Γράφει ο Γιάνης Βαρουφάκης*
Πώς γίνεται όλοι τους να ξεκινούν με διαφορετικές μεν, εξίσου σωστές δε διαπιστώσεις και να καταλήγουν στο ίδιο καταστροφικό σφάλμα;
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και την ελληνική κυβέρνηση.
Με σημείο εκκίνησης διαπιστώσεις καθ’ όλα λογικές, αν και μεταξύ τους διαφορετικές, καταλήγουν όλοι τους στις ίδιες πολιτικές απόλυτου παραλογισμού.
Το ΔΝΤ ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται άμεσα αναδιάρθρωση χρέους καθώς η καθυστέρησή του οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε δυσθεώρητη λιτότητα (στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος μεγαλύτερο του 1,5%) η οποία καταστρέφει ό,τι έχει απομείνει από την ελληνική οικονομία.
Ομως, αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του Βερολίνου σε οποιαδήποτε σκέψη.. αναδιάρθρωσης χρέους ικανή να αναιρέσει την καταστροφική λιτότητα.
Τότε το ΔΝΤ, στη βάση της πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως, δεδομένου ότι η αναδιάρθρωση χρέους δεν θα γίνει, η μαθηματική «εξίσωση» του προγράμματος όντως απαιτεί σκληρότατη λιτότητα. Και για να μείνει στο πρόγραμμα το ίδιο, αποφεύγοντας την κατάρρευσή του, το ΔΝΤ απαιτεί μέτρα συμβατά με τη σκληρότατη λιτότητα. Τέλος, το ΔΝΤ προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μέτρων αυτών!
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται μεγαλύτερος σεβασμός στις προτεραιότητες των Αθηνών, ιδίως σε θέματα όπως τα εργασιακά, όπου η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά ζητά την εφαρμογή αυτών που ισχύουν σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η ίδια η Γερμανία - του ευρωπαϊκού κεκτημένου δηλαδή. Ομως αμέσως μετά, έρχονται το βέτο του Βερολίνου και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ. Τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη βάση της πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως για να κλείσει η αξιολόγηση με τρόπο που να μη διακινδυνεύσει κι άλλο την ακεραιότητα της Ε.Ε., η Αθήνα θα πρέπει να αποδεχθεί «μεταρρυθμίσεις» που δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Τέλος, η Επιτροπή προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μεταρρυθμίσεων αυτών!
Η ΕΚΤ ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται άμεσα αναδιάρθρωση ιδιωτικών χρεών ώστε να γίνει επανεκκίνηση της παροχής πίστης από τις ελληνικές τράπεζες στις επιχειρήσεις.
Για να συμβεί αυτό απαιτούνται (α) μια δημόσια «κακή» τράπεζα η οποία να απορροφήσει μεγάλο μέρος των «κόκκινων» δανείων (όπως συνέβη στη Γερμανία και στην Ισπανία), (β) άρση των capital controls και (γ) ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (αγορά από την ΕΚΤ ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους) ώστε να δημιουργηθεί κλίμα αισιοδοξίας.
Ομως αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του Βερολίνου και για τις τρεις αυτές απαραίτητες κινήσεις.
*Ολόκληρο το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη στην «Εφημερίδα των Συντακτών-Σαββατοκύριακο» που κυκλοφορεί σήμερα, Σάββατο 4 Μαρτίου
Πώς γίνεται όλοι τους να ξεκινούν με διαφορετικές μεν, εξίσου σωστές δε διαπιστώσεις και να καταλήγουν στο ίδιο καταστροφικό σφάλμα;
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και την ελληνική κυβέρνηση.
Με σημείο εκκίνησης διαπιστώσεις καθ’ όλα λογικές, αν και μεταξύ τους διαφορετικές, καταλήγουν όλοι τους στις ίδιες πολιτικές απόλυτου παραλογισμού.
Το ΔΝΤ ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται άμεσα αναδιάρθρωση χρέους καθώς η καθυστέρησή του οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε δυσθεώρητη λιτότητα (στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος μεγαλύτερο του 1,5%) η οποία καταστρέφει ό,τι έχει απομείνει από την ελληνική οικονομία.
Ομως, αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του Βερολίνου σε οποιαδήποτε σκέψη.. αναδιάρθρωσης χρέους ικανή να αναιρέσει την καταστροφική λιτότητα.
Τότε το ΔΝΤ, στη βάση της πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως, δεδομένου ότι η αναδιάρθρωση χρέους δεν θα γίνει, η μαθηματική «εξίσωση» του προγράμματος όντως απαιτεί σκληρότατη λιτότητα. Και για να μείνει στο πρόγραμμα το ίδιο, αποφεύγοντας την κατάρρευσή του, το ΔΝΤ απαιτεί μέτρα συμβατά με τη σκληρότατη λιτότητα. Τέλος, το ΔΝΤ προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μέτρων αυτών!
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται μεγαλύτερος σεβασμός στις προτεραιότητες των Αθηνών, ιδίως σε θέματα όπως τα εργασιακά, όπου η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά ζητά την εφαρμογή αυτών που ισχύουν σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η ίδια η Γερμανία - του ευρωπαϊκού κεκτημένου δηλαδή. Ομως αμέσως μετά, έρχονται το βέτο του Βερολίνου και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ. Τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη βάση της πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως για να κλείσει η αξιολόγηση με τρόπο που να μη διακινδυνεύσει κι άλλο την ακεραιότητα της Ε.Ε., η Αθήνα θα πρέπει να αποδεχθεί «μεταρρυθμίσεις» που δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Τέλος, η Επιτροπή προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μεταρρυθμίσεων αυτών!
Η ΕΚΤ ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται άμεσα αναδιάρθρωση ιδιωτικών χρεών ώστε να γίνει επανεκκίνηση της παροχής πίστης από τις ελληνικές τράπεζες στις επιχειρήσεις.
Για να συμβεί αυτό απαιτούνται (α) μια δημόσια «κακή» τράπεζα η οποία να απορροφήσει μεγάλο μέρος των «κόκκινων» δανείων (όπως συνέβη στη Γερμανία και στην Ισπανία), (β) άρση των capital controls και (γ) ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (αγορά από την ΕΚΤ ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους) ώστε να δημιουργηθεί κλίμα αισιοδοξίας.
Ομως αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του Βερολίνου και για τις τρεις αυτές απαραίτητες κινήσεις.
*Ολόκληρο το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη στην «Εφημερίδα των Συντακτών-Σαββατοκύριακο» που κυκλοφορεί σήμερα, Σάββατο 4 Μαρτίου