ena tsipouraki
Θάθελα να μπορούσα να αρπάξω από το σβέρκο αυτά τα ξενοθρεμμένα, ξενοσπουδαγμένα, καλοζωισμένα και ακριβοπληρωμένα κωλοπαίδια (αιρετά και μή), που παίρνουν αποφάσεις για μας, χωρίς εμάς, μέσα από την ασφάλεια των ευάερων και ευήλιων γραφείων τους, στρογγυλοκαθισμένα στα πουπουλένια μαξιλάρια των παχυλών μισθών τους, με την άνεση που τους δίνει η άγνοια και η απόσταση ασφαλείας από την δική μας πραγματική, δύσκολη ζωή....
Θάθελα να μπορούσα να αρπάξω από το σβέρκο αυτά τα ξενοθρεμμένα, ξενοσπουδαγμένα, καλοζωισμένα και ακριβοπληρωμένα κωλοπαίδια (αιρετά και μή), που παίρνουν αποφάσεις για μας, χωρίς εμάς, μέσα από την ασφάλεια των ευάερων και ευήλιων γραφείων τους, στρογγυλοκαθισμένα στα πουπουλένια μαξιλάρια των παχυλών μισθών τους, με την άνεση που τους δίνει η άγνοια και η απόσταση ασφαλείας από την δική μας πραγματική, δύσκολη ζωή....
Να τ΄αρπάξω από το σβέρκο λοιπόν, να τα κατεβάσω στους χώρους της οδύνης και να τους υποχρεώσω:
Να στηθούν στις ουρές των εφοριών, της ΔΕΗ, των Ασφαλιστικών ταμείων, του ΙΚΑ, και οπουδήποτε αλλού για να διεκπεραιώσουν απλές καθημερινές τους ανάγκες.
Να πάρουν τη θέση των ανέργων στα γκισέ του ΟΑΕΔ για το κυνήγι μιας ανασφάλιστης και χωρίς ωράριο δουλειάς των 350 ευρώ, που ακόμη κι αυτή κατάντησε ουτοπία στο μνημονιακό μπορντέλο που λέγεται Ελλάδα.
Να φάνε στα συσίτια με μια κάμερα να τους μετράει τις μπουκιές.
Να ψάξουν για ένα πρόχειρο κατάλυμμα στο καταχείμωνο, στο υπαίθριο "ξενοδοχείο" των αστέρων.
Να γεμίσουν το καλάθι της νοικοκυράς και να χορτάσουν τέσσερα στόματα με το επίδομα ανεργίας.
Να ζήσουν χωρίς ρεύμα, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς θέρμανση, με γκαζιέρα για το μαγείρεμα και μαγκάλι για θέρμανση.
Να απαντήσουν στην ερώτηση του πεντάχρονου παιδιού τους: Μπαμπά, μαμά, γιατί δεν έχουμε λεφτά; Γιατί δεν δουλεύεις;
Ή απλά να ακούσουν από το στοματάκι του, την λέξη που σκοτώνει κάθε γονιό: Πεινάω!
Να βρουν γιατρό μόνον μέσω των πενταψήφιων αριθμών, όταν δεν έχουν τηλέφωνο.
Να βρουν τα εξαφανισμένα φάρμακά τους ως καρκινοπαθείς ή νεφροπαθείς στα ύποπτα μονοπάτια της δωροδοκίας, της μίζας, της απατεωνιάς και της αλητείας.
Ν α κάνουν ηλεκτρονικά την φορολογική τους δήλωση όντες 80ρηδες κάτοικοι ορεινού χωριού με σύνταξη 300 ευρώ.
Να κυνηγούν τρία χρόνια μύγες στο μαγαζί τους και να τους πρήζουν τα ούμπαλα οι εισπρακτικές και οι τοπικές αρχές για πρόστιμα.
Ν α θέλουν να κλείσουν την επιχείρησή τους και να μην μπορούν γιατί χρωστούν στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Να φύγουν μετανάστες αφού τα πτυχία τους δεν έχουν καμιά αξία στον τόπο τους.
Να... Να...
Επειδή όμως δεν έχω αυτή την δυνατότητα, το μόνο που μπορώ και κάνω, με όποιο κόστος, είναι να τους πολεμάω καθημερινά, με κάθε τρόπο ( άρνηση πληρωμών, ανυπακοή, αποκάλυψη τους στους αδαείς, πορείες διαμαρτυρίας, απεργίες κι όποιον άλλο τρόπο σκεφτούμε) μέχρις ότου, τους στείλουμε ΟΛΟΥΣ στις φυλακές ή στον διάβολο κι ακόμα παραπέρα.