Πριν λίγες ημέρες η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ανακοίνωσε νέες τιμές για το σύνολο των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην Ελληνική αγορά.
Βασική συνιστώσα των ανακοινώσεων του Υπουργείου αποτέλεσε η εφαρμογή πολιτικών, οι οποίες μειώνουν τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη. Δεν μίλησαν όμως για την επιβάρυνση που επέρχεται στην ιδιωτική δαπάνη.
Ο λόγος είναι απλός.
Με την ανατιμολόγηση στα μέσα του 2010 από τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του τότε Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας και τη μείωση των τιμών των φαρμάκων (ιδίως των ακριβών και εκείνων των οποίων η πατέντα είχε λήξει), οι πολυεθνικές και όχι μόνο, φαρμακευτικές επιχειρήσεις είδαν τα κέρδη τους να συρρικνώνονται δραματικά, εξαιτίας τόσο της εφαρμογής του νέου τρόπου ανατιμολόγησης με τιμές από 25 Χ-Μ. όσο επίσης και της ταυτόχρονης επιβολής μικρών περιθωρίων αυξήσεων (ανώτατα πλαφόν), σε αντιδιαστολή με μεγαλύτερα περιθώρια μειώσεων των τιμών.
Μετά και την ανάληψη των αρμοδιοτήτων από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης η λογική αυτή μεταβλήθηκε.
Τα πλαφόν αυξήσεων των τιμών καταργήθηκαν και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στις φαρμακευτικές εκείνες εταιρείες που μέχρι και τότε παρουσίασαν σημαντικές απώλειες (και δικαίως βάσει των χαμηλότερων τιμών στις άλλες χώρες τις οποίες έπρεπε από καιρό να είχαν υιοθετήσει και στην Ελλάδα..) να τις αντισταθμίσουν εν μέρει από την αύξηση της τιμής των ευρέως (κυρίως) κυκλοφορίας φαρμάκων, δηλ. αυτών που δεν χρειάζονται συνταγογράφηση και πολλά από αυτά πωλούνται σε χώρους εκτός φαρμακείων (τα λεγόμενα ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ).
Αποτέλεσμα αυτών, η σημαντική αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για φάρμακα που δεν αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία. Αν παρατηρήσει κανείς ενδεικτικά τον σχετικό πίνακα τον πιάνει «ίλιγγος» από την αύξηση των τιμών που επέρχονται σε ευρείας κυκλοφορίας φαρμακευτικά σκευάσματα.
Η τιμή της Ασπιρίνης (ASPIRIN) μέσα στο 6μηνο του 2011 αυξήθηκε κατά 163,68 % (από 0,71 ευρώ σε 1,87 ευρώ), η τιμή του AMOXIL κατά 58,37% (από 2,45 ευρώ σε 3,88 ευρώ) και του DEPON κατά 11,43% (από 0,70 ευρώ σε 0,78 ευρώ).
Δυστυχώς δεν είναι το μόνα παραδείγματα. Στην κατηγορία των φαρμάκων που χαρακτηρίζονται ως μη συνταγογραφούμενα, οι αυξήσεις ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, μετατοπίζοντας ουσιαστικά το κόστος της φαρμακευτικής δαπάνης, από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα.
Με τον τρόπο αυτό στο τέλος του 2011, ο κ. Λοβέρδος μπορεί να καυχηθεί ότι κατάφερε να περιορίσει το «σπάταλο» Κράτος, μέσα από «δίκαιες» περικοπές με «μηδαμινές επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών και την τσέπη των ασφαλισμένων».
Δεν θα μας απαντήσει όμως ποτέ, για το πόσο αυξήθηκε την ίδια χρονική περίοδο η ιδιωτική δαπάνη που επιβαρύνει τους αδύναμους πολίτες αυτής της χώρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι τηρείται σιγήν ιχθύος για τη μεσοσταθμική μείωση των τιμών που επετεύχθη στα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα από τη νέα ανατιμολόγηση.
