ena tsipouraki
Χρόνια σε περίμενα και να τελικά, που βρήκες πληρωμένους εφιάλτες μέσα στο ίδιο μου το σπίτι !
Έλα
να τα πάρεις όλα. Και για όσα πάλεψαν οι πρόγονοί μου και για τα δύο
μέτρα κήπο που μου άφησαν οι παππούδες μου. Έλα να πάρεις και τα
μεροκάματα, τα σκληρά, αυτά που έβαζα στην άκρη για μια ώρα δύσκολη,
εκείνη της αρρώστιας ή του θάνατου.
Έλα
να τα πάρεις όλα. Πάρε και τον ήλιο που τόσο τον γουστάρεις, για να
λιάζουν οι χλεμπονιάρηδες δικοί σου τα κορμιά τους, αποκτώντας το
μεσογειακό χρώμα που τόσο επιθυμούν και τόσο απεχθάνονται....
Πάρε
ρε, και τις θάλασσές μου να εξάγεις πετρέλαια και αέριο, και τα ποτάμια
μου να παράγεις ενέργεια φθηνή, και τον ήλιο μου ρε κάθαρμα, μόνο για
την πάρτη σου. Πάρε και το γάλα των προβάτων μας, τα στάρια από τους
κάμπους μας, τα χρυσάφια απ' της ευλογημένης γής μας τα σωθικά, τα νερά
απ' τα ποτάμια μας, τα λιμάνια από τις πόλεις μας...
Το ξέρω που το πας, άτιμε!
Το
πας εκεί που πάντα ήθελες να το φθάσεις. Να καταντήσεις έναν λαό
υπηρέτη. Να βλέπω απελπισμένες μεσόκοπες να βγάζουν πιά μεροκάματο σε
μπουρδέλα παραπήγματα, ενώ οι πιο νέες να φεύγουν καραβιές για τα διεθνή
καλογυαλισμένα πορνεία σου. Να βλέπω γέρους χωρίς φάρμακα ή να
πεθαίνουν από αφόρητο κρύο κλεισμένοι μέσα στα 20 τετραγωνικά, λίγο πριν
τους τα πάρεις κι αυτά ή από ασφυξία όταν θα τους κλείνεις τον διακόπτη
από την συσκευή οξυγόνου λόγω ληξιπρόθεσμων λογαριασμών.
Να
βλέπω 50ρηδες σε απόγνωση , 40ρηδες στις ουρές ανεργίας και 20ρηδες να
λένε την ξενιτειά πατρίδα τους. Να βλέπω μαθητούδια ρε, 10χρονα να
λιποθυμάνε απ΄την πείνα στα σχολειά! Να βλέπω ανάπηρους χωρίς βοήθημα ρε
τομάρι και μανάδες στη ζητιανιά και τη γύρα του σκουπιδοτενεκέ!
Να
βλέπω τα παιδιά ως μελλοντικούς σκλάβους της Φάρμας των Ανθρώπων που
χρόνια στήνεις και τώρα θα εγκαινιάσεις εδώ ακριβώς που ξεκίνησε ο
Ανθρωπισμός.
Βλέπω που το πας βρωμιάρη!
Δεν
θα ρίξεις απλά το μεροκάματο στο 1 ευρώ την ημέρα για 18 ώρες δουλειάς.
Θα μας κάνεις να χαιρόμαστε που ζούμε κι ας μην παίρνουμε ούτε το 1
ευρώ. Φτιάχνεις το νέο Νταχάου και αυτό θα είναι η ίδια μου η χώρα. Τα
Νταχάου ποτέ δεν κλείνουν, απλά αναστέλλουν τις εργασίες τους, έτσι δεν
είναι λουκανικο-θρεμμένε μου; Έτσι δεν είναι χλεμπονιάρη που όταν
βλέπεις ήλιο για καμιά ωρα, κάνεις πάρτυ στο μπαλκόνι σου;
Έφτασε,
για άλλη μια φορά στην ιστορία μας η ώρα, να μπουν μπροστά οι μηχανές
αυτού του τεράστιου κρεματόριου, που θα έχει για οροφή τον ουρανό που
λατρέψαμε και για πάτωμα, το χώμα που μας έθρεψε.
