Η ζωή συνεχίζεται, αλλά για τον καθένα από μας σταματά για λίγες στιγμές, όταν κάποιος απ’ τους αγαπημένους μας φεύγει.
Ο Φίλιππος Συρίγος έφυγε - ένας απ’ τους καλύτερους.
Ο Φίλιππος Συρίγος έφυγε - ένας απ’ τους καλύτερους.
Ο Φίλιππος μεγάλωσε στις σκληρές γειτονιές των Αθηνών κι εξ απαλών ονύχων ανακατεύτηκε με τη δημοσιογραφία. Οπου διέπρεψε. Οχι μόνον στο αθλητικό ρεπορτάζ, αλλά σε όλους τους επιμέρους τομείς του επαγγέλματος.
Ηταν ένας «εφημεριδάς». Είχε την ικανότητα να υπαγορεύσει από μνήμης ή τηλεφωνικώς μια ολόκληρη σελίδα, μονοθεματική ή πολυθεματική, τίτλο, φωτογραφία, λεζάντα, υπότιτλους, διάκενα, αριθμό λέξεων, με ακρίβεια «στιγμής»,
σαν να ’χε το στιγμόμετρο στα χέρια και τη σελίδα μπροστά του - για τον Φίλιππο το «στήσιμο», αλλά και το «πνεύμα» μιας σελίδας ήταν όπως η σκακιέρα στο μυαλό του μεγάλου σκακιστή, μια παρτίδα με τη λογική της είδησης, του σχολίου, της ανάλυσης.
Είχε κερδίσει τον σεβασμό «ιερών τεράτων» της δημοσιογραφίας, όπως ο αείμνηστος Κίτσος Τεγόπουλος, ή ο κ. Σεραφείμ Φυντανίδης. Τα τελευταία χρόνια ο Φίλιππος έγραφε στην «Ελευθεροτυπία» πολιτικές αναλύσεις υποδειγματικές για την ανεξάρτητη σκέψη του, παραδείγματα ορθού λόγου - ορισμένες δε μνημειώδεις.
Δύσκολος άνθρωπος, αυστηρός με τη δουλειά μας, δεν δίσταζε να επιστρέψει χειρόγραφα, και για αυτό ενθουσιώδης με ό,τι καλό συναντούσε, υποστηρικτικός και διδακτικός, μάθαινε, με τον τρόπο του, τους νεώτερους τι εστί το δέον. Και μαθαίναμε διότι ήταν δίκαιος. Υποστήριζε με τη στάση του τα λόγια του.
Ηταν άνθρωπος που «έφαγε την αγορά με το κουτάλι». Και για αυτό ήταν σκληρός με τους λύκους - κανείς δεν μπορούσε να τον πιάσει «κορόιδο». Ενώ ταυτοχρόνως ήταν τρυφερός με όσους στα μάτια του είχαν έναν κώδικα τιμής, όχι απαραιτήτως ανάλογον με τον δικόν του, αλλά τέτοιον που να τους κρατά πειθαρχημένους στους στόχους τους.
Ο Φίλιππος ήταν ένας αεί διδασκόμενος πολίτης που απέκτησε βαρύτητα χορταίνοντας τη ζωή. Αγάπησε τις τέχνες έξω από κάθε μόδα, βαθειά συναισθηματικός είχε την ικανότητα να χρησιμοποιεί κυρίως τη λογική του για να υπερασπίζεται το σωστό.
Ενας ντόμπρος εργάτης που έγινε άρχοντας, αρμέγοντας απ’ όσα συνάντησε την ουσία τους. Ηξερε να σταθεί δίπλα σε πρωθυπουργούς, διότι αγαπούσε τον καφετζή της εφημερίδας, επειδή το άξιζε να τον αγαπά. Εφυγε έφηβος, πλήρης μεν απ’ όσα επιχείρησε, αλλά στην αρχή όσων θα μπορούσε να κάνει ακόμα.
Εζησε πλούσια και γεμάτη ζωή από ανθρώπους, γεγονότα και περιπέτειες, το γλέντησε και το χάρηκε. Μαχητής και παλληκάρι, ομορφάντρας, δεν το έβαζε κάτω, ώσπου να βγάλει άκρη με όσα τον απασχολούσαν. Σοφός με τα χρόνια, μετρούσε ο λόγος του, αλλά ταυτοχρόνως εύθυμος με τους φίλους του, με το πείραγμα και το χωρατό στο στόμα, είχε ίσκιο βαρύ, αλλά ο ίδιος ήξερε να τον ελαφραίνει.
Ηταν Σπαρτιάτης στην αγωγή και δωρικός στους τρόπους - ήξερε όμως να διασκεδάζει, να δείχνει την αγάπη του και να απολαμβάνει την αγάπη και τη φιλία των άλλων - πράγματα που τα έβρισκε να είναι ακριβά και δύσκολα. Και για αυτό τα τιμούσε. Ανθρωπος κατ’ εξοχήν ελεύθερος, αξιοπρεπής, που πορεύθηκε με το σπαθί του, συχνά μόνος, γνωρίζοντας να μετράει τις αξίες στα ανθρώπινα.
Εμπαινε στην «Ελευθεροτυπία» και «γέμιζε ο τόπος». Σε μας που ζήσαμε μαζί δεν θα μας λείψει, τέτοιοι άνθρωποι δεν χάνονται, σε σας που με τα γραπτά του σας πληροφόρησε, έτερψε και προβλημάτισε, πάλι δεν θα λείψει, έχει αφήσει πίσω του μαθητές, καλούς μαθητές, απ’ αυτούς που θα είναι πάντα το αλάτι της δημοσιογραφίας.
Ας θυμηθούμε, Φίλιππε, τώρα που φεύγεις, το ήσυχο εκείνο βράδυ στην Επίδαυρο με το φεγγάρι στρατόνι στη θάλασσα και τη σιωπή που καμμιά φορά ακολουθεί ένα καλό τραγούδι του Θάνου με τη φωνή του Μητσιά ή του Μητροπάνου. Σιωπή που μυρίζει μελάνι, χιλιάδες λέξεις γραμμένες, άλλες για το καλό, άλλες που έπιασαν τόπο, άλλες λάθος κι άλλες που τις πήρε ο άνεμος...
Κάθε φορά που φεύγει ένας του είδους σου, αδειάζει και γεμίζει ένα φυλάκιο. Ας έχει τις ευλογίες σου στη βάρδιά του ο επόμενος...
stathis@enikos.gr