Τουλάχιστον με την ζαλάδα και τον ίλιγγο των μέτρων που εφαρμόζει η Κυβέρνηση, θα ανέμενε κανείς ότι η πρόσβαση στην ασπιρίνη και το ντεπόν θα ήταν ανεμπόδιστη. Εις μάτην…
Βασική συνιστώσα των ανακοινώσεων του Υπουργείου αποτέλεσε η εφαρμογή πολιτικών, οι οποίες μειώνουν τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη. Δεν μίλησαν όμως για την επιβάρυνση που επέρχεται στην ιδιωτική δαπάνη.
Ο λόγος είναι απλός.
Με την ανατιμολόγηση στα μέσα του 2010 από τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του τότε Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας και τη μείωση των τιμών των φαρμάκων (ιδίως των ακριβών και εκείνων των οποίων η πατέντα είχε λήξει), οι πολυεθνικές και όχι μόνο, φαρμακευτικές επιχειρήσεις είδαν τα κέρδη τους να συρρικνώνονται δραματικά, εξαιτίας τόσο της εφαρμογής του νέου τρόπου ανατιμολόγησης με τιμές από 25 Χ-Μ. όσο επίσης και της ταυτόχρονης επιβολής μικρών περιθωρίων αυξήσεων (ανώτατα πλαφόν), σε αντιδιαστολή με μεγαλύτερα περιθώρια μειώσεων των τιμών.
Μετά και την ανάληψη των αρμοδιοτήτων από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης η λογική αυτή μεταβλήθηκε.
Τα πλαφόν αυξήσεων των τιμών καταργήθηκαν και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στις φαρμακευτικές εκείνες εταιρείες που μέχρι και τότε παρουσίασαν σημαντικές απώλειες (και δικαίως βάσει των χαμηλότερων τιμών στις άλλες χώρες τις οποίες έπρεπε από καιρό να είχαν υιοθετήσει και στην Ελλάδα..) να τις αντισταθμίσουν εν μέρει από την αύξηση της τιμής των ευρέως (κυρίως) κυκλοφορίας φαρμάκων, δηλ. αυτών που δεν χρειάζονται συνταγογράφηση και πολλά από αυτά πωλούνται σε χώρους εκτός φαρμακείων (τα λεγόμενα ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ).
Αποτέλεσμα αυτών, η σημαντική αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για φάρμακα που δεν αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία. Αν παρατηρήσει κανείς ενδεικτικά τον σχετικό πίνακα τον πιάνει «ίλιγγος» από την αύξηση των τιμών που επέρχονται σε ευρείας κυκλοφορίας φαρμακευτικά σκευάσματα.
Η τιμή της Ασπιρίνης (ASPIRIN) μέσα στο 6μηνο του 2011 αυξήθηκε κατά 163,68 % (από 0,71 ευρώ σε 1,87 ευρώ), η τιμή του AMOXIL κατά 58,37% (από 2,45 ευρώ σε 3,88 ευρώ) και του DEPON κατά 11,43% (από 0,70 ευρώ σε 0,78 ευρώ).
Δυστυχώς δεν είναι το μόνα παραδείγματα. Στην κατηγορία των φαρμάκων που χαρακτηρίζονται ως μη συνταγογραφούμενα, οι αυξήσεις ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, μετατοπίζοντας ουσιαστικά το κόστος της φαρμακευτικής δαπάνης, από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα.
Με τον τρόπο αυτό στο τέλος του 2011, ο κ. Λοβέρδος μπορεί να καυχηθεί ότι κατάφερε να περιορίσει το «σπάταλο» Κράτος, μέσα από «δίκαιες» περικοπές με «μηδαμινές επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών και την τσέπη των ασφαλισμένων».
Δεν θα μας απαντήσει όμως ποτέ, για το πόσο αυξήθηκε την ίδια χρονική περίοδο η ιδιωτική δαπάνη που επιβαρύνει τους αδύναμους πολίτες αυτής της χώρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι τηρείται σιγήν ιχθύος για τη μεσοσταθμική μείωση των τιμών που επετεύχθη στα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα από τη νέα ανατιμολόγηση.
Τουλάχιστον με την ζαλάδα και τον ίλιγγο των μέτρων που εφαρμόζει η Κυβέρνηση, θα ανέμενε κανείς ότι η πρόσβαση στην ασπιρίνη και το ντεπόν θα ήταν ανεμπόδιστη. Εις μάτην…
Αναγνώστρια