Είναι φυσικό για έναν πολιτικό αρχηγό, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και γόνος ενός ιστορικού ηγέτη της παράταξής του, να αντλεί έμπνευση από την ιστορία και τη δράση εκείνου.
Δεν ξαφνιάζει κανέναν επομένως το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης διδάσκεται από την ιστορία του πατέρα του και επιχειρεί να θέσει σε εφαρμογή κάποια από τα διδάγματα αυτά, ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα και την αντιμετώπιση των λαϊκών κατακτήσεων.
Μόνο που αυτή τη φορά ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν ακολουθεί το παράδειγμα του πατέρα του, αλλά τη μέθοδο που είχε χρησιμοποιήσει ο Αντώνης Σαμαράς στην προσπάθειά του να ρίξει την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993.
Είναι γεγονός ότι, όπως και τότε έτσι και τώρα, το «Μακεδονικό» χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να επιτευχθεί ένα πολιτικό αποτέλεσμα, να πέσει δηλαδή μια κυβέρνηση.
Η υπόδειξη ότι οι αποκλίνουσες θέσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛΛ. αποτελούν τεκμήριο απώλειας της δεδηλωμένης δεν είναι παρά ένα ακόμα εύρημα, κατάλληλο για την απαραίτητη ατάκα σε μια συνέντευξη, αλλά ανίσχυρο ως επιχείρημα σε έναν σοβαρό πολιτικό διάλογο.
Και σε κάθε περίπτωση είναι πανομοιότυπη με τους ισχυρισμούς του κ. Σαμαρά για τους λόγους που τον οδήγησαν τότε στη ρήξη με τον πρωθυπουργό του.
Παρά τα μεγάλα λόγια και τις γνωστές υπερβολές, αυτό που αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά είναι ότι τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» αντιμετωπίζονται πολύ συχνά από τους κήρυκες της εθνικοφροσύνης και της παράδοσης σαν μοχλοί για να μεταβληθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί και για να υπονομευτούν οι αντίπαλοι.
Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο να κινδυνεύει η συνοχή του πολιτικού συστήματος. Το σοβαρότερο είναι ότι τα ίδια τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής -όπως εδώ η συμφωνία για το όνομα της ΠΓΔΜ- μπαίνουν κατ' ανάγκη στο πολιτικό περιθώριο, εφόσον με αυτούς τους χειρισμούς έχει αποκλειστεί κάθε λογική ενός αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού.
Το πού έχει οδηγήσει αυτή η συνεχής υπαγωγή των σοβαρών ζητημάτων σε αντικείμενα μικροκομματικού ανταγωνισμού το γνωρίζουμε πολύ καλά.
Στο επίδικο ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους έχουν χαθεί όλες οι ευκαιρίες για μια αποδεκτή λύση, ακριβώς εξαιτίας της κοντόφθαλμης αναπαραγωγής της ίδιας αδιέξοδης και αυτοκαταστροφικής δήθεν «αδιαλλαξίας»...
Δεν ξαφνιάζει κανέναν επομένως το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης διδάσκεται από την ιστορία του πατέρα του και επιχειρεί να θέσει σε εφαρμογή κάποια από τα διδάγματα αυτά, ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα και την αντιμετώπιση των λαϊκών κατακτήσεων.
Μόνο που αυτή τη φορά ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν ακολουθεί το παράδειγμα του πατέρα του, αλλά τη μέθοδο που είχε χρησιμοποιήσει ο Αντώνης Σαμαράς στην προσπάθειά του να ρίξει την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993.
Είναι γεγονός ότι, όπως και τότε έτσι και τώρα, το «Μακεδονικό» χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να επιτευχθεί ένα πολιτικό αποτέλεσμα, να πέσει δηλαδή μια κυβέρνηση.
Η υπόδειξη ότι οι αποκλίνουσες θέσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛΛ. αποτελούν τεκμήριο απώλειας της δεδηλωμένης δεν είναι παρά ένα ακόμα εύρημα, κατάλληλο για την απαραίτητη ατάκα σε μια συνέντευξη, αλλά ανίσχυρο ως επιχείρημα σε έναν σοβαρό πολιτικό διάλογο.
Και σε κάθε περίπτωση είναι πανομοιότυπη με τους ισχυρισμούς του κ. Σαμαρά για τους λόγους που τον οδήγησαν τότε στη ρήξη με τον πρωθυπουργό του.
Παρά τα μεγάλα λόγια και τις γνωστές υπερβολές, αυτό που αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά είναι ότι τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» αντιμετωπίζονται πολύ συχνά από τους κήρυκες της εθνικοφροσύνης και της παράδοσης σαν μοχλοί για να μεταβληθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί και για να υπονομευτούν οι αντίπαλοι.
Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο να κινδυνεύει η συνοχή του πολιτικού συστήματος. Το σοβαρότερο είναι ότι τα ίδια τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής -όπως εδώ η συμφωνία για το όνομα της ΠΓΔΜ- μπαίνουν κατ' ανάγκη στο πολιτικό περιθώριο, εφόσον με αυτούς τους χειρισμούς έχει αποκλειστεί κάθε λογική ενός αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού.
Το πού έχει οδηγήσει αυτή η συνεχής υπαγωγή των σοβαρών ζητημάτων σε αντικείμενα μικροκομματικού ανταγωνισμού το γνωρίζουμε πολύ καλά.
Στο επίδικο ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους έχουν χαθεί όλες οι ευκαιρίες για μια αποδεκτή λύση, ακριβώς εξαιτίας της κοντόφθαλμης αναπαραγωγής της ίδιας αδιέξοδης και αυτοκαταστροφικής δήθεν «αδιαλλαξίας»...