ΛΕΝΕ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΚΕΘΕ...
«Το αντιρρυπαντικό φράγμα, από τότε που βυθίστηκε το κρουαζιερόπλοιο Sea Diamond, το 2007, στη θάλασσα της Καλντέρας στη Σαντορίνη, είναι απολύτως αξιόπιστο και αποτελεσματικό, ενώ δεν έχει μεταβληθεί ο αρχικός του σχεδιασμός και αυτό φαίνεται και από τις μετρήσεις του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών)...
στην περιοχή, καθώς έως σήμερα δεν έχει απαιτηθεί ποτέ να καθαριστούν οι ακτές του νησιού».
Αυτό υποστηρίζει ο ωκεανογράφος δρ Βασίλης Μαμαλούκας, υπεύθυνος της "Τεχνικής Προστασίας του Περιβάλλοντος", απαντώντας σε ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα Θηραίων Πολιτών, που ισχυρίζεται ότι το υπάρχον πλωτό φράγμα, δεν είναι ικανό να περισυλλέξει όλους τους τοξικούς ρύπους από τη θαλάσσια περιοχή, λόγω του βάθους του ναυαγίου, με αποτέλεσμα να διασκορπίζονται κατά καιρούς σε διάφορες κατευθύνσεις μέσα στη θάλασσα.
Ο εκπρόσωπος της εταιρείας, στην οποία είχε ανατεθεί η λήψη μέτρων αντιμετώπισης επιφανειακής ρύπανσης στο σημείο του ναυαγίου, από τη διαχειρίστρια εταιρεία και την ασφαλιστική εταιρεία του Sea Diamond, αναφέρει ότι η ποσότητα ουσιών που εκλύονται –δημιουργώντας γυαλάδα- είναι μηδαμινή και αμελητέα και η συλλογή της, γίνεται μόνο με μικρό σκάφος, από προσωπικό που βρίσκεται μόνιμα στο νησί. Σημειώνει δε ότι το αντιρρυπαντικό σκάφος "ΑΚΤΑΙΑ" είναι μόνιμα στο λιμάνι της Σαντορίνης και βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή, στην περίπτωση που γίνει κάποιο έκτακτο γεγονός και σημειωθεί κάποια σημαντική διαρροή. Ωστόσο, προσθέτει, αυτό δεν έχει συμβεί από τότε που έχει γίνει το ναυάγιο, καθώς παρατηρείται μία πτωτική τάση στην έκλυση ουσιών.
Ο κ. Μαμαλούκας επισημαίνει ότι τον Ιούνιο του 2009 το αντιρρυπαντικό φράγμα είχε διαπλασιαστεί, προκειμένου να μπορέσει να μπει τα πλοίο Voss Satisfaction -που είχε ναυλωθεί από την εταιρεία Dronic-, ώστε να γίνει η απάντληση των καυσίμων του πλοίου και στη συνέχεια η έκτασηή του φράγματος μειώθηκε.
Σύμφωνα με την εταιρεία "Τεχνική Προστασία Περιβάλλοντος", η διάμετρος του φράγματος στην επιφάνεια είναι περίπου 500 μέτρα και εκτείνεται σε βάθος περίπου 1 μέτρο και 20 εκατοστά. Τονίζεται επίσης ότι η έκλυση μικρής ουσίας γίνεται από ένα και μοναδικό σημείο στην πλώρη του πλοίου, ενώ η εταιρεία δεν έχει χρειαστεί να προβεί σε περισυλλογή πετρελαιοειδών εκτός φράγματος.
Στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρχουν συνέπειες από το ναυάγιο στη θαλάσσια περιοχή της Καλντέρας, ο υπεύθυνος προγράμματος του ΕΛΚΕΘΕ, χημικός ωκεανογράφος δρ Ιωάννης Χατζηανέστης, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί με αόριστη εκτίμηση, καθώς για να γίνει μία σωστή πρόβλεψη θα πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη έρευνα και μεθοδολογία, που είχε προταθεί παλαιότερα στο υπουργείο Ναυτιλίας. «Το πλοίο περιέχει ρυπογόνα φορτία που διαχέονται όμως στη θάλασσα με βραδείς ρυθμούς και δεν φαίνεται να υπάρχουν ορατές επιπτώσεις στο οικοσύστημα και τους θαλάσσιους οργανισμούς της περιοχής», προσέθεσε ο κ. Χατζηανέστης και χαρακτήρισε αβάσιμους του ισχυρισμούς της Συντονιστικής Επιτροπής Θηραίων πολιτών ότι το ΕΛΚΕΘΕ πληρώνεται από την πλοιοκτήτρια εταιρεία και είναι παράλληλα επιστημονικός και τεχνικός σύμβουλος του υπουργείου Ναυτιλίας.
Το ΕΛΚΕΘΕ, τονίζει, σύμφωνα με τα προεδρικά διατάγματα 55/98 και 11/2002, ορίστηκε από το υπουργείο Ναυτιλίας από την ημέρα του ναυαγίου να παρακολουθεί το θαλάσσιο περιβάλλον της περιοχής και το κόστος των ερευνών και των μετρήσεων επιβαρύνει την πλοιοκτήτρια εταιρεία.
Σύμφωνα με τα γενικά συμπεράσματα της τελευταίας έκθεσης του ΕΛΚΕΘΕ, από τις μετρήσεις στην περιοχή του ναυαγίου, που καλύπτουν τη χρονική περίοδο των πέντε ετών από το ατύχημα, οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα είναι σε γενικές γραμμές αμελητέες. Όπως τονίζεται, παρόλο που το βυθισμένο κρουαζιερόπλοιο περιέχει ρυπογόνα φορτία, που έστω και με αργούς ρυθμούς απελευθερώνονται στο θαλάσσιο περιβάλλον, τα αποτελέσματα των μετρήσεων δείχνουν ότι μέχρι στιγμής δεν έχει επηρεαστεί η ποιότητά του. Αναφέρεται επίσης ότι οι συγκεντρώσεις όλων των ρυπογόνων στοιχείων στο θαλασσινό νερό και στα ιζήματα παραμένουν μικρές και φυσιολογικές, και οι βιοκοινωνίες των θαλάσσιων οργανισμών παραμένουν υγιέστατες.
Σημειώνεται ότι στο σημείο του ναυαγίου τοποθετήθηκε πρόσφατα τηλεμετρικός σταθμός μετά από συμφωνία της πλοιοκτήτριας εταιρείας με το υπουργείο Περιβάλλοντος και σε συνεργασία με το Λιμενικό Ταμείο Θήρας. Σύμφωνα με την πλοιοκτήτρια εταιρεία του Sea Diamond έχουν τοποθετηθεί κάμερες υπερύθρων για ανίχνευση πετρελαιοειδών στην περιοχή και οι εικόνες μεταδίδονται ασύρματα στο Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Θήρας, στην πλοιοκτήτρια εταιρεία και στους αρμόδιους φορείς.
«Το αντιρρυπαντικό φράγμα, από τότε που βυθίστηκε το κρουαζιερόπλοιο Sea Diamond, το 2007, στη θάλασσα της Καλντέρας στη Σαντορίνη, είναι απολύτως αξιόπιστο και αποτελεσματικό, ενώ δεν έχει μεταβληθεί ο αρχικός του σχεδιασμός και αυτό φαίνεται και από τις μετρήσεις του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών)...
στην περιοχή, καθώς έως σήμερα δεν έχει απαιτηθεί ποτέ να καθαριστούν οι ακτές του νησιού».
Αυτό υποστηρίζει ο ωκεανογράφος δρ Βασίλης Μαμαλούκας, υπεύθυνος της "Τεχνικής Προστασίας του Περιβάλλοντος", απαντώντας σε ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα Θηραίων Πολιτών, που ισχυρίζεται ότι το υπάρχον πλωτό φράγμα, δεν είναι ικανό να περισυλλέξει όλους τους τοξικούς ρύπους από τη θαλάσσια περιοχή, λόγω του βάθους του ναυαγίου, με αποτέλεσμα να διασκορπίζονται κατά καιρούς σε διάφορες κατευθύνσεις μέσα στη θάλασσα.
Ο εκπρόσωπος της εταιρείας, στην οποία είχε ανατεθεί η λήψη μέτρων αντιμετώπισης επιφανειακής ρύπανσης στο σημείο του ναυαγίου, από τη διαχειρίστρια εταιρεία και την ασφαλιστική εταιρεία του Sea Diamond, αναφέρει ότι η ποσότητα ουσιών που εκλύονται –δημιουργώντας γυαλάδα- είναι μηδαμινή και αμελητέα και η συλλογή της, γίνεται μόνο με μικρό σκάφος, από προσωπικό που βρίσκεται μόνιμα στο νησί. Σημειώνει δε ότι το αντιρρυπαντικό σκάφος "ΑΚΤΑΙΑ" είναι μόνιμα στο λιμάνι της Σαντορίνης και βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή, στην περίπτωση που γίνει κάποιο έκτακτο γεγονός και σημειωθεί κάποια σημαντική διαρροή. Ωστόσο, προσθέτει, αυτό δεν έχει συμβεί από τότε που έχει γίνει το ναυάγιο, καθώς παρατηρείται μία πτωτική τάση στην έκλυση ουσιών.
Ο κ. Μαμαλούκας επισημαίνει ότι τον Ιούνιο του 2009 το αντιρρυπαντικό φράγμα είχε διαπλασιαστεί, προκειμένου να μπορέσει να μπει τα πλοίο Voss Satisfaction -που είχε ναυλωθεί από την εταιρεία Dronic-, ώστε να γίνει η απάντληση των καυσίμων του πλοίου και στη συνέχεια η έκτασηή του φράγματος μειώθηκε.
Σύμφωνα με την εταιρεία "Τεχνική Προστασία Περιβάλλοντος", η διάμετρος του φράγματος στην επιφάνεια είναι περίπου 500 μέτρα και εκτείνεται σε βάθος περίπου 1 μέτρο και 20 εκατοστά. Τονίζεται επίσης ότι η έκλυση μικρής ουσίας γίνεται από ένα και μοναδικό σημείο στην πλώρη του πλοίου, ενώ η εταιρεία δεν έχει χρειαστεί να προβεί σε περισυλλογή πετρελαιοειδών εκτός φράγματος.
Στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρχουν συνέπειες από το ναυάγιο στη θαλάσσια περιοχή της Καλντέρας, ο υπεύθυνος προγράμματος του ΕΛΚΕΘΕ, χημικός ωκεανογράφος δρ Ιωάννης Χατζηανέστης, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί με αόριστη εκτίμηση, καθώς για να γίνει μία σωστή πρόβλεψη θα πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη έρευνα και μεθοδολογία, που είχε προταθεί παλαιότερα στο υπουργείο Ναυτιλίας. «Το πλοίο περιέχει ρυπογόνα φορτία που διαχέονται όμως στη θάλασσα με βραδείς ρυθμούς και δεν φαίνεται να υπάρχουν ορατές επιπτώσεις στο οικοσύστημα και τους θαλάσσιους οργανισμούς της περιοχής», προσέθεσε ο κ. Χατζηανέστης και χαρακτήρισε αβάσιμους του ισχυρισμούς της Συντονιστικής Επιτροπής Θηραίων πολιτών ότι το ΕΛΚΕΘΕ πληρώνεται από την πλοιοκτήτρια εταιρεία και είναι παράλληλα επιστημονικός και τεχνικός σύμβουλος του υπουργείου Ναυτιλίας.
Το ΕΛΚΕΘΕ, τονίζει, σύμφωνα με τα προεδρικά διατάγματα 55/98 και 11/2002, ορίστηκε από το υπουργείο Ναυτιλίας από την ημέρα του ναυαγίου να παρακολουθεί το θαλάσσιο περιβάλλον της περιοχής και το κόστος των ερευνών και των μετρήσεων επιβαρύνει την πλοιοκτήτρια εταιρεία.
Σύμφωνα με τα γενικά συμπεράσματα της τελευταίας έκθεσης του ΕΛΚΕΘΕ, από τις μετρήσεις στην περιοχή του ναυαγίου, που καλύπτουν τη χρονική περίοδο των πέντε ετών από το ατύχημα, οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα είναι σε γενικές γραμμές αμελητέες. Όπως τονίζεται, παρόλο που το βυθισμένο κρουαζιερόπλοιο περιέχει ρυπογόνα φορτία, που έστω και με αργούς ρυθμούς απελευθερώνονται στο θαλάσσιο περιβάλλον, τα αποτελέσματα των μετρήσεων δείχνουν ότι μέχρι στιγμής δεν έχει επηρεαστεί η ποιότητά του. Αναφέρεται επίσης ότι οι συγκεντρώσεις όλων των ρυπογόνων στοιχείων στο θαλασσινό νερό και στα ιζήματα παραμένουν μικρές και φυσιολογικές, και οι βιοκοινωνίες των θαλάσσιων οργανισμών παραμένουν υγιέστατες.
Σημειώνεται ότι στο σημείο του ναυαγίου τοποθετήθηκε πρόσφατα τηλεμετρικός σταθμός μετά από συμφωνία της πλοιοκτήτριας εταιρείας με το υπουργείο Περιβάλλοντος και σε συνεργασία με το Λιμενικό Ταμείο Θήρας. Σύμφωνα με την πλοιοκτήτρια εταιρεία του Sea Diamond έχουν τοποθετηθεί κάμερες υπερύθρων για ανίχνευση πετρελαιοειδών στην περιοχή και οι εικόνες μεταδίδονται ασύρματα στο Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Θήρας, στην πλοιοκτήτρια εταιρεία και στους αρμόδιους φορείς.