H έλλειψη ανταγωνισμού και η ακριβή πρώτη ύλη (αγελαδινό
γάλα) είναι οι δύο βασικές αιτίες που η χώρα μας φιγουράρει πρώτη στη
λίστα ακρίβειας με τα γαλακτοκομικά προϊόντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Ελληνας καταναλωτής είναι καταδικασμένος να πίνει ακριβό γάλα, καθώς τόσο οι γαλακτοβιομηχανίες, όσο και οι παραγωγοί αδυνατούν (;) να ρίξουν τα κοστολόγιά τους.
Ένα λίτρο φρέσκο γάλα με 3,5% λιπαρά πωλείται στην Ελλάδα έως 1,40 ευρώ για τα επώνυμα προϊόντα – τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι σαφώς φθηνότερα – όταν σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης...
η τιμή κυμαίνεται από έως 0,90 λεπτά το λίτρο.
Όσες γαλακτοβιομηχανίες επιχείρησαν να μειώσουν τις τιμές βούλιαξαν τις ζημιές. Έτσι, προχωρούν σε ανατιμήσεις γιατί αντιμετωπίζουν με τη σειρά τους αυξημένα κόστη, όπως οι τιμές πρώτης ύλης, η υψηλή φορολογία, τα μεταφορικά έξοδα αφού οι μονάδες επεξεργασίας είναι απομακρυσμένες από τις ζώνες γάλακτος και οι επιστροφές από τα σούπερ-μάρκετ. Και πάλι όμως το «καπέλο» με το οποίο φθάνει το γάλα στον καταναλωτή δεν δικαιολογείται σε σχέση με τις τιμές του νωπού γάλακτος στην Ε.Ε.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι αν «σπάσει» ο προστατευτισμός της ελληνικής νομοθεσίας που οριοθετεί τη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος στις πέντε ημέρες και προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα όπου το φρέσκο γάλα έχει διάρκεια ζωής από 5-9 ημέρες, ενδεχομένως να μειωθούν οι επιστροφές από τα σούπερμάρκετ και να πέσουν οι τιμές.
Από την άλλη, θα είναι ορατός ο κίνδυνος για τις ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες να αυξηθούν οι εισαγωγές, στον περιορισμό των οποίων συμβάλει η παραπάνω νομοθεσία. Τότε πραγματικά θα βλέπαμε διαφορές στην τιμή όπως συμβαίνει με τα γάλατα μακράς διαρκείας.
Η πηγή του κακού στην Ελλάδα είναι η ακριβή τιμή με την οποία προμηθεύονται οι γαλακτοβιομηχανίες την πρώτη ύλη από τους παραγωγούς. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, το κόστος αγοράς για ένα λίτρο γάλα προς επεξεργασία στην Ελλάδα αυξήθηκε το 2012 κατά 41% σε σχέση με το μέσο όρο στην Ευρώπη. Στο τέλος Ιουλίου η τιμή παραγωγού στην Ελλάδα ήταν γύρω στα 44 λεπτά το λίτρο, όταν ο μέσος όρος ήταν στο 30 λεπτά το λίτρο. Σε μεγάλες χώρες, όπως Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο οι τιμές παραγωγού δεν ξεπερνούν τα 33 λεπτά το λίτρο.
Η αύξηση της τιμής παραγωγού αποδίδεται στη σταθερή αυξημένη ζήτηση για ελληνικό γάλα και συγχρόνως στη δραστική μείωση του αριθμού των κτηνοτρόφων (δεν ξεπερνούν τους 4.000 σε σχέση με 10.000 πριν 10 χρόνια). Παρόλα αυτά τα περιθώρια κέρδους των Ελλήνων παραγωγών είναι πολύ μικρά.
Και αυτό γιατί κυρίαρχη μορφή κτηνοτροφίας είναι η σταβλισμένη κτηνοτροφία. Δηλαδή, επί σχεδόν δώδεκα μήνες τα εσώκλειστα ζώα σιτίζονται με πανάκριβες εισαγόμενες ζωοτροφές. Σε αντίθεση με το εξωτερικό που οι αγελάδες βόσκουν σε χορτολιβαδικές εκτάσεις χωρίς τεράστια κόστη. Παράλληλα, στην Ελλάδα, το κόστος στην τιμή παραγωγού ανεβαίνει σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ενωση γιατί δεν υπάρχουν οικονομίες κλίμακος.
