> Voliotaki: Ντίλια και καντήλια

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Ντίλια και καντήλια

Μια ωραία ιστορία για τα τεκταινόμενα του τελευταίου 48ώρου  

Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης 

Ξυπνάς το πρωί, κουτρουβαλάς απ’ το κρεβάτι ως την κουζίνα, φτιάχνεις καφέ, ρουφάς μια γερή, ανοίγεις το κομπιούτερ, φάτσα κάρτα δήλωση Φώφης:
«Γεννηματά προς Τουρκία: Η Ευρωπαϊκή Ενωση θα προστατεύσει τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου».


Το διαβάζεις, γίνονται πιατάκια τα μάτια σου, το ξαναδιαβάζεις μη και είσαι ακόμη απ’ τον ύπνο, ρίχνεις μια φάπα στο κούτελο. Κι αναρωτιέσαι πως στο διάολο θα προστατεύσει η Ευρωπαϊκή Ενωση την Ελλάδα και την Κύπρο, δίχως να διαθέτει στράτευμα. Θα τη ζουρλάνει την Άγκυρα στις ανακοινώσεις; Θα την αφήσει ξάγρυπνη απ’ τη γκρίνια; Θα της κουνήσει το δάχτυλο μέχρι να πάθει κράμπα; Αχ, Παναγίτσα μου, αυτά διαβάζουμε πρωί πρωί και παρακαλάμε ύστερα τα Αμερικανάκια να μας σώσουν…
Ας αφήσουμε όμως τη Φώφη στη μακαριότητά της και ας επιστρέψουμε για λίγο στην υπόθεση Κοτζιά. Όπου βγήκε χθες ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών και δήλωσε ότι δεν φεύγει απ’ τη Βουλή, ότι θα αποτελέσει την αριστερή συνείδηση του ΣΥΡΙΖΑ (Τσακαλώτος: Στη σειρά κύριε, στη σειρά!) και ότι άμα έχει τα κότσια το γκουβέρνο, ας δώσει στη δημοσιότητα την εννιασέλιδη επιστολή της παραίτησής του. Πράγμα που προκαλεί μια σχετική απορία, καθώς την ίδια ακριβώς επιστολή μπορεί να την προσφέρει ο ίδιος στα ΜΜΕ κι άμα θέλει κιόλας να της βάλει φιόγκο και κορδέλα. Εκτός κι αν λέει μέσα τόσο τρομερά πράγματα, που θα προκαλέσουν πτώση της κυβέρνησης. Στην περίπτωση αυτή, έχω την εντύπωση ότι η επιστολή μοιάζει περισσότερο με διαπραγματευτικό όπλο και λιγότερο με εξομολόγηση ψυχής. Έτσι δεν είναι κύριε Νίκο μας;
Παρασκευή όμως ρε φίλε, λάμπει ο ήλιος, έρχεται το γουικέντ, ξαναπαίζει μπάλα η Πανάθα, ας πάρουμε μια τζουρίτσα από κάτι πιο αλέγρο. Από το αθάνατο βιβλίο «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και το λόγγου», που μου το θύμισαν όσα ζούμε στο πολιτικό σκηνικό το τελευταίο 48ωρο. Διαβάζω λοιπόν εκεί ένα ωραίο παραμυθάκι στο λήμμα «Λύκος»:
«Άμα ο Χριστός έπλασε τα πρόβατα και βγήκε στα βουνά να τα βοσκήσει, τόσο χάρηκεν η ψυχή του, που έκοψε ένα ξύλο, το έφκιασε μια μεγάλη φλογέρα κι άρχισε να λαλεί. Άκουσε ο σατανάς τα λαλήματα και τα βελάσματα, πήγε κοντά, είδε τα πρόβατα και μαύρισε η ψυχή του.
  - Τι παράμορφα είναι τούτα που ‘καμε ο Χριστός!!! Είπε. Κι ο νους του πήγε πώς να του τα χαλάσει. Παραμέρισε στο λόγγο, έκοψε μια αγριαπιδιά κι άρχισε να φκιάνει το Λύκο. Γι αυτό, που ‘ναι φκιασμένος απ’ αγριαπιδιά, δεν λυγίζει καθόλου αυτό το πλάσμα του Σατανά. Μα άμα τον απόφκιασε το Λύκο, και πήγε να τον στήσει, είδε πως δεν μπορούσε να σταθεί στα ποδάρια του το έργο του. Αφού είδε κι αποείδε πως δεν θα στυλώσει τον Λύκο, πήγε στο Χριστό, γονάτισε μπροστά του και είπε:
- Αφέντη, θέλησα κι εγώ να κάμω ένα πλάσμα σαν τα δικά σου, μα γιατί δεν στέκει στα πόδια του; Αξίωσέ με να το δω όρθιο και θα προσκυνώ τα’ όνομά σου.
Ο Χριστός του είπε:
- Πήγαινε να του φωνάξεις: Σήκω έργο μου και κάμε ό,τι πρόσταξε ο Χριστός.
Ο Σατανάς γνοιάστηκε:
- Κι αν το πρόσταξε ο Χριστός να με φάει; Είπε.
Πήγε γρήγορα, έκανε ένα λάκκο κοντά στο Λύκο, κρύφτηκε μέσα κι αφήνοντας έξω το ένα ποδάρι του μόνο φώναξε:
- Σήκω έργο μου και κάνε ό,τι πρόσταξε ο Χριστός.
Ο Λύκος πήδησεν επάνω, άρπαξε το ποδάρι του Σατανά και το έφαγε».

- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr