Όταν οι Έλληνες ήταν μικροπωλητές και τους κυνηγούσε η αμερικάνικη έφιππη αστυνομία...
«Θα
τον ίδετε παντού τον Έλληνα μετανάστην. Θα τον συναντήσετε εις πάσαν
λεωφόρον, εις πάσαν οδόν, εις πάσαν σχεδόν γωνίαν στιλβώνοντα υποδήματα,
πωλούντα άνθη, ψήνοντα κάστανα ή οδηγούμενον υπό του αστυφύλακος εις
την αστυνομίαν τη συνοδεία αλαλαζόντων χαμινίων.
Ο Έλλην μετανάστης και
μικρέμπορος ο διημερεύων και
διανυκτερεύων εν υπαίθρω, αποτελεί εντελώς ξεχωριστήν φυσιογνωμίαν εις
την απέραντον κοσμόπολιν.
Εάν δεν επρόφθασε να εξαμερικανισθή ακόμη
εξωτερικώς...
«Ενίοτε, οσάκις μελαγχολικός θελήσετε να σταματήσετε και περιεργασθήτε τα ατυχή αυτά θύματα του εκπατρισμού ατυχεστέρας πατρίδος, ήτις δεν ηδυνήθη να τα συγκρατήση εις τους κόλπους της, αντιλαμβάνεσθε, πανικόν ενσκήπτοντα αιφνιδίως εις τας τάξεις των και βλέπετε καροτσάκια και εμπορεύματα εξαφανιζόμενα εν ριπή οφθαλμού, ανατρεπόμενα, θραυόμενα ως υπό την επηρείαν ενσκήψαντος τυφώνος.
Είναι ο έφιππος αστυνόμος με την
ροδοκόκκινον και επιβλητικήν μορφήν, τα κίτρινα γαλόνια, τα τόσον ωραία
αρμοζόμενα εις την κυανήν στολήν του, τα άσπρα γάντια και τον υπερήφανον
καστανόχρουν ίππον, όστις αντιληφθείς αυτούς εκ της γωνίας σπεύδει προς
καταδίωξιν των.
Οι Έλληνες μικρέμποροι, ως τα καταδιωκόμενα πτηνά υπό
αρπακτικού ορνέου, διασκορπίζονται περιδεείς προς όλα τα σημεία του
ορίζοντος, παρασύροντες εν τη ορμή των τους διαβάτας, προσκρούοντες επί
των γωνιών, κτυπώντες επί των σιδηρών κιγκλιδωμάτων και προκαλούντες την
αγανάκτησιν του πλήθους».
Ν. Γκόρτζης, «Σελίδες ημερολογίου», περιοδικό «Μελέτη», Δεκέμβριος 1910.