Στην Ελλάδα κυριαρχούν οι μικρές μονάδες (έως 40 αγελάδες) ενώ στις μεγάλες χώρες της ΕΕ μια μέση κτηνοτροφική μονάδα διαθέτει πάνω από 300 αγελάδες.
Ο Ελληνας καταναλωτής είναι καταδικασμένος να πίνει ακριβό γάλα, καθώς τόσο οι γαλακτοβιομηχανίες, όσο και οι παραγωγοί αδυνατούν (;) να ρίξουν τα κοστολόγιά τους.
Ένα λίτρο φρέσκο γάλα με 3,5% λιπαρά πωλείται στην Ελλάδα έως 1,40 ευρώ για τα επώνυμα προϊόντα – τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι σαφώς φθηνότερα – όταν σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης...
η τιμή κυμαίνεται από έως 0,90 λεπτά το λίτρο.
Όσες γαλακτοβιομηχανίες επιχείρησαν να μειώσουν τις τιμές βούλιαξαν τις ζημιές. Έτσι, προχωρούν σε ανατιμήσεις γιατί αντιμετωπίζουν με τη σειρά τους αυξημένα κόστη, όπως οι τιμές πρώτης ύλης, η υψηλή φορολογία, τα μεταφορικά έξοδα αφού οι μονάδες επεξεργασίας είναι απομακρυσμένες από τις ζώνες γάλακτος και οι επιστροφές από τα σούπερ-μάρκετ. Και πάλι όμως το «καπέλο» με το οποίο φθάνει το γάλα στον καταναλωτή δεν δικαιολογείται σε σχέση με τις τιμές του νωπού γάλακτος στην Ε.Ε.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι αν «σπάσει» ο προστατευτισμός της ελληνικής νομοθεσίας που οριοθετεί τη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος στις πέντε ημέρες και προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα όπου το φρέσκο γάλα έχει διάρκεια ζωής από 5-9 ημέρες, ενδεχομένως να μειωθούν οι επιστροφές από τα σούπερμάρκετ και να πέσουν οι τιμές.
Από την άλλη, θα είναι ορατός ο κίνδυνος για τις ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες να αυξηθούν οι εισαγωγές, στον περιορισμό των οποίων συμβάλει η παραπάνω νομοθεσία. Τότε πραγματικά θα βλέπαμε διαφορές στην τιμή όπως συμβαίνει με τα γάλατα μακράς διαρκείας.
Η πηγή του κακού στην Ελλάδα είναι η ακριβή τιμή με την οποία προμηθεύονται οι γαλακτοβιομηχανίες την πρώτη ύλη από τους παραγωγούς. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, το κόστος αγοράς για ένα λίτρο γάλα προς επεξεργασία στην Ελλάδα αυξήθηκε το 2012 κατά 41% σε σχέση με το μέσο όρο στην Ευρώπη. Στο τέλος Ιουλίου η τιμή παραγωγού στην Ελλάδα ήταν γύρω στα 44 λεπτά το λίτρο, όταν ο μέσος όρος ήταν στο 30 λεπτά το λίτρο. Σε μεγάλες χώρες, όπως Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο οι τιμές παραγωγού δεν ξεπερνούν τα 33 λεπτά το λίτρο.
Η αύξηση της τιμής παραγωγού αποδίδεται στη σταθερή αυξημένη ζήτηση για ελληνικό γάλα και συγχρόνως στη δραστική μείωση του αριθμού των κτηνοτρόφων (δεν ξεπερνούν τους 4.000 σε σχέση με 10.000 πριν 10 χρόνια). Παρόλα αυτά τα περιθώρια κέρδους των Ελλήνων παραγωγών είναι πολύ μικρά.
Και αυτό γιατί κυρίαρχη μορφή κτηνοτροφίας είναι η σταβλισμένη κτηνοτροφία. Δηλαδή, επί σχεδόν δώδεκα μήνες τα εσώκλειστα ζώα σιτίζονται με πανάκριβες εισαγόμενες ζωοτροφές. Σε αντίθεση με το εξωτερικό που οι αγελάδες βόσκουν σε χορτολιβαδικές εκτάσεις χωρίς τεράστια κόστη. Παράλληλα, στην Ελλάδα, το κόστος στην τιμή παραγωγού ανεβαίνει σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ενωση γιατί δεν υπάρχουν οικονομίες κλίμακος.
Στην Ελλάδα κυριαρχούν οι μικρές μονάδες (έως 40 αγελάδες) ενώ στις μεγάλες χώρες της ΕΕ μια μέση κτηνοτροφική μονάδα διαθέτει πάνω από 300 αγελάδες.