Δυο λόγια για ένα θύμα κοινωνικού κανιβαλισμού
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Ίσως ήμασταν πάντοτε σκατόψυχοι. Ίσως πάντοτε τρεφόμασταν από τον πόνο και την οδύνη του άλλου. Ίσως να μην βγήκε ποτέ από μέσα μας ο κανίβαλος κι ο βρυκόλακας. Αυτός που ευχαριστιέται να καταναλώνει τη σάρκα και το αίμα του απέναντι. Ίσως η μεγαλύτερη υπηρεσία του Ζακ Κωστόπουλου στην ελληνική κοινωνία να μην ήταν η συμμετοχή του στην πρωτοπορία των κινημάτων. Ίσως θυσιάστηκε για να μας δείξει το πραγματικό πρόσωπο του κτήνους.
Όχι αυτό με τα δέκα κεφάλια και τα πενήντα κέρατα που ονειρεύτηκε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Αλλά τη φάτσα του διπλανού μας στο γραφείο, στο Μετρό, στο σούπερ μάρκετ, στην παιδική χαρά. Ένα πρόσωπο αόρατο και αδιάφορο ως την κρίσιμη ώρα. Όταν θα βγάλει αφρούς και σάλια και θα κοκκινίσουν τα μάτια του και θα φουσκώσουν τα μάγουλά του και θα εμφανισθούν τα δόντια του. Η μούρη του σκατόψυχου μπροστά σε έναν θάνατο εξαιρετικά πένθιμο και διόλου ηρωικό. Έναν θάνατο από αίτια απροσδιόριστα, όπως μας είπαν χθες οι ιατροδικαστές…
Σκέπτομαι ωστόσο ότι ο θάνατος αυτός πρόσφερε πολλά στην ταλαίπωρη και παραζαλισμένη δημοκρατία μας. Σκέφτομαι ότι της χάρισε μια πολύτιμη διαχωριστική γραμμή, με εμάς από τη μία πλευρά και εκείνους από την άλλη. Από εδώ όσοι και όσες συγκλονίζονται με την εικόνα ενός φτωχοδιάβολου, πεσμένου στο έδαφος, που τον κλωτσάνε με μανία στο κεφάλι. Κι από εκεί οι σκατόψυχοι και οι σκατόψυχες, όσοι και όσες ξεκινούν από το επιφυλακτικό «ναι μεν αλλλά» και καταλήγουν στο έξαλλο «καλά του κάνανε». Ναι, από το απόγευμα της Παρασκευής είμαστε δύο στρατόπεδα. Εμείς και αυτοί.
Και δεν νομίζω ότι υπάρχουν πλέον πολλά περιθώρια συνεννόησης. Αν κάποτε απλώς γελάγαμε με τους ισαποστασάκηδες του μαύρου και κόκκινου φασισμού, δεν γελάμε πια. Αν κάποτε απλώς γυρνάγαμε την πλάτη στους Αμβρόσιους αυτού του ντουνιά, δεν τη γυρνάμε πια. Αν κάποτε απλώς υψώναμε το φρύδι απέναντι σε κάτι γίγαντες της τέχνης που έκαναν λόγο για μια τοσοδούλα «εριστικότητα», δεν το υψώνουμε πια. Εδώ είναι που σταματάει το δολλάριο, όπως λένε και οι Αμερικάνοι. Εδώ είναι που η ανοχή γίνεται συνενοχή…
Αλλά μπορεί να γράφω και μαλακίες. Μπορεί να περάσει κι αυτό, μπορεί να ξεχαστεί κι αυτό, μπορεί να βουλιάξει κι αυτό στον παμφάγο βούρκο της καθημερινότητας. Μπορεί να έγινε τόσο χοντρό το πετσί μας, ώστε σε λίγο καιρό να μην θυμόμαστε καν τον Ζακ και να τον μπερδεύουμε με τον Πέτρο τον Κωστόπουλο και να αναρωτιόμαστε τι δουλειά είχε στην Ομόνοια αντί να κεφάρει στη Μύκονο. Δεν ξέρω, δεν είμαι το μέντιουμ και τίποτε δεν μπορεί να με εκπλήξει.
Ποντάρω όμως και τα τελευταία μου λεφτά ότι έχει απομείνει μια φλογίτσα μέσα μας. Ότι ακόμη σιγοκαίει το καντήλι της ανθρώπινης συνείδησης και δεν έχουμε μεταμορφωθεί σε ερπετά. Και ότι αυτή η αποτρόπαιη εικόνα ενός δύσμοιρου, πεσμένου στο έδαφος να τον κλωτσάνε με μανία, δεν θα σβήσει τόσο εύκολα από το νου μας. Από το μυαλό μας, από την καρδιά μας, από τα σπλάχνα μας. Από το σφυγμό μας, που επιμένει να ακούγεται μέσα στα πλήθη των σκατόψυχων. Εμείς ή αυτοί, απλό είναι…
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Ίσως ήμασταν πάντοτε σκατόψυχοι. Ίσως πάντοτε τρεφόμασταν από τον πόνο και την οδύνη του άλλου. Ίσως να μην βγήκε ποτέ από μέσα μας ο κανίβαλος κι ο βρυκόλακας. Αυτός που ευχαριστιέται να καταναλώνει τη σάρκα και το αίμα του απέναντι. Ίσως η μεγαλύτερη υπηρεσία του Ζακ Κωστόπουλου στην ελληνική κοινωνία να μην ήταν η συμμετοχή του στην πρωτοπορία των κινημάτων. Ίσως θυσιάστηκε για να μας δείξει το πραγματικό πρόσωπο του κτήνους.
Όχι αυτό με τα δέκα κεφάλια και τα πενήντα κέρατα που ονειρεύτηκε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Αλλά τη φάτσα του διπλανού μας στο γραφείο, στο Μετρό, στο σούπερ μάρκετ, στην παιδική χαρά. Ένα πρόσωπο αόρατο και αδιάφορο ως την κρίσιμη ώρα. Όταν θα βγάλει αφρούς και σάλια και θα κοκκινίσουν τα μάτια του και θα φουσκώσουν τα μάγουλά του και θα εμφανισθούν τα δόντια του. Η μούρη του σκατόψυχου μπροστά σε έναν θάνατο εξαιρετικά πένθιμο και διόλου ηρωικό. Έναν θάνατο από αίτια απροσδιόριστα, όπως μας είπαν χθες οι ιατροδικαστές…
Σκέπτομαι ωστόσο ότι ο θάνατος αυτός πρόσφερε πολλά στην ταλαίπωρη και παραζαλισμένη δημοκρατία μας. Σκέφτομαι ότι της χάρισε μια πολύτιμη διαχωριστική γραμμή, με εμάς από τη μία πλευρά και εκείνους από την άλλη. Από εδώ όσοι και όσες συγκλονίζονται με την εικόνα ενός φτωχοδιάβολου, πεσμένου στο έδαφος, που τον κλωτσάνε με μανία στο κεφάλι. Κι από εκεί οι σκατόψυχοι και οι σκατόψυχες, όσοι και όσες ξεκινούν από το επιφυλακτικό «ναι μεν αλλλά» και καταλήγουν στο έξαλλο «καλά του κάνανε». Ναι, από το απόγευμα της Παρασκευής είμαστε δύο στρατόπεδα. Εμείς και αυτοί.
Και δεν νομίζω ότι υπάρχουν πλέον πολλά περιθώρια συνεννόησης. Αν κάποτε απλώς γελάγαμε με τους ισαποστασάκηδες του μαύρου και κόκκινου φασισμού, δεν γελάμε πια. Αν κάποτε απλώς γυρνάγαμε την πλάτη στους Αμβρόσιους αυτού του ντουνιά, δεν τη γυρνάμε πια. Αν κάποτε απλώς υψώναμε το φρύδι απέναντι σε κάτι γίγαντες της τέχνης που έκαναν λόγο για μια τοσοδούλα «εριστικότητα», δεν το υψώνουμε πια. Εδώ είναι που σταματάει το δολλάριο, όπως λένε και οι Αμερικάνοι. Εδώ είναι που η ανοχή γίνεται συνενοχή…
Αλλά μπορεί να γράφω και μαλακίες. Μπορεί να περάσει κι αυτό, μπορεί να ξεχαστεί κι αυτό, μπορεί να βουλιάξει κι αυτό στον παμφάγο βούρκο της καθημερινότητας. Μπορεί να έγινε τόσο χοντρό το πετσί μας, ώστε σε λίγο καιρό να μην θυμόμαστε καν τον Ζακ και να τον μπερδεύουμε με τον Πέτρο τον Κωστόπουλο και να αναρωτιόμαστε τι δουλειά είχε στην Ομόνοια αντί να κεφάρει στη Μύκονο. Δεν ξέρω, δεν είμαι το μέντιουμ και τίποτε δεν μπορεί να με εκπλήξει.
Ποντάρω όμως και τα τελευταία μου λεφτά ότι έχει απομείνει μια φλογίτσα μέσα μας. Ότι ακόμη σιγοκαίει το καντήλι της ανθρώπινης συνείδησης και δεν έχουμε μεταμορφωθεί σε ερπετά. Και ότι αυτή η αποτρόπαιη εικόνα ενός δύσμοιρου, πεσμένου στο έδαφος να τον κλωτσάνε με μανία, δεν θα σβήσει τόσο εύκολα από το νου μας. Από το μυαλό μας, από την καρδιά μας, από τα σπλάχνα μας. Από το σφυγμό μας, που επιμένει να ακούγεται μέσα στα πλήθη των σκατόψυχων. Εμείς ή αυτοί, απλό είναι…