
Κρικόρ: Τώρα που έχεις φύγει από αυτό το μάταιο κόσμο, τι θα ήταν αυτό που θα ήθελες να φωνάξεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου, (συγνώμη παρασύρθηκα, εκεί που βρίσκεσαι δεν έχεις πια ψυχή), και να σε ακούσει όλος ο κόσμος από κει ψηλά που μας βλέπεις.
Αλέξανδρος: Ακόμα κι αν εδώ ψηλά διέθετα φωνή και συνείδηση, ο κόσμος δεν θα με άκουγε ούτε αν ανακοίνωνα μετά γνώσεως πως επίκειται η …Δευτέρα Παρουσία! Ο κόσμος μας, ο κόσμος σας θέλω να πω, έχει αυτιά μόνο για κελεύσματα του Μαμωνά, υπηρετεί αποκλειστικά το θεό του Χρήματος. Οι μεταφυσικοί του αισθητήρες έχουν ατονήσει. Αυτό που ονομάζει ευτυχία είναι συνάρτηση των οικονομικών του δυνατοτήτων, όταν μιλάει για απόλαυση εννοεί τον ξώπετσο ηδονισμό. Το ανθρώπινο είδος έχει απωλέσει την αίσθηση της ιστορικότητάς του. Εδώ πάνω, είναι το άπειρο της ανυπαρξίας. Εκεί κάτω, σε εσάς, κυριαρχεί το άπειρο του Μηδενός. Τα αυτιά σας είναι κλειστά.
Κρικόρ: Πώς σου φαίνονται τα πράγματα από κει πάνω; Θα ήθελα να μας κάνεις μια περιγραφή, τώρα που είσαι απαλλαγμένος από μικροδεσμεύσεις και τυπικότητες. Όχι ότι είχες ενδοιασμούς όσο ήσουν εν ζωή, αλλά τώρα ένας λόγος παραπάνω να ακουστεί ο αιρετικός σου λόγος εντελώς απελευθερωμένος. Αναφέρομαι πάντα για τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα και πάνω απ’ όλα τα θέματα ηθικής της κοινωνίας.
Αλέξανδρος: Απεχθανόμουν τον κομφορμισμό όσο ζούσα, δεν ανήκα σε κανένα κόμμα, εκκλησία, ομάδα, απέφευγα τη συναναστροφή με άτομα που δεν εκτιμούσα ή με παρέες που με έκαναν να πλήττω. Δεν υπήρξα ούτε πολιτικά ούτε κοινωνικά ορθός, επομένως από λίγα βαρίδια με απήλλαξε ο θάνατος. Κυρίως, από την ανάγκη να κερδίζω το ψωμί μου με τον ιδρώτα μου – και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό! Από εδώ, βλέπω μια ανθρωπότητα να διαγκωνίζεται κυνηγώντας αξιώματα, χρήματα, αναγνώριση, απολαύσεις, προνόμια, και δεν συναισθάνεται πόσο αυτό το κυνηγητό της χρυσής ματαιότητας έχει τη γεύση της στάχτης.
Κρικόρ: Σχεδόν σε όλα σου τα δημοσιογραφικά σου χρόνια τα έβαλες με το κατεστημένο. Τελικά τι είναι αυτό το κατεστημένο βρε Αλέξανδρε; Δεν έχει ταυτότητα; Ποιοι είναι αυτοί που κρύβονται τόσο καλά πίσω από αυτό; Δεν βρίσκονται ανάμεσά μας; Μήπως είναι τίποτα φαντάσματα;
Αλέξανδρος: Γιατί φαντάσματα; Οι ολιγάρχες της μεταπολίτευσης έχουν κατονομαστεί επανειλημμένα, το γεγονός ότι λεηλάτησαν κυριολεκτικά τον τόπο ως κράτος εν Κράτει έχει περιγραφεί επαρκώς. Λίγο – πολύ γνωστοί είναι και οι μισθοφόροι τους, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, παραγοντίσκοι πάσης φύσεως. Το ντόπιο κατεστημένο περιλαμβάνει ακόμα τα τρωκτικά των κομμάτων εξουσίας, ένας εσμός ευρύτερος από τους βουλευτές, που δρουν σαν υπεργολάβοι της εξουσίας αποσπώντας δουλειές και παχυλές μίζες. Πόσοι και πόσοι δεν φτιάχτηκαν έτσι στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αλλά γιατί μιλάω για όλα αυτά, που δεν με αφορούν πια, σε ενεστώτα χρόνο;
Κρικόρ: Πάντα έλεγες ότι δεν πιστεύεις σε Θεούς και Αγίους. Πράγματι, ποτέ σου δεν πίστεψες ή έπαψες να πιστεύεις από κάποια περίοδο της ζωής σου και μετά;
Αλέξανδρος: Είχα μια φυσική αποδομητική τάση απέναντι στις θρησκείες και τα χαϊμαλιά τους, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ακόμα και στο δημοτικό! Τις θεωρούσα πάντοτε πρωτόγονες συνταγές εξουσίας. Από την άλλη, διατηρούσα βαθιά πίστη στις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου, αν και δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις για την ανθρώπινη φύση. Κατά βάθος, αυτό με κάνει πιο θρησκευόμενο από πάρα πολλούς «πιστούς» κατά συνθήκη.
Κρικόρ: Εκεί που πήγες, συνάντησες το Θεό; Να ελπίζει κανείς ότι μπορεί να τον συναντήσει; Τι λες;
Αλέξανδρος: Δεν είχα τέτοια ελπίδα φεύγοντας. Εκεί που είμαι τώρα, δεν υπάρχει συνείδηση, δεν υπάρχει Εγώ – άρα πώς να υπάρχει Θεός; Αλλά μιλάω προσωπικά. Δεν έχω το δικαίωμα να στερήσω την ελπίδα για μετά θάνατον ζωή από κανέναν άνθρωπο. Θα ήταν απάνθρωπο και, στο κάτω – κάτω αυθαίρετο.
«Διεκδίκησα, για λογαριασμό μου και για όλους, το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια του θανάτου…»
Κρικόρ: Μια ζωή ζητούσες να ισχύσει το αυτονόητο. Μα είναι τελικά τόσο δύσκολο να επιτευχθεί σ’ αυτό τον τόπο το αυτονόητο; Διεκδίκησες το δικαίωμα στο να επιλέγει κανείς να πεθαίνει με αξιοπρέπεια. Λες ότι τα κατάφερες; Δηλαδή τώρα από εκεί που βρίσκεσαι δηλώνεις ικανοποιημένος;
Αλέξανδρος: Διεκδίκησα, για λογαριασμό μου και για όλους, το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια του θανάτου – και κατ’ επέκταση στην αξιοπρέπεια της ζωής. Αυτά δεν αρέσουν στις συστημικές εξουσίες. Με κάτι τέτοια ανοίγει ο ασκός του Αιόλου της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου! Μακάρι να είχα φύγει με τη σιγουριά ότι η περίπτωσή μου ενέπνευσε επαρκώς κάποιες κοινωνικές δυνάμεις και η Πολιτεία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει, υπό όρους προφανώς, το δικαίωμα στην ευθανασία. Αλλά έμαθα να μην υποτιμώ τη δύναμη της κοινωνικής αδράνειας, ιδίως σε μια χώρα σαν την Ελλάδα.
Κρικόρ: Θέλεις να ζητήσεις κάτι, από τον κόσμο ή από τους φίλους σου, που να μπορεί να σου φανεί χρήσιμο έστω και μετά το θάνατό σου;
Αλέξανδρος: Θα ευχόμουν να είχα προλάβει να ιδρύσω ένα φορέα με την επωνυμία «Πολίτες για την αξιοπρέπεια στη ζωή και στο θάνατο», ο οποίος να πίεζε και να πετύχαινε την αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας. Τότε θα αισθανόμουν ότι έφυγα πραγματικά δικαιωμένος.
Κρικόρ: Φίλε μου Αλέξανδρε, πες μου ειλικρινά, νοιώθεις προνομιούχος; Είσαι από τους ελάχιστους ανθρώπους που κατάφερες να δεις πως θα αντιδράσει ο κόσμος με το θάνατό σου, ενώ βρισκόσουν ακόμα εν ζωή. Σου άφησε μια γλυκόπικρη γεύση αυτό το συναίσθημα; Σου μαλάκωσε λίγο τον πόνο, όσο προετοιμαζόσουν γι’ αυτό το ταξίδι;
Αλέξανδρος: Νιώθω προνομιούχος γιατί, με την παρουσίαση του βιβλίου μου, παραβρέθηκα στο ωραιότερο μνημόσυνο που θα μπορούσα να φανταστώ για τον εαυτό μου! Νιώθω προνομιούχος γιατί έφυγα εισπράττοντας πολλή αγάπη, συμπαράσταση και αλληλεγγύη. Νιώθω, τέλος, προνομιούχος γιατί έφυγα σωματικά νέος ακόμη, με όλες τις δημιουργικές ικανότητές μου άθιχτες, απρόσβλητος από πόνο, φθορά, μαρασμό.
Κρικόρ: Θα ήθελα να μου πεις τώρα εκεί που βρίσκεσαι, σου λείπει αυτός ο μάταιος και σκληρός κόσμος;
Αλέξανδρος: Είναι πράγματι σκληρός, και ταυτόχρονα ωραίος. Μάταιος; Για τους πολλούς ναι. Αλλά δεν βρίσκω ματαιότητα σ’ εκείνον που δημιουργεί και ολοκληρώνεται μέσα στη ζωή. Πλην όμως, πόσοι είναι αυτοί; Όχι, εγώ προσωπικά είχα ένα καλό μέρισμα ζωής και δεν μπορώ να πω ότι ο κόσμος σας μου λείπει.
Κρικόρ: Μήπως τελικά έφυγες την ώρα που έπρεπε για να μη δεις τα χειρότερα που ενδεχομένως έρχονται ή μήπως ήσουν από εκείνους που πίστευαν ότι έρχονται καλύτερες μέρες;
Αλέξανδρος: Λοιπόν, έφυγα έχοντας απωλέσει κάθε ελπίδα και, ίσως, κάθε ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Στον ορατό ορίζοντα, δεν έβλεπα άλλη προοπτική από την περαιτέρω φτωχοποίηση, την περαιτέρω οικονομική και κοινωνική αποτελμάτωση. Τι κίνητρο ζωής είχα όταν δεν υπήρχε τίποτε να διεκδικήσεις ή ν’ αντιπαλέψεις; Η αιώνια Ελλάς είναι χαμένη ιστορία – όπως άλλωστε και η Ενωμένη Ευρώπη κατά πάσα πιθανότητα. Με ανακούφιση άφησα πίσω μου τον βάλτο με τα βατράχια των τηλεπαραθύρων. Τα τελευταία χρόνια, ζούσα με το αίσθημα του εσωτερικού μετανάστη, ανήμπορος να συνδιαλλαγώ με την κυρίαρχη μικρόνοια, μικρολογία, μικροπρέπεια. Σαν να μην ανήκα πια κατά βάθος ούτε στον τόπο, ούτε στη γλώσσα μου, ούτε στο επάγγελμά μου. Αυτά τα έχω περιγράψει επακριβώς στην ποιητική μου σύνθεση ΟΔΥΣΣΕΙΑ, που εκδόθηκε 3 μήνες πριν από το «Εγώ κι ο θάνατός μου».
Κρικόρ: Θέλω να κλείσεις αυτή τη συνομιλία μας, όπως εσύ επιθυμείς. Εγώ σε αποχαιρετώ και σου λέω, κάνε υπομονή, θα συναντηθούμε.
Αλέξανδρος: Δεν είμαι φτιαγμένος για πομπώδεις αποχαιρετισμούς. Να ξέρεις μόνο ότι έφυγα με το χαμόγελο στα χείλη, διότι κατάφερα να έχω μια αξιοπρεπή ζωή κι έναν αξιοπρεπή θάνατο.
Αντίο φίλε.
Σ.Σ. Η παραπάνω συνέντευξη είναι ιδιόχειρη και ταχυδρομήθηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Βέλιο, από δημόσια υπηρεσία, στο σπίτι του Κρικόρ Τσακιτζιάν, προκειμένου να καταχωρηθεί ο φάκελος στα επίσημα βιβλία της υπηρεσίας, όπως καταχωρούνται όλες οι εξαγώμενες επιστολές και υπογράφηκε από τον ίδιο, ώστε να μπορεί να βεβαιωθεί η γνησιότητα της επιστολής.
Συνέντευξη: Κρικόρ Τσακιτζιάν