Έλα
ρε άτιμε, έλα ρε κάθαρμα, πισώπλατα αυτή την φορά γιατί την προηγούμενη
που ήρθες, είχες τουλάχιστον τα κότσια να μου υψώσεις κατάμουτρα το
όπλο και να μου πεις να σκύψω.
Και είχα
την επιλογή ή να σκύψω ή να πάρω τα βουνά. Τώρα όμως μούχεις κλέψει και
τα βουνά.
Μου μένει λοιπόν να σκύψω χωρίς τον φόβο της σφαίρας που θα
έβγαινε από το προτεταμένο σου όπλο. Είναι τρελό να παραδίνομαι χωρίς να
έχω πάρει εντολή για αυτό. Είναι τρελό να φοβάμαι μια σφαίρα που δεν
υπάρχει. Είναι απίστευτο πόσους νταβατζήδες, προδότες και δωσίλογους σου
έχω προμηθεύσει τα τελευταία 30 χρόνια!
Πώς γίνεται λοιπόν, να βλέπω μπροστά μου ένα όπλο που δεν υπάρχει;
Άτιμε
χτικιάρη, τα όπλα σου αυτή την φορά δεν έχουν κάνη, ούτε σκανδάλη,
είναι ζωντανά! Τα λάδωνες δεκαετίες ολόκληρες, τα χαρτζιλίκωνες και
έχουν τις φάτσες όλων αυτών των καθαρμάτων, πολιτικών σκουπιδιών και
υπανθρώπων, που βγάζουν ακόμα λόγους, που εξακολουθούν και φτιάχνουν
κόμματα και παρακόμματα, που σφάζονται μπροστά στην κάμερα ενώ πίσω από
αυτή στήνουν το σχέδιο για το πλιάτσικο που έχει ξεκινήσει. Για τη
ληστεία! Και όλα αυτά για να με σώσετε παλιοτόμαρα! Έτσι;;;
Α,
ρε άτιμε. Για αυτό το λόγο πέταγες ξεροκόμματα στα κομματόσκυλα της
πατρίδας μου. Για τη στιγμή που θα τους έδινες την εντολή να κάνουν
επίθεση πισώπλατα στον ίδιο λαό που τους έδινε τις ελπίδες του μέσα από
ένα σταυρωμένο κωλόχαρτο. Για χρόνια! Για να κλέβουν, να ρημάζουν, να
βολεύουν, να πλουτίζουν αισχρά και δολοφονικά, να φτιάχνουν οικογένειες
ανεπάγγελτων κοπρόσκυλων.
Και όλα αυτά από τι; Από το αίμα, τον ιδρώτα και το θάνατό μας...
Έλα,
ρε μπούλη του Βορρά, έλα μαζί με τους λακέδες σου, τους δικούς μου, που
τους ξέρω πιά... έλα να με συμμορφώσεις, να με κάνεις ευρωπαϊκό είδος,
να φτιάχνομαι με Μότσαρτ και όχι να κλαίω όταν ακούω μπουζούκι και
κλαρίνο.
Να νιώθω «πολιτισμένος» με
προθήκες Μουσείων και όχι με τους σπαρμένους κίονες στα χωράφια μας, που
κράτησαν όλον τον δήθεν πολιτισμό σου. Έλα να σε πάω τελευταία βόλτα
στα πατρικά μας, να μυρίσεις την καμμένη πέτρα των σπιτιών, από το
πέρασμα και τον πολιτισμό των δικών σου προγόνων...
Ελάτε
ρε, κοπιάστε, να με κάνετε άνθρωπο, εμένα, τον γύφτο του Νότου. Ελάτε,
για να δω αν τελικά έχει μείνει ίχνος Ελλάδας μέσα μου.
Τώρα πιά να είστε σίγουροι, σας περιμένω...
Ελάτε
ρε, για να μου αποδείξετε αν το μαχαίρι του παππού μου είχε τα
αποτελέσματα που μου περιέγραφε, ή ήταν ένα παραμύθι για να κάνω όνειρα
κόκκινα...