Ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση 70 χρόνων από το κατέβασμα της σημαίας με τη σβάστικα από την Ακρόπολη και παραμονή της εργατικής Πρωτομαγιάς, στις 30 Απριλίου του 2011, έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών ο Απόστολος Σάντας.
Ο Λάκης Σάντας έγινε γνωστός στο πανελλήνιο όταν
τη νύχτα της 30ης προς 31ης Μαΐου του 1941, κατέβασε μαζί με τον Μανώλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Εξιστορώντας το εγχείρημα υποστολής της σημαίας στον Ηλία Πετρόπουλο, που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 31 Μαΐου 1993, ο Λάκης Σάντας είχε πει:
"Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως.
Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε.
Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.
Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε.
Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο.
Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε.
Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας".
Ο Απόστολος Σάντας με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στην Πάτρα.
Πάντοτε ιδεολόγος και σεμνός έλεγε: "Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ.
Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, "ανώνυμοι"".
Ο Σάντας ήρθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του το 1934. Το 1940 τελείωσε το γυμνάσιο και αμέσως εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε μετά την απελευθέρωση της χώρας.
Το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ για να καταλήξει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ όπου συμμετείχε σε πολλές μάχες και τραυματίσθηκε το 1944.
Η δράση του είναι αδιάκοπη και το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια και το 1948 εστάλη στη Μακρόνησο.
Από εκεί κατάφερε να ξεφύγει για να καταλήξει στην Ιταλία και στη συνέχεια στον Καναδά, όπου θα ζήσει έως και το 1962. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1963.
Όσον αφορά στο κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας τον Μάιο του 1941,ο Λάκης Σάντας αναφέρεται εκτενώς, εκφράζοντας τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε τη υπόλοιπη ζωή του, στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 2010 από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα με τίτλο «Μια νύχτα στην Ακρόπολη... μνήμες από μία σπουδαία εποχή».
Λέει ο Σάντας στην αρχή του βιβλίου: «Σε κάποιο βιβλίο του Κίπλινγκ, ή της Περλ Μπακ - δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πότε και πού - διάβασα ότι οι γέροι Κινέζοι, όταν γεννιέται ένα καινούργιο εγγόνι τους, πηγαίνουν στο νεογέννητο και του εύχονται να ζήσει τη ζωή του σε ενδιαφέρουσες και σπουδαίες εποχές.
Αυτό ακριβώς συνέβη σε μένα και τους συνομήλικούς μου Έλληνες. Ζήσαμε σε πολύ ενδιαφέρουσες και σπουδαίες εποχές...
Σε αυτά τα χρόνια, όλοι μαζί οι Έλληνες και Ελληνίδες, της λεγόμενης γενιάς του '40, ανεβάσαμε την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό ψηλά και γράψαμε ιστορία».
left.gr
Ο Λάκης Σάντας έγινε γνωστός στο πανελλήνιο όταν
τη νύχτα της 30ης προς 31ης Μαΐου του 1941, κατέβασε μαζί με τον Μανώλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Εξιστορώντας το εγχείρημα υποστολής της σημαίας στον Ηλία Πετρόπουλο, που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 31 Μαΐου 1993, ο Λάκης Σάντας είχε πει:
"Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως.
Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε.
Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.
Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε.
Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο.
Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε.
Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας".
Ο Απόστολος Σάντας με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στην Πάτρα.
Πάντοτε ιδεολόγος και σεμνός έλεγε: "Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ.
Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, "ανώνυμοι"".
Ο Σάντας ήρθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του το 1934. Το 1940 τελείωσε το γυμνάσιο και αμέσως εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε μετά την απελευθέρωση της χώρας.
Το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ για να καταλήξει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ όπου συμμετείχε σε πολλές μάχες και τραυματίσθηκε το 1944.
Η δράση του είναι αδιάκοπη και το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια και το 1948 εστάλη στη Μακρόνησο.
Από εκεί κατάφερε να ξεφύγει για να καταλήξει στην Ιταλία και στη συνέχεια στον Καναδά, όπου θα ζήσει έως και το 1962. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1963.
Όσον αφορά στο κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας τον Μάιο του 1941,ο Λάκης Σάντας αναφέρεται εκτενώς, εκφράζοντας τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε τη υπόλοιπη ζωή του, στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 2010 από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα με τίτλο «Μια νύχτα στην Ακρόπολη... μνήμες από μία σπουδαία εποχή».
Λέει ο Σάντας στην αρχή του βιβλίου: «Σε κάποιο βιβλίο του Κίπλινγκ, ή της Περλ Μπακ - δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πότε και πού - διάβασα ότι οι γέροι Κινέζοι, όταν γεννιέται ένα καινούργιο εγγόνι τους, πηγαίνουν στο νεογέννητο και του εύχονται να ζήσει τη ζωή του σε ενδιαφέρουσες και σπουδαίες εποχές.
Αυτό ακριβώς συνέβη σε μένα και τους συνομήλικούς μου Έλληνες. Ζήσαμε σε πολύ ενδιαφέρουσες και σπουδαίες εποχές...
Σε αυτά τα χρόνια, όλοι μαζί οι Έλληνες και Ελληνίδες, της λεγόμενης γενιάς του '40, ανεβάσαμε την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό ψηλά και γράψαμε ιστορία».
left.gr