Ο Αλέκος Τζανετάκος (1937-2010) ήταν Έλληνας ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και σεναριογράφος. Ήταν ευρύτατα γνωστός και ως «ο καρπαζοεισπράκτορας», παρατσούκλι που του έδωσε ο κόσμος για τις καρπαζιές που έτρωγε στους κινηματογραφικούς του ρόλους.
και στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου. Έκανε ντεμπούτο στο θέατρο το 1957 με τον θίασο των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου στο έργο «Οι δικοί μας άνθρωποι», ενώ με το Περιφερειακό Θέατρο Θεσσαλονίκης του Κώστα Χατζίσκου εμφανίστηκε και σε ρόλους κλασικού ρεπερτορίου.
Πρώτη φορά εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη στην κωμωδία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης» (1956 ), σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αργότερα συμμετείχε σε αρκετές ταινίες όπως «Ο Ηλίας του 16ου», «Ο μπαμπάς μου ο τεντιμπόις», «Ο τρελοπενηντάρης», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Νόμος 4000» κ.ά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αποσύρθηκε από το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για βιντεοταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο ίδιος. Ο Τζανετάκος ήταν και οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών παίρνοντας μέρος στα πανελλήνια πρωταθλήματα και αγώνες της εποχής και σημειώνοντας πολλές νίκες.
«Κοιμόμασταν στρωματσάδα στην αυλή και από πάνω ένα τεράστιο γιασεμί μοσχοβολούσε καθώς μας έπαιρνε ο ύπνος. Τι ομορφιά, Θεέ μου, σ’αυτή τη γειτονιά!»
«Σφουγγαρίκι στους πλούσιους» «(…) Εμεινε η μάνα μου χήρα στα είκοσι εννιά της χρόνια, καλλονή ήταν, πολύ όμορφη γυναίκα και έκτοτε, όχι