O Xρήστος Ξανθάκης εμπνεόμενος από την απεργία των δημοσιογράφων, έκατσε κι έγραψε στην κυριακάτικη εφημερίδα «Νέα Σελίδα» για τους λόγους που μισούν όλοι, τους "λειτουργούς" του Τύπου. Αναλυτικά:
Γιατί μας μισούν όλοι;
Μου συμβαίνει κάθε φορά! Μπαίνεις στον ταρίφα, πίνεις καφεδάκι με παρεάκι, ψωνίζεις ζαρζαβατικά στη λαϊκή, σε ρωτάνε τι δουλειά κάνεις, απαντάς «δημοσιογράφος». Κι αμέσως η επόμενη ερώτηση έρχεται αβίαστα: «Σε ποιο κανάλι;» Οπότε προσπαθείς εσύ να τους εξηγήσεις ότι απασχολείσαι στη «Νέα Σελίδα»την καινούρια κυριακάτικη εφημερίδα που βγήκε τον Ιούνιο και είναι του Λιβάνη, αυτουνού που έχει τον εκδοτικό οίκο και βγάζει τα βιβλία κι έχετε..
και στο σπίτι σας τέτοια και καμιά φορά τα διαβάζετε κιόλας, δεν είναι μόνο για προσάναμμα. Και σε κοιτάνε σαν να τους είπες ότι μόλις κατέβηκες απ’ το διαστημόπλοιο και βρίσκεις πολύ όμορφο τον πλανήτη Γη…
Έχουν μια σημασία τα ανωτέρω, δεν τα γράφω σε φάση κλάψα «τι τραβάμε κι εμείς οι εφημεριδάδες». Έχουν σημασία, διότι ό,τι και να γράψουμε στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή, δεν θα σουλατσάρει ούτε στο συνειδητό ούτε στο υποσυνείδητο του μέσου Έλληνα και της μέσης Ελληνίδας. Του «χοντρού λαού», που έλεγε ο συγχωρεμένος ο Αντρέας.
Μπορεί όσα λέμε κι όσα γράφουμε να αποτελούν πρώτη ύλη και τροφή για τα ρεπορτάζ της τηλεόρασης, μπορεί από τον δικό μας τον κόπο να ζούνε κατ’ ουσίαν τα κανάλια, αλλά ο κόσμος ο πολύς, οι ψηφοφόροι γαμώ το μπελά μου, επί έτη πολλά, επί δεκαετίες ολόκληρες ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με αυτά που λέγονταν και από αυτά που ακούγανε στη μικρή οθόνη. Και γι’ αυτό δεν μας γουστάρει κανένας!
Ε ναι παιδιά, αλήθεια να λέμε. Θα περίμενε κανείς με τόσες και τόσες αποκαλύψεις δημοσιογραφικές των τελευταίων ετών να μας έχουν ψηλά στη συνείδησή τους οι συμπολίτες μας. Δεν μιλάω για αγάλματα, αλλά τουλάχιστον δίπλα στους αστυνομικούς και στους δικαστές θα μπορούσε να βρεθεί και για εμάς μια θεσούλα. Το αντίθετο συμβαίνει όμως. Στο ταξί, στο καφεδάκι, στη λαϊκή, έτσι και πεις «επάγγελμα δημοσιογράφος» αμέσως μετά από την ερώτηση «σε ποιο κανάλι» έρχεται το απόφθεγμα:
Γι’ αυτό μην περιμένουμε συμπάθεια αυτή την εποχή που πάει φούντο και το δικό μας το ταμείο και ξεκινάμε απεργιακές κινητοποιήσεις για να σώσουμε τα άσωστα. Δεν μας γουστάρουν, δεν μας αγαπάνε, δεν μας ανέχονται καν. Και δεν πιστεύουν ούτε μία στιγμή ότι σταθήκαμε στο πλευρό τους όταν υποφέρανε και ζοριζότανε. Ανταποδίδουν λοιπόν την αδιαφορία και τη σκληρότητα και διόλου δεν νοιάζονται για την πάρτη μας. Για να μην πω ότι χαίρονται και λίγο που τραβάμε κι εμείς όσα τραβήξανε κάποια στιγμή και οι υπόλοιποι. Προς γνώση και συμμόρφωση…
Γιατί μας μισούν όλοι;
Μου συμβαίνει κάθε φορά! Μπαίνεις στον ταρίφα, πίνεις καφεδάκι με παρεάκι, ψωνίζεις ζαρζαβατικά στη λαϊκή, σε ρωτάνε τι δουλειά κάνεις, απαντάς «δημοσιογράφος». Κι αμέσως η επόμενη ερώτηση έρχεται αβίαστα: «Σε ποιο κανάλι;» Οπότε προσπαθείς εσύ να τους εξηγήσεις ότι απασχολείσαι στη «Νέα Σελίδα»την καινούρια κυριακάτικη εφημερίδα που βγήκε τον Ιούνιο και είναι του Λιβάνη, αυτουνού που έχει τον εκδοτικό οίκο και βγάζει τα βιβλία κι έχετε..
και στο σπίτι σας τέτοια και καμιά φορά τα διαβάζετε κιόλας, δεν είναι μόνο για προσάναμμα. Και σε κοιτάνε σαν να τους είπες ότι μόλις κατέβηκες απ’ το διαστημόπλοιο και βρίσκεις πολύ όμορφο τον πλανήτη Γη…
Έχουν μια σημασία τα ανωτέρω, δεν τα γράφω σε φάση κλάψα «τι τραβάμε κι εμείς οι εφημεριδάδες». Έχουν σημασία, διότι ό,τι και να γράψουμε στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή, δεν θα σουλατσάρει ούτε στο συνειδητό ούτε στο υποσυνείδητο του μέσου Έλληνα και της μέσης Ελληνίδας. Του «χοντρού λαού», που έλεγε ο συγχωρεμένος ο Αντρέας.
Μπορεί όσα λέμε κι όσα γράφουμε να αποτελούν πρώτη ύλη και τροφή για τα ρεπορτάζ της τηλεόρασης, μπορεί από τον δικό μας τον κόπο να ζούνε κατ’ ουσίαν τα κανάλια, αλλά ο κόσμος ο πολύς, οι ψηφοφόροι γαμώ το μπελά μου, επί έτη πολλά, επί δεκαετίες ολόκληρες ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με αυτά που λέγονταν και από αυτά που ακούγανε στη μικρή οθόνη. Και γι’ αυτό δεν μας γουστάρει κανένας!
Ε ναι παιδιά, αλήθεια να λέμε. Θα περίμενε κανείς με τόσες και τόσες αποκαλύψεις δημοσιογραφικές των τελευταίων ετών να μας έχουν ψηλά στη συνείδησή τους οι συμπολίτες μας. Δεν μιλάω για αγάλματα, αλλά τουλάχιστον δίπλα στους αστυνομικούς και στους δικαστές θα μπορούσε να βρεθεί και για εμάς μια θεσούλα. Το αντίθετο συμβαίνει όμως. Στο ταξί, στο καφεδάκι, στη λαϊκή, έτσι και πεις «επάγγελμα δημοσιογράφος» αμέσως μετά από την ερώτηση «σε ποιο κανάλι» έρχεται το απόφθεγμα:
«Έχετε κονομήσει πολλά πουλώντας παραμύθι. Καλά μας κοροϊδέψατε τόσα χρόνια…»Κι άντε εσύ ύστερα να τους πεις ότι έχουν άδικο. Πλάκα κάνουμε τώρα; Δεν θυμάται ο άλλος τη γάτα τη ρεπόρτερ που παραδέχθηκε στον αέρα ότι έλεγε φουλ ψέμματα («για να σώσει την πατρίδα», βεβαίως, βεβαίως) και αντί να πάει πειθαρχικό πήγε Ευρωβουλή; Δεν θυμάται τις γαμημένες τις αναλύσεις για το πόσο καλό μας έκανε το PSI, τώρα που η σύνταξή του έχει ταξιδέψει στα Τάρταρα και πίνει τσάι με το γεροδιάβολο; Δεν θυμάται του ύμνους για το πάρτι του Χρηματιστηρίου, για το δείκτη που θα έπιανε τις επτά χιλιάδες, τώρα που βάζει το χέρι στην τσέπη και πιάνει κάλτσα; Και πάνω απ’ όλα δεν θυμάται ποιοι του σερβίρανε τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες, τόσα και τόσα και τόσα χρόνια και χρονάκια; Ε ναι, θυμάται πολύ καλά.
Γι’ αυτό μην περιμένουμε συμπάθεια αυτή την εποχή που πάει φούντο και το δικό μας το ταμείο και ξεκινάμε απεργιακές κινητοποιήσεις για να σώσουμε τα άσωστα. Δεν μας γουστάρουν, δεν μας αγαπάνε, δεν μας ανέχονται καν. Και δεν πιστεύουν ούτε μία στιγμή ότι σταθήκαμε στο πλευρό τους όταν υποφέρανε και ζοριζότανε. Ανταποδίδουν λοιπόν την αδιαφορία και τη σκληρότητα και διόλου δεν νοιάζονται για την πάρτη μας. Για να μην πω ότι χαίρονται και λίγο που τραβάμε κι εμείς όσα τραβήξανε κάποια στιγμή και οι υπόλοιποι. Προς γνώση και συμμόρφωση…