Από τη θέση του ως προϊστάμενος (2009-2013) μονάδας διανομής των ΕΛΤΑ, αλλά και εκμεταλλευόμενος το συνδικαλιστικό του προφίλ, είχε επιτύχει να στήσει έναν απίστευτο παράνομο μηχανισμό υφαρπαγής «φιλοδωρημάτων» από συνταξιούχους.
Επιπροσθέτως, από τους συναδέλφους του διανομείς εισέπραττε «ενοίκιο», το οποίο ανερχόταν στο 50% των φιλοδωρημάτων, που εκείνος υπολόγιζε ότι ελάμβαναν από τους απόμαχους της εργασίας.
Το πλαίσιο του ιδιόρρυθμου μηχανισμού που είχε δημιουργήσει προέβλεπε:
1) κάθε μήνα παράνομο άνοιγμα όλων επιστολών των συνταξιούχων στο σπίτι του,
2) την παρακράτηση των συντάξεων όσων έδιναν καλό φιλοδώρημα προκειμένου να τους τηλεφωνεί ο ίδιος να περάσουν από το γραφείο του να παραλάβουν τα χρήματα (ανεξάρτητα εάν σε κάθε συνταξιούχο παρακρατούσαν 3 ευρώ για να πηγαίνουν οι συντάξεις σπίτι τους),
3) το μοίρασμα των υπολοίπων συντάξεων στους διανομείς με παράλληλη καταβολή «ενοικίου» για τα φιλοδωρήματα που τους δινόντουσαν, 4) την παρακράτηση των τραπεζικών καρτών αναλήψεων των συνταξιούχων, έτσι ώστε να μην μπορούν να εισπράττου μέσω Τραπεζών, κ.λπ.
Φυσικά, από το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο απολύθηκε οριστικά από τα ΕΛΤΑ, ενώ ο Άρειος Πάγος απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς με τους οποίους ζητούσε να αναιρεθεί η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση για παράβαση καθήκοντος και παραβάσεων της ταχυδρομικής νομοθεσίας κατ’ εξακολούθηση. Πάντως, άγνωστα παραμένουν τα ποσά των φιλοδωρημάτων και των «ενοικίων» που καρπώθηκε όλα αυτά τα χρόνια.
Τον Μάρτιο του 2013, 11 διανομής των ΕΛΤΑ κατέθεσαν στο σωματείο Ταχυδρομικών Υπαλλήλων Πειραιά έγγραφη καταγγελία ότι ο επίμαχος προϊστάμενος, επέβαλε «ενοίκιο» στους διανομείς επιλέγοντας μάλιστα να πληρώνει ο ίδιος ένα μεγάλο μέρος επιταγών συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων, προφασιζόμενος διάφορες δικαιολογίες.
Αποσπούσε, ιδίως, από τους νεότερους σε αρχαιότητα διανομείς «σε μηνιαία ή διμηνιαία βάση, την καταβολή σε αυτόν χρηματικού ποσού το επονομαζόμενο από τους 11 «ενοίκιο», το οποίο ήταν ανάλογο με τον αριθμό των επιταγών συντάξεων και επιδομάτων που πλήρωναν και με το ύψος των φιλοδωρημάτων που εκ των προτέρων ο ίδιος είχε υπολογίσει ότι θα εισέπρατταν». Το ενοίκιο που απαιτούσε ανερχόταν στο 50% των φιλοδωρημάτων που έδιναν στους διανομείς.
Μάλιστα, προκειμένου να εξασφαλίσει την σιωπή των διανομέων χρησιμοποιούσε πολλές φορές απειλές και εκβιασμούς στρέφοντας τον ένα διανομέα ενάντια στον άλλον.
Η διαδικασία πληρωμής των συντάξεων- επιδομάτων κάποια στιγμή άλλαξε με την αποστολή στα ΕΛΤΑ των επιταγών μέσα σε φακέλους.
Όμως, ο προϊστάμενος, προκειμένου να εξασφαλίσει την συνέχιση της πληρωμής μεγάλου αριθμού των επιταγών των συνταξιούχων με την είσπραξη φιλοδωρημάτων, αλλά και την είσπραξη παράλληλα, και του «ενοικίου» επινόησε και εφάρμοσε ένα ιδιόμορφο μηχανισμό πληρωμής των συντάξεων.
Από τον Φεβρουάριο του 2009, απαγόρευε την ταξινόμηση των επιστολών με επιταγές, έτσι ώστε οι διανομείς να μην μπορούν να παραδίδουν τις επιστολές-επιταγές.
Συγκέντρωνε όλες τις επιταγές, δηλαδή των συντάξεων και των επιδομάτων, στο γραφείο του και τις μετέφερε, μέσα σε κιβώτια (trays) με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του. Εκεί άνοιγε τους φακέλους και έκανε την διαλογή.
Μετά το διαχωρισμό, κρατούσε αυτές που θα πλήρωνε ο ίδιος από το γραφείο του, «με κριτήριο, προφανώς, το ύψος των φιλοδωρημάτων, που έδινε καθένας δικαιούχος και επέστρεφε τις υπόλοιπες, χωρίς φακέλους, την επόμενη ημέρα». Στην συνέχεια, τηλεφωνούσε σε εκείνους τους συνταξιούχους που είχε επιλέξει και τους έλεγε ότι «για την εξυπηρέτησή τους θα τους πλήρωνε ο ίδιος στο γραφείο του».
Οι αρεοπαγίτες σημειώνουν ότι με τον τρόπο «που μεθόδευσε, προκειμένου να παραλαμβάνει τις επιταγές μέσα από τις επιστολές, παραβίαζε σε μηνιαία βάση το απόρρητο της αλληλογραφίας, χωρίς να υπάρχει προς τούτο σχετική συναίνεση των παραληπτών».
Υπογραμμίζουν ακόμη, οι δικαστές, ότι εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του, «δημιουργούσε στους δικαιούχους με πειστικό τρόπο την πεποίθηση ότι τους εξυπηρετεί, ενώ σκοπός του ήταν τα αυξημένα φιλοδωρήματα, που κατέβαλαν αυτοί αισθανόμενοι υποχρεωμένοι, ενώ αποσιωπούσε από αυτούς ότι είχε ήδη περικοπεί από την σύνταξή τους το ποσό των 3 ευρώ, για την κατ’ οίκον πληρωμή τους».
Τη κερδοφόρο μέθοδό του δεν την σταμάτησε ούτε με το πέρασμα της πληρωμής των συντάξεων μέσω των Τραπεζών και των ΑΤΜ, καθώς φρενάρισε την όλη διαδικασία.
Έτσι στο πλαίσιο αυτό, οι ταχυδρομικοί διανομείς άρχισαν την ενημέρωση προς τους συνταξιούχους να ανοίξουν λογαριασμό στα ΕΛΤΑ και παράλληλα τους έλεγαν ποιά δικαιολογητικά να συγκεντρώσουν.
Πράγματι, μετά την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας και αφού εκτυπώθηκαν οι κάρτες αναλήψεων κ.λπ., ο προϊστάμενος τις έβαλε στο συρτάρι του, χωρίς φυσικά να το γνωρίζουν οι συνταξιούχοι, αλλά και ουδέποτε διαβίβασε τα σχετικά στοιχεία στο κεντρικό κατάστημα των ΕΛΤΑ, προκειμένου να συνεχιστεί η πληρωμή των συντάξεων, όπως γινόταν μέχρι τότε.