- Η δήλωση Τσάτσου
- Οι πρακτικές
- Στις 12 Μαΐου του 1947, εν μέσω του ελληνικού Εμφύλιου
Πολέμου, εγκαινιάζεται το στρατόπεδο της Μακρονήσου, στο ομώνυμο ξερονήσι απέναντι από το Λαύριο.
Το στρατόπεδο θα αποτελέσει στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπο εξορίας χιλιάδων για τους οποίους το καθεστώς έκρινε ότι... έχρηζαν κοινωνικής, πολιτικής ή εθνικής αναμόρφωσης.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Η σκληρότητα των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα εκεί κάνει φανερό ότι επρόκειτο για ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης.
Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία ώστε να καμφθεί η συνείδηση και το φρόνημά τους με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές "δηλώσεις μετανοίας" τα φρονήματά, τις ιδέες ή τα ιδανικά τους.
Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο "ανανήψας" και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά και ομιλίες προς τους υπόλοιπους φαντάρους με τις οποίες θα διατράνωνε την πίστη του στα ιδανικά της πατρίδας και θα πιστοποιούσε την μεταμέλειά του όπως και την αποκήρυξη του "εαμοσλαυισμού" κ.λ.π.
Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικα΄σα στόχο την πλήρη καταρράκωση του "μεταμεληθέντος", ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στη συνέχεια θα του δινόταν όπλο και θα τον έστελναν στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ).
Χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχαν για το θεάρεστο έργο τους οι εμπνευστές της Μακρονήσου αποτελεί η παρακάτω αναφορά του στρατηγού Βεντήρη, που μιλάει για κέντρα αποτοξίνωσης όσων ήταν... εθισμένοι στην Αριστερά:
«Τότε απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα διά να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας παρεσύροντο από τα απατηλά και δελεαστικά συνθήματα των ερυθρών».
Η... αποτοξίνωση γίνεται με τους κλασικούς τρόπους της ταπείνωσης, του εξευτελισμού και των βασανιστηρίων.
Οι μέθοδοι βασανιστηρίων ήταν πολλοί και ανάλογοι με τον βαθμό αριστερής... πάθησης των εξόριστων, όπως είχε κατηγοριοποιήσει τους κρατούμενους ο Μπαϊρακτάρης:
«Μεταξύ του στρατευομένου λαού υπήρξε και η μερίς των εμφορουμένων υπό της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ήτις ενεφανίζετο ως ασθένεια με τας διαφόρους φάσεις της, 1ον στάδιον, 2ον στάδιον κ.λπ., ανίατος».
Βιασμοί, εγκλεισμός, το άσκοπο βασανιστήριο του κουβαλήματος της πέτρας, η ψυχολογική τρομοκρατία, οι εικονικές εκτελέσεις, ο καθαρισμός του νησιού από τις γόπες, η ταπείνωση του κουρέματος με την ψιλή, δίψα, πείνα και άθλιο φαγητό, το «αεροπλανάκι», όπου υποχρεωνόσουν να κάτσεις ατέλειωτες ώρες στο ένα πόδι και με τα χέρια στην έκταση, το λιντσάρισμα ήταν κάποια από τα περισσότερο γνωστά βασανιστήρια που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι ανθρωποφύλακες της Μακρονήσου.
Να σημειωθεί ακόμη ότι η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον "ανανήψαντα" προς τους "αμετανόητους" πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκούντως πειστική, προκαλούσε άγρια αντίδραση των φρουρών και την εξαρχής απαίτηση για όλα τα προηγούμενα.
Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων "γενιτσάρων" (όπως τους αποκαλούσαν όσοι έμεναν αμετακίνητοι στα πιστεύω τους) που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε "εθνικά αναβαπτισμένοι" στο μέτωπο.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑΕπικίνδυνοι δια το ..Εθνος..στο αναμορφωτήριο της Μακρονήσου..
Ενώ το Μάρτιο του 1947 σημειώθηκε απόπειρα απόδρασης 7 κρατουμένων οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν από τους φρουρούς, το τραγικό αποκορύφωμα αποτέλεσε η σφαγή 300 και πλέον στρατιωτών και εκατοντάδων τραυματιών στο Α' Τάγμα (επίσημα ανακοινώθηκαν 17 νεκροί και 61 τραυματίες του διημέρου 29 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1948) που όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, σχεδιάσθηκε προκειμένου να εξασθενήσει το φρόνημα των εγκλείστων.
Η σφαγή έλαβε χώρα δύο μήνες μετά την ανακήρυξη από τους αντάρτες της προσωρινής "κυβέρνησης του βουνού".
Ηθική ευθύνη για αυτή την πρακτική αποδίδεται σε πολιτικούς της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Κι αυτό διότι αφενός ανέχθηκαν ή και εκθείαζαν με τις δηλώσεις τους το "αναμορφωτήριο", αφετέρου ουδείς εκ των προαναφερομένων έπραξε οτιδήποτε με πολιτική του παρέμβαση προκειμένου οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να λογοδοτήσουν. Αντιθέτως, σε δίκη παραπέμφθηκαν τα θύματα.
Συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου 4.500 κρατούμενοι φαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Όταν οι αλφαμίτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την ένοπλη επίθεση κατά των κρατουμένων.
Αργότερα διαπιστώθηκαν τα ονόματα 5 νεκρών και 10 βαριά τραυματισμένων.
Το πρωί της επόμενης μέρας, από περιπολικό του Βασιλικού Ναυτικού, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης απευθύνθηκε με τηλεβόα προς τους κρατούμενους: «Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης!
Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν” αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…».
Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».
Ακολούθησε επίθεση κατά των κρατουμένων φαντάρων, με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς. Ο γιατρός του Α” τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 κρατουμένων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ακατοίκητο νησί Σαν Τζιόρτζιο:
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο.
Στο Γ” Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός».
Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός.
Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι».
Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει… Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο.
Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας.
Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί.
Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»
Το στυγερό έγκλημα της Μακρονήσου βρήκε πλήρη κάλυψη από τον αστικό Τύπο:
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», έγραψαν τα «Νέα». Σύμφωνα με τη «Βραδυνή», «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς.
Η φρουρά της νήσου επεμβάσασα απεκατέστησε την τάξιν, εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των», ενώ η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα (που) εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Χαρακτηριστική της βαρβαρότητας εκείνων των ημερών ήταν η φρίκη που προκάλεσε σε έναν από τα κεντρικά στελέχη της Διοίκησης του στρατοπέδου. Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, αξιωματικός του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, αγανακτισμένος από το φρικιαστικό έγκλημα, ζήτησε την απομάκρυνσή του από τη Μακρόνησο.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Υπολογίζεται ότι στη Μακρόνησο (εκτός των 60.000 και πλέον αντιστασιακών κομμουνιστών της περιόδου) πέρασαν το 1950 από 1.000 ως 1.200 γυναίκες... Στις 30 Γενάρη του 1950, στην προσπάθειά της να υποχρεώσει τις γυναίκες «να δουλώσουν και να απογράψουν», η διοίκηση της Μακρονήσου προβαίνει σε ένα μέτρο που, αν μη τι άλλο, δείχνει το πόσο αδίστακτοι ήταν οι εκτελεστές των εντολών της άρχουσας τάξης: πρόκειται για την αρπαγή των παιδιών όσων μανάδων τα είχαν μαζί τους.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι πέρα από τη βάρβαρης προέλευσης αυτή πράξη που έγινε όχι επί Γενιτσάρων αλλά το 1950, το βιβλίο σημειώνει σχετικά: στη Μακρόνησο νικήθηκε κάτι χειρότερο κι απ' το θάνατο: ο φόβος της τρέλας.
Από τη Μακρόνησο βγήκαν αρκετοί τυφλοί, τρελοί, κουφοί, παράλυτοι...
- Οι πρακτικές
- Στις 12 Μαΐου του 1947, εν μέσω του ελληνικού Εμφύλιου
Πολέμου, εγκαινιάζεται το στρατόπεδο της Μακρονήσου, στο ομώνυμο ξερονήσι απέναντι από το Λαύριο.
Το στρατόπεδο θα αποτελέσει στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπο εξορίας χιλιάδων για τους οποίους το καθεστώς έκρινε ότι... έχρηζαν κοινωνικής, πολιτικής ή εθνικής αναμόρφωσης.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Η σκληρότητα των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα εκεί κάνει φανερό ότι επρόκειτο για ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης.
Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία ώστε να καμφθεί η συνείδηση και το φρόνημά τους με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές "δηλώσεις μετανοίας" τα φρονήματά, τις ιδέες ή τα ιδανικά τους.
Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο "ανανήψας" και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά και ομιλίες προς τους υπόλοιπους φαντάρους με τις οποίες θα διατράνωνε την πίστη του στα ιδανικά της πατρίδας και θα πιστοποιούσε την μεταμέλειά του όπως και την αποκήρυξη του "εαμοσλαυισμού" κ.λ.π.
Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικα΄σα στόχο την πλήρη καταρράκωση του "μεταμεληθέντος", ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στη συνέχεια θα του δινόταν όπλο και θα τον έστελναν στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ).
Χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχαν για το θεάρεστο έργο τους οι εμπνευστές της Μακρονήσου αποτελεί η παρακάτω αναφορά του στρατηγού Βεντήρη, που μιλάει για κέντρα αποτοξίνωσης όσων ήταν... εθισμένοι στην Αριστερά:
«Τότε απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα διά να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας παρεσύροντο από τα απατηλά και δελεαστικά συνθήματα των ερυθρών».
Η... αποτοξίνωση γίνεται με τους κλασικούς τρόπους της ταπείνωσης, του εξευτελισμού και των βασανιστηρίων.
Οι μέθοδοι βασανιστηρίων ήταν πολλοί και ανάλογοι με τον βαθμό αριστερής... πάθησης των εξόριστων, όπως είχε κατηγοριοποιήσει τους κρατούμενους ο Μπαϊρακτάρης:
«Μεταξύ του στρατευομένου λαού υπήρξε και η μερίς των εμφορουμένων υπό της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ήτις ενεφανίζετο ως ασθένεια με τας διαφόρους φάσεις της, 1ον στάδιον, 2ον στάδιον κ.λπ., ανίατος».
Βιασμοί, εγκλεισμός, το άσκοπο βασανιστήριο του κουβαλήματος της πέτρας, η ψυχολογική τρομοκρατία, οι εικονικές εκτελέσεις, ο καθαρισμός του νησιού από τις γόπες, η ταπείνωση του κουρέματος με την ψιλή, δίψα, πείνα και άθλιο φαγητό, το «αεροπλανάκι», όπου υποχρεωνόσουν να κάτσεις ατέλειωτες ώρες στο ένα πόδι και με τα χέρια στην έκταση, το λιντσάρισμα ήταν κάποια από τα περισσότερο γνωστά βασανιστήρια που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι ανθρωποφύλακες της Μακρονήσου.
Να σημειωθεί ακόμη ότι η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον "ανανήψαντα" προς τους "αμετανόητους" πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκούντως πειστική, προκαλούσε άγρια αντίδραση των φρουρών και την εξαρχής απαίτηση για όλα τα προηγούμενα.
Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων "γενιτσάρων" (όπως τους αποκαλούσαν όσοι έμεναν αμετακίνητοι στα πιστεύω τους) που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε "εθνικά αναβαπτισμένοι" στο μέτωπο.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑΕπικίνδυνοι δια το ..Εθνος..στο αναμορφωτήριο της Μακρονήσου..
Ενώ το Μάρτιο του 1947 σημειώθηκε απόπειρα απόδρασης 7 κρατουμένων οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν από τους φρουρούς, το τραγικό αποκορύφωμα αποτέλεσε η σφαγή 300 και πλέον στρατιωτών και εκατοντάδων τραυματιών στο Α' Τάγμα (επίσημα ανακοινώθηκαν 17 νεκροί και 61 τραυματίες του διημέρου 29 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1948) που όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, σχεδιάσθηκε προκειμένου να εξασθενήσει το φρόνημα των εγκλείστων.
Η σφαγή έλαβε χώρα δύο μήνες μετά την ανακήρυξη από τους αντάρτες της προσωρινής "κυβέρνησης του βουνού".
Ηθική ευθύνη για αυτή την πρακτική αποδίδεται σε πολιτικούς της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Κι αυτό διότι αφενός ανέχθηκαν ή και εκθείαζαν με τις δηλώσεις τους το "αναμορφωτήριο", αφετέρου ουδείς εκ των προαναφερομένων έπραξε οτιδήποτε με πολιτική του παρέμβαση προκειμένου οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να λογοδοτήσουν. Αντιθέτως, σε δίκη παραπέμφθηκαν τα θύματα.
Συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου 4.500 κρατούμενοι φαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Όταν οι αλφαμίτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την ένοπλη επίθεση κατά των κρατουμένων.
Αργότερα διαπιστώθηκαν τα ονόματα 5 νεκρών και 10 βαριά τραυματισμένων.
Το πρωί της επόμενης μέρας, από περιπολικό του Βασιλικού Ναυτικού, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης απευθύνθηκε με τηλεβόα προς τους κρατούμενους: «Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης!
Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν” αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…».
Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».
Ακολούθησε επίθεση κατά των κρατουμένων φαντάρων, με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς. Ο γιατρός του Α” τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 κρατουμένων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ακατοίκητο νησί Σαν Τζιόρτζιο:
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο.
Στο Γ” Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός».
Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός.
Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι».
Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει… Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο.
Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας.
Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί.
Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»
Το στυγερό έγκλημα της Μακρονήσου βρήκε πλήρη κάλυψη από τον αστικό Τύπο:
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», έγραψαν τα «Νέα». Σύμφωνα με τη «Βραδυνή», «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς.
Η φρουρά της νήσου επεμβάσασα απεκατέστησε την τάξιν, εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των», ενώ η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα (που) εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Χαρακτηριστική της βαρβαρότητας εκείνων των ημερών ήταν η φρίκη που προκάλεσε σε έναν από τα κεντρικά στελέχη της Διοίκησης του στρατοπέδου. Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, αξιωματικός του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, αγανακτισμένος από το φρικιαστικό έγκλημα, ζήτησε την απομάκρυνσή του από τη Μακρόνησο.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Υπολογίζεται ότι στη Μακρόνησο (εκτός των 60.000 και πλέον αντιστασιακών κομμουνιστών της περιόδου) πέρασαν το 1950 από 1.000 ως 1.200 γυναίκες... Στις 30 Γενάρη του 1950, στην προσπάθειά της να υποχρεώσει τις γυναίκες «να δουλώσουν και να απογράψουν», η διοίκηση της Μακρονήσου προβαίνει σε ένα μέτρο που, αν μη τι άλλο, δείχνει το πόσο αδίστακτοι ήταν οι εκτελεστές των εντολών της άρχουσας τάξης: πρόκειται για την αρπαγή των παιδιών όσων μανάδων τα είχαν μαζί τους.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι πέρα από τη βάρβαρης προέλευσης αυτή πράξη που έγινε όχι επί Γενιτσάρων αλλά το 1950, το βιβλίο σημειώνει σχετικά: στη Μακρόνησο νικήθηκε κάτι χειρότερο κι απ' το θάνατο: ο φόβος της τρέλας.
Από τη Μακρόνησο βγήκαν αρκετοί τυφλοί, τρελοί, κουφοί, παράλυτοι...
