Κάθε δύο χρόνια, περισσότεροι από 100.000 επισκέπτες ταξιδεύουν στη μικρή επαρχιακή πόλη Φάρνμπορο της Αγγλίας για να δουν από κοντά τα σύγχρονα επιτεύγματα της αεροναυπηγικής.
Στη φετινή έκθεση, το ενδιαφέρον μονοπώλησαν τα τελευταία μοντέλα μη επανδρωμένων αεροσκαφών, UΑV ή drones, τα ιπτάμενα ρομπότ που, από απλές κατασκοπευτικές συσκευές, εξελίχθηκαν σε ένα αφάνταστα διαδεδομένο όπλο, η παραγωγή του οποίου θεωρείται...
ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος κλάδος της πολεμικής βιομηχανίας.
Το ετήσιο μερίδιο πωλήσεων των drones υπολογίζεται σήμερα σε 6,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Και το ποσό αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί μέσα στην επόμενη δεκαετία. Υπολογίζεται ότι 89 δισεκατομμύρια δολάρια θα δαπανηθούν μέσα σε αυτό το διάστημα σε εκθέσεις οπλικών συστημάτων, όπως αυτές που διοργανώνονται στο Ντουμπάι, τη Σιγκαπούρη και το Παρίσι.
Η τιμή ενός μοντέλου Predator (Αρπακτικό) φτάνει τα 10 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογιστεί το κόστος του σταθμού ελέγχου, ενώ το μοντέλο Reaper (Θεριστής) στοιχίζει τα τριπλάσια. Και τα δύο μοντέλα κατασκευάζονται από την εταιρεία General Atomics στην Καλιφόρνια.
Τα UAV είναι κατασκεύασμα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” και εξελίχθηκαν παράλληλα με αυτόν. Οι αραιοκατοικημένες εκτάσεις του Αφγανιστάν και το Πακιστάν αποτέλεσαν το ιδανικό πεδίο δοκιμών για το νέο όπλο. Επικαλούμενη αξιωματούχους του Πενταγώνου, η εφημερίδα “New York Times” υπολογίζει τα θύματα των drones σε 2.500 την τελευταία δεκαετία.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο βρετανικό δίκτυο BBC, ο πρώην διευθυντής της CIA Μάικλ Χέιντεν έπλεξε το εγκώμιο του όπλου για τον καθοριστικό ρόλο του στην έκβαση του δεκαετούς πολέμου με τα πολλαπλά μέτωπα. “Μια σημαντική μερίδα της ηγεσίας της Αλ Κάιντα εξοντώθηκε” σημειώνει, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να μιλά κανείς για στοχευμένες δολοφονίες, αλλά για πόλεμο και για το “απαράγραπτο δικαίωμα της Αμερικής να υπερασπίζει τον εαυτό της”.
Η ειρωνεία είναι ότι την ώρα που η όλη ρητορική του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” έχει αποσυρθεί μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ, η κυβέρνησή του έχει ανάψει το “πράσινο φως” για τετραπλάσια χτυπήματα με πολεμικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη από ότι ο προκάτοχός του Τζορτζ Μπους.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι πρόκειται για μια προσπάθεια ελαχιστοποίησης των θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, αν προηγουμένως τα drones δεν είχαν ρίξει πυραύλους σε διάφορα σπίτια, σχολεία και τοπικές αγορές που οι μακρινοί χειριστές τους μπέρδεψαν με κάποια βάση της Αλ Κάιντα.
Η χρήση όμως των μη επανδρωμένων πολεμικών αεροσκαφών λύνει τα χέρια της αμερικανικής προεδρίας σε μια σειρά άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν ζήτησε ποτέ την έγκριση του Κογκρέσου για την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο της Λιβύης, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχαν αμερικανικά στρατεύματα στην περιοχή.
Σημείο καμπής στη σκέψη του Αμερικανού προέδρου φαίνεται ότι αποτέλεσε η επιχείρηση εξόντωσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν, την οποία παρακολούθησε μαζί με το επιτελείο του σε απευθείας μετάδοση από αίθουσα επιχειρήσεων του Πενταγώνου. Μιλώντας με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Μαρκ Μπόουντεν, που ετοιμάζει βιβλίο με θέμα την επιχείρηση, ήταν αποκαλυπτικός για την εμπειρία: “Υπάρχει μια απόσταση που σε βάζει στον πειρασμό να σκεφτείς ότι μπορούμε, χωρίς να λερώσουμε τα χέρια μας, να λύσουμε τα πιο δύσκολα προβλήματα ασφαλείας”.
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της “New York Times”, η αμερικανική κυβέρνηση εξετάζει τώρα την επέκταση του προγράμματος πέρα από τα στενά όρια του πολέμου κατά της Αλ Κάιντα. Όπως σημειώνεται στο άρθρο, ο Αμερικανός πρόεδρος και οι σύμβουλοί του “συζητούν για το αν οι τηλεκατευθυνόμενοι φόνοι θα πρέπει να αποτελούν το έσχατο μέσο για να αντιμετωπιστούν άμεσες απειλές για τις ΗΠΑ ή ένα πιο ευέλικτο εργαλείο που θα βοηθά συμμαχικές κυβερνήσεις να επιτεθούν στους εχθρούς τους ή να αποτρέψουν τον έλεγχο περιοχών από μαχητές τους”.
Οι πρώτοι που δοκίμασαν το νέο δόγμα ήταν οι κάτοικοι της Γάζας, που, χωρίς να συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τα ηγετικά κλιμάκια της Αλ Κάιντα, βρέθηκαν στη λάθος πλευρά των συμμαχικών δυνάμεων. Με την επέκταση του προγράμματος, η λίστα των πιθανών στόχων θα μπορούσε πολύ σύντομα να περιλαμβάνει αντάρτες που αντιμάχονται κάποια συμμαχική κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Και φυσικά η χρήση τους σε παρόμοιες συγκρούσεις “χαμηλής έντασης” σε όλο τον κόσμο θα μπορούσε να διαδοθεί ακόμη περισσότερο, αφού πολεμικά UAV δεν διαθέτουν μόνο οι ΗΠΑ αλλά και το Ισραήλ, η Βρετανία και η Ιταλία, ενώ τα δικά τους μοντέλα αναπτύσσουν η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, η Γερμανία και το Ιράν.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι όμως η λογική κατάληξη της τεχνολογίας με δεδομένο ότι η εμπλοκή του πιλότου-χειριστή ελαχιστοποιείται σταδιακά όσο η τεχνολογία ωριμάζει. Τα drones αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αυτονομία, εφοδιασμένα πια με πολύπλοκα προγράμματα που προετοιμάζουν τις αντιδράσεις τους σε μια σειρά ενδεχόμενα.
Η αμυντική βιομηχανία προσπαθεί να απαλλάξει τα συστήματα από τον χειριστή τους όχι επειδή σαγηνεύτηκε από την επιστημονική φαντασία, αλλά για έναν απλούστατο λόγο: τα drones τηλεκατευθύνονται μέσα από συχνότητες ασυρμάτου και ως γνωστόν στον σύγχρονο πόλεμο αυτές μπορούν να μπλοκαριστούν αρκετά εύκολα.
Είναι θέμα χρόνου επομένως μέχρι οι ιπτάμενες πολεμικές μηχανές να απελευθερωθούν και από το τελευταίο ίχνος ανθρώπινης συνείδησης.
Στη φετινή έκθεση, το ενδιαφέρον μονοπώλησαν τα τελευταία μοντέλα μη επανδρωμένων αεροσκαφών, UΑV ή drones, τα ιπτάμενα ρομπότ που, από απλές κατασκοπευτικές συσκευές, εξελίχθηκαν σε ένα αφάνταστα διαδεδομένο όπλο, η παραγωγή του οποίου θεωρείται...
ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος κλάδος της πολεμικής βιομηχανίας.
Το ετήσιο μερίδιο πωλήσεων των drones υπολογίζεται σήμερα σε 6,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Και το ποσό αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί μέσα στην επόμενη δεκαετία. Υπολογίζεται ότι 89 δισεκατομμύρια δολάρια θα δαπανηθούν μέσα σε αυτό το διάστημα σε εκθέσεις οπλικών συστημάτων, όπως αυτές που διοργανώνονται στο Ντουμπάι, τη Σιγκαπούρη και το Παρίσι.
Η τιμή ενός μοντέλου Predator (Αρπακτικό) φτάνει τα 10 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογιστεί το κόστος του σταθμού ελέγχου, ενώ το μοντέλο Reaper (Θεριστής) στοιχίζει τα τριπλάσια. Και τα δύο μοντέλα κατασκευάζονται από την εταιρεία General Atomics στην Καλιφόρνια.
Τα UAV είναι κατασκεύασμα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” και εξελίχθηκαν παράλληλα με αυτόν. Οι αραιοκατοικημένες εκτάσεις του Αφγανιστάν και το Πακιστάν αποτέλεσαν το ιδανικό πεδίο δοκιμών για το νέο όπλο. Επικαλούμενη αξιωματούχους του Πενταγώνου, η εφημερίδα “New York Times” υπολογίζει τα θύματα των drones σε 2.500 την τελευταία δεκαετία.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο βρετανικό δίκτυο BBC, ο πρώην διευθυντής της CIA Μάικλ Χέιντεν έπλεξε το εγκώμιο του όπλου για τον καθοριστικό ρόλο του στην έκβαση του δεκαετούς πολέμου με τα πολλαπλά μέτωπα. “Μια σημαντική μερίδα της ηγεσίας της Αλ Κάιντα εξοντώθηκε” σημειώνει, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να μιλά κανείς για στοχευμένες δολοφονίες, αλλά για πόλεμο και για το “απαράγραπτο δικαίωμα της Αμερικής να υπερασπίζει τον εαυτό της”.
Η ειρωνεία είναι ότι την ώρα που η όλη ρητορική του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” έχει αποσυρθεί μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ, η κυβέρνησή του έχει ανάψει το “πράσινο φως” για τετραπλάσια χτυπήματα με πολεμικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη από ότι ο προκάτοχός του Τζορτζ Μπους.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι πρόκειται για μια προσπάθεια ελαχιστοποίησης των θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, αν προηγουμένως τα drones δεν είχαν ρίξει πυραύλους σε διάφορα σπίτια, σχολεία και τοπικές αγορές που οι μακρινοί χειριστές τους μπέρδεψαν με κάποια βάση της Αλ Κάιντα.
Η χρήση όμως των μη επανδρωμένων πολεμικών αεροσκαφών λύνει τα χέρια της αμερικανικής προεδρίας σε μια σειρά άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν ζήτησε ποτέ την έγκριση του Κογκρέσου για την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο της Λιβύης, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχαν αμερικανικά στρατεύματα στην περιοχή.
Σημείο καμπής στη σκέψη του Αμερικανού προέδρου φαίνεται ότι αποτέλεσε η επιχείρηση εξόντωσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν, την οποία παρακολούθησε μαζί με το επιτελείο του σε απευθείας μετάδοση από αίθουσα επιχειρήσεων του Πενταγώνου. Μιλώντας με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Μαρκ Μπόουντεν, που ετοιμάζει βιβλίο με θέμα την επιχείρηση, ήταν αποκαλυπτικός για την εμπειρία: “Υπάρχει μια απόσταση που σε βάζει στον πειρασμό να σκεφτείς ότι μπορούμε, χωρίς να λερώσουμε τα χέρια μας, να λύσουμε τα πιο δύσκολα προβλήματα ασφαλείας”.
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της “New York Times”, η αμερικανική κυβέρνηση εξετάζει τώρα την επέκταση του προγράμματος πέρα από τα στενά όρια του πολέμου κατά της Αλ Κάιντα. Όπως σημειώνεται στο άρθρο, ο Αμερικανός πρόεδρος και οι σύμβουλοί του “συζητούν για το αν οι τηλεκατευθυνόμενοι φόνοι θα πρέπει να αποτελούν το έσχατο μέσο για να αντιμετωπιστούν άμεσες απειλές για τις ΗΠΑ ή ένα πιο ευέλικτο εργαλείο που θα βοηθά συμμαχικές κυβερνήσεις να επιτεθούν στους εχθρούς τους ή να αποτρέψουν τον έλεγχο περιοχών από μαχητές τους”.
Οι πρώτοι που δοκίμασαν το νέο δόγμα ήταν οι κάτοικοι της Γάζας, που, χωρίς να συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τα ηγετικά κλιμάκια της Αλ Κάιντα, βρέθηκαν στη λάθος πλευρά των συμμαχικών δυνάμεων. Με την επέκταση του προγράμματος, η λίστα των πιθανών στόχων θα μπορούσε πολύ σύντομα να περιλαμβάνει αντάρτες που αντιμάχονται κάποια συμμαχική κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Και φυσικά η χρήση τους σε παρόμοιες συγκρούσεις “χαμηλής έντασης” σε όλο τον κόσμο θα μπορούσε να διαδοθεί ακόμη περισσότερο, αφού πολεμικά UAV δεν διαθέτουν μόνο οι ΗΠΑ αλλά και το Ισραήλ, η Βρετανία και η Ιταλία, ενώ τα δικά τους μοντέλα αναπτύσσουν η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, η Γερμανία και το Ιράν.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι όμως η λογική κατάληξη της τεχνολογίας με δεδομένο ότι η εμπλοκή του πιλότου-χειριστή ελαχιστοποιείται σταδιακά όσο η τεχνολογία ωριμάζει. Τα drones αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αυτονομία, εφοδιασμένα πια με πολύπλοκα προγράμματα που προετοιμάζουν τις αντιδράσεις τους σε μια σειρά ενδεχόμενα.
Η αμυντική βιομηχανία προσπαθεί να απαλλάξει τα συστήματα από τον χειριστή τους όχι επειδή σαγηνεύτηκε από την επιστημονική φαντασία, αλλά για έναν απλούστατο λόγο: τα drones τηλεκατευθύνονται μέσα από συχνότητες ασυρμάτου και ως γνωστόν στον σύγχρονο πόλεμο αυτές μπορούν να μπλοκαριστούν αρκετά εύκολα.
Είναι θέμα χρόνου επομένως μέχρι οι ιπτάμενες πολεμικές μηχανές να απελευθερωθούν και από το τελευταίο ίχνος ανθρώπινης συνείδησης.