«Για τη δική σας ασφάλεια, η συνομιλία μας καταγράφεται»...
«Καλώς ήρθατε στον κόσμο της παράνοιας» θα ήθελα να συμπληρώσω εγώ, όμως δεν το κάνω.
Αφήνω την ψυχρή, μεταλλική φωνή να συνεχίσει το τροπάρι της, για να δω μέχρι πού μπορεί να το πάει.
Γνωρίζει, άραγε, ότι δεν έχει μόνο εκείνη δικαιώματα και εγώ υποχρεώσεις, αλλά ισχύει και το αντίθετο;
Στην Ελλάδα της κρίσης, την οποία βιώνουμε όλοι «στο πετσί μας» εδώ και τουλάχιστον επτά χρόνια, τα νοικοκυριά έχουν υποστεί μία άνευ προηγουμένου αφαίμαξη του εισοδήματός τους και η ανεργία απέκτησε διαστάσεις κολλητικής ασθένειας.
Το κόστος ζωής αυξάνεται ή, στη χειρότερη περίπτωση, μένει σταθερό, ενώ στην αγορά εργασίας κυριαρχούν οι μειώσεις μισθών, οι περικοπές επιδομάτων, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης έναντι... πινακίου φακής και, φυσικά, η ανεργία, για όποιον δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτά τα «νέα» δεδομένα ή για εκείνον που θεωρεί ότι υπάρχουν και όρια στο πόσο χαμηλά μπορεί να ρίξει την αξιοπρέπειά του ένας άνθρωπος, για να ζήσει.
Τώρα πια, που η «φούσκα» της τεχνητής ευμάρειας, μέσα στην οποία έζησε ο Έλληνας για πολλά χρόνια κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, «έσκασε» και μας πήρε όλους παραμάζωμα, ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας, συνάνθρωποί μας, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Και όχι, δεν είναι όλοι κατ' επάγγελμα «μπαταχτσήδες», όπως εύκολα θα έκρινε κανείς, που έζησαν για πολλά χρόνια πάνω και πέρα από τις δυνατότητές τους και τώρα πρέπει να «τιμωρηθούν».
Τουναντίον, η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών είναι άνθρωποι που είδαν το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, σοβαροί, οικογενειάρχες, με «στρωμένα» οικονομικά, που προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, ακόμα και όταν αυτές ακολουθούσαν αντιστρόφως ανάλογο ρυθμό αύξησης, από εκείνον του διαρκώς μειούμενου εισοδήματός τους.
Ο αγώνας αυτός όμως είναι άνισος και, κάποια στιγμή, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάστηκαν να σηκώσουν τα χέρια ψηλά...
Κι όμως, είναι αυτών ακριβώς των ανθρώπων την οικονομική δυσχέρεια, που έρχονται να εκμεταλλευθούν οι εισπρακτικές εταιρείες.
Αφού αγοράσουν από τράπεζες και οργανισμούς τις οφειλές των καταναλωτών, στη συνέχεια επιδίδονται στην αναζήτηση του κέρδους.
Όλα αυτά, βεβαίως βεβαίως, χωρίς να αναφέρουν πόσο αγοράζουν τα χρέη των Ελλήνων, αλλά και χωρίς να αποσαφηνίζουν τους τρόπους και τις μεθόδους, των οποίων μετέρχονται, για να τα εισπράξουν.
Και ενώ ήδη στο «χαρτοφυλάκιό» τους περιλαμβάνονται οι οφειλές προς τράπεζες, εταιρείες τηλεφωνίας, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, εμπορικές αλυσίδες που πουλάνε με δόσεις, κέντρα αδυνατίσματος ή και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ακόμα, ο μεγάλος στόχος τους δεν είναι άλλος από τις οφειλές των πολιτών προς το Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ.
Εκεί είναι το μεγάλο «φαγοπότι», ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου, που άνοιξε τον δρόμο, μολονότι ακόμα οι εισπρακτικές είναι αναγκασμένες να περιμένουν, καθώς δεν έχει προκηρυχθεί ο διαγωνισμός, προκειμένου να «κυνηγήσουν» τις οφειλές μας προς ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ και, κυρίως, προς τις εφορίες...
Όλα τα παραπάνω, φυσικά, υπάρχει ένα σχεδόν αδιόρατο «νήμα» που τα συνδέει και επιτρέπει, ίσως, όταν αποκαλύπτεται, να κατανοήσουμε καλύτερα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, έγινε γνωστό από το δικαστικό ρεπορτάζ ότι η πολυετής εισαγγελική έρευνα για τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που δέχονται οι οφειλέτες από τις εισπρακτικές εταιρείες οδεύει προς το αρχείο, καθώς δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων σε βαθμό κακουργήματος.
Με άλλα λόγια, η ελληνική Δικαιοσύνη ετοιμάζεται -εκτός και αν η Εισαγγελία Εφετών έχει τελικά αντίθετη γνώμη- να επιτρέψει και με τη «βούλα» στις εισπρακτικές να συνεχίσουν το... θεάρεστο έργο των οχλήσεων και των πιέσεων -με τη μορφή της ψυχολογικής βίας, πολύ συχνά- προς τους οφειλέτες.
Και δεν είναι τυχαίο ότι, μία μέρα μετά την δικαστική αυτή εξέλιξη, ο πρόεδρος της ΔΕΗ μιλούσε για πρώτη φορά ανοιχτά, από το βήμα της Βουλής μάλιστα, για το ενδεχόμενο η Επιχείρηση να αναθέσει σε τέτοιου τύπου εταιρείες την είσπραξη ποσού 2,6 δισ. ευρώ, στο οποίο ανέρχονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών από τους απλήρωτους λογαριασμούς ρεύματος.
Έστω και αν ο ίδιος υποχρεώθηκε στη συνέχεια σε αναδίπλωση, «βαφτίζοντας» τις εισπρακτικές «συμβουλευτικές», που θα παρέχουν «τεχνογνωσία» στη ΔΕΗ για την είσπραξη των οφειλών, η ουσία παραμένει πως η «κερκόπορτα» έχει ανοίξει, για να εισβάλουν οι εισπρακτικές και στο Δημόσιο, με την άδεια πάντα της «τυφλής» Δικαιοσύνης...
Αξίζει ίσως, στο σημείο αυτό, να αναρωτηθούμε: ακριβώς επειδή το επόμενο νόμιμο βήμα μετά το ληξιπρόθεσμο μιας οφειλής, είναι να ξεκινήσει η διαδικασία από δικηγόρο με δικαστικό επιμελητή, τι... ακόμα πιο νόμιμο θα μπορούσε να προσφέρει μια εισπρακτική εταιρεία; Και γιατί, στην πραγματικότητα, να υφίσταται;
Εάν δεν μπορεί να τελεσφορήσει νόμιμα η δικαστική διαδικασία, ποια ακριβώς διαδικασία θα επιστρατεύσουν αυτές οι εταιρείες; Την ψυχολογική πίεση, τον εκβιασμό, θα... στείλουν μπράβους, θα σπάνε νεύρα ή... όλα τα παραπάνω;
Και αν η δράση τους δεν εμπεριέχει τίποτα το αξιόμεμπτο, τότε γιατί το πρώτο μέλημά τους, όταν επικοινωνούν με έναν οφειλέτη, είναι να τον... προειδοποιήσουν ότι «για τη δική του ασφάλεια, η συνομιλία καταγράφεται»;
Μήπως θα ήθελαν να μας πουν και από τι ακριβώς κινδυνεύουμε, μιας και τα «online» καταστατικά τους ουδόλως περιγράφουν το σημείο αυτό;
Διαφορετικά, μπορούμε απλά να μην συναινέσουμε στην καταγραφή της συνομιλίας μας ή να ενημερώσουμε ότι, από την πλευρά μας, την καταγράφουμε κι εμείς.
Δοκιμάστε το, την επόμενη φορά που ενδεχομένως ενοχληθείτε από κάποιον υπάλληλο μιας εισπρακτικής.
Θα εκπλαγείτε από την αντίδρασή τους, όταν διαπιστώσετε πόσο μονόπλευρα γνωρίζουν -και ερμηνεύουν- το νόμο...
Βασ. Αναστασόπουλος, protothema.gr
«Καλώς ήρθατε στον κόσμο της παράνοιας» θα ήθελα να συμπληρώσω εγώ, όμως δεν το κάνω.
Αφήνω την ψυχρή, μεταλλική φωνή να συνεχίσει το τροπάρι της, για να δω μέχρι πού μπορεί να το πάει.
Γνωρίζει, άραγε, ότι δεν έχει μόνο εκείνη δικαιώματα και εγώ υποχρεώσεις, αλλά ισχύει και το αντίθετο;
Στην Ελλάδα της κρίσης, την οποία βιώνουμε όλοι «στο πετσί μας» εδώ και τουλάχιστον επτά χρόνια, τα νοικοκυριά έχουν υποστεί μία άνευ προηγουμένου αφαίμαξη του εισοδήματός τους και η ανεργία απέκτησε διαστάσεις κολλητικής ασθένειας.
Το κόστος ζωής αυξάνεται ή, στη χειρότερη περίπτωση, μένει σταθερό, ενώ στην αγορά εργασίας κυριαρχούν οι μειώσεις μισθών, οι περικοπές επιδομάτων, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης έναντι... πινακίου φακής και, φυσικά, η ανεργία, για όποιον δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτά τα «νέα» δεδομένα ή για εκείνον που θεωρεί ότι υπάρχουν και όρια στο πόσο χαμηλά μπορεί να ρίξει την αξιοπρέπειά του ένας άνθρωπος, για να ζήσει.
Τώρα πια, που η «φούσκα» της τεχνητής ευμάρειας, μέσα στην οποία έζησε ο Έλληνας για πολλά χρόνια κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, «έσκασε» και μας πήρε όλους παραμάζωμα, ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας, συνάνθρωποί μας, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Και όχι, δεν είναι όλοι κατ' επάγγελμα «μπαταχτσήδες», όπως εύκολα θα έκρινε κανείς, που έζησαν για πολλά χρόνια πάνω και πέρα από τις δυνατότητές τους και τώρα πρέπει να «τιμωρηθούν».
Τουναντίον, η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών είναι άνθρωποι που είδαν το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, σοβαροί, οικογενειάρχες, με «στρωμένα» οικονομικά, που προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, ακόμα και όταν αυτές ακολουθούσαν αντιστρόφως ανάλογο ρυθμό αύξησης, από εκείνον του διαρκώς μειούμενου εισοδήματός τους.
Ο αγώνας αυτός όμως είναι άνισος και, κάποια στιγμή, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάστηκαν να σηκώσουν τα χέρια ψηλά...
Κι όμως, είναι αυτών ακριβώς των ανθρώπων την οικονομική δυσχέρεια, που έρχονται να εκμεταλλευθούν οι εισπρακτικές εταιρείες.
Αφού αγοράσουν από τράπεζες και οργανισμούς τις οφειλές των καταναλωτών, στη συνέχεια επιδίδονται στην αναζήτηση του κέρδους.
Όλα αυτά, βεβαίως βεβαίως, χωρίς να αναφέρουν πόσο αγοράζουν τα χρέη των Ελλήνων, αλλά και χωρίς να αποσαφηνίζουν τους τρόπους και τις μεθόδους, των οποίων μετέρχονται, για να τα εισπράξουν.
Και ενώ ήδη στο «χαρτοφυλάκιό» τους περιλαμβάνονται οι οφειλές προς τράπεζες, εταιρείες τηλεφωνίας, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, εμπορικές αλυσίδες που πουλάνε με δόσεις, κέντρα αδυνατίσματος ή και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ακόμα, ο μεγάλος στόχος τους δεν είναι άλλος από τις οφειλές των πολιτών προς το Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ.
Εκεί είναι το μεγάλο «φαγοπότι», ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου, που άνοιξε τον δρόμο, μολονότι ακόμα οι εισπρακτικές είναι αναγκασμένες να περιμένουν, καθώς δεν έχει προκηρυχθεί ο διαγωνισμός, προκειμένου να «κυνηγήσουν» τις οφειλές μας προς ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ και, κυρίως, προς τις εφορίες...
Όλα τα παραπάνω, φυσικά, υπάρχει ένα σχεδόν αδιόρατο «νήμα» που τα συνδέει και επιτρέπει, ίσως, όταν αποκαλύπτεται, να κατανοήσουμε καλύτερα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, έγινε γνωστό από το δικαστικό ρεπορτάζ ότι η πολυετής εισαγγελική έρευνα για τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που δέχονται οι οφειλέτες από τις εισπρακτικές εταιρείες οδεύει προς το αρχείο, καθώς δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων σε βαθμό κακουργήματος.
Με άλλα λόγια, η ελληνική Δικαιοσύνη ετοιμάζεται -εκτός και αν η Εισαγγελία Εφετών έχει τελικά αντίθετη γνώμη- να επιτρέψει και με τη «βούλα» στις εισπρακτικές να συνεχίσουν το... θεάρεστο έργο των οχλήσεων και των πιέσεων -με τη μορφή της ψυχολογικής βίας, πολύ συχνά- προς τους οφειλέτες.
Και δεν είναι τυχαίο ότι, μία μέρα μετά την δικαστική αυτή εξέλιξη, ο πρόεδρος της ΔΕΗ μιλούσε για πρώτη φορά ανοιχτά, από το βήμα της Βουλής μάλιστα, για το ενδεχόμενο η Επιχείρηση να αναθέσει σε τέτοιου τύπου εταιρείες την είσπραξη ποσού 2,6 δισ. ευρώ, στο οποίο ανέρχονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών από τους απλήρωτους λογαριασμούς ρεύματος.
Έστω και αν ο ίδιος υποχρεώθηκε στη συνέχεια σε αναδίπλωση, «βαφτίζοντας» τις εισπρακτικές «συμβουλευτικές», που θα παρέχουν «τεχνογνωσία» στη ΔΕΗ για την είσπραξη των οφειλών, η ουσία παραμένει πως η «κερκόπορτα» έχει ανοίξει, για να εισβάλουν οι εισπρακτικές και στο Δημόσιο, με την άδεια πάντα της «τυφλής» Δικαιοσύνης...
Αξίζει ίσως, στο σημείο αυτό, να αναρωτηθούμε: ακριβώς επειδή το επόμενο νόμιμο βήμα μετά το ληξιπρόθεσμο μιας οφειλής, είναι να ξεκινήσει η διαδικασία από δικηγόρο με δικαστικό επιμελητή, τι... ακόμα πιο νόμιμο θα μπορούσε να προσφέρει μια εισπρακτική εταιρεία; Και γιατί, στην πραγματικότητα, να υφίσταται;
Εάν δεν μπορεί να τελεσφορήσει νόμιμα η δικαστική διαδικασία, ποια ακριβώς διαδικασία θα επιστρατεύσουν αυτές οι εταιρείες; Την ψυχολογική πίεση, τον εκβιασμό, θα... στείλουν μπράβους, θα σπάνε νεύρα ή... όλα τα παραπάνω;
Και αν η δράση τους δεν εμπεριέχει τίποτα το αξιόμεμπτο, τότε γιατί το πρώτο μέλημά τους, όταν επικοινωνούν με έναν οφειλέτη, είναι να τον... προειδοποιήσουν ότι «για τη δική του ασφάλεια, η συνομιλία καταγράφεται»;
Μήπως θα ήθελαν να μας πουν και από τι ακριβώς κινδυνεύουμε, μιας και τα «online» καταστατικά τους ουδόλως περιγράφουν το σημείο αυτό;
Διαφορετικά, μπορούμε απλά να μην συναινέσουμε στην καταγραφή της συνομιλίας μας ή να ενημερώσουμε ότι, από την πλευρά μας, την καταγράφουμε κι εμείς.
Δοκιμάστε το, την επόμενη φορά που ενδεχομένως ενοχληθείτε από κάποιον υπάλληλο μιας εισπρακτικής.
Θα εκπλαγείτε από την αντίδρασή τους, όταν διαπιστώσετε πόσο μονόπλευρα γνωρίζουν -και ερμηνεύουν- το νόμο...
Βασ. Αναστασόπουλος, protothema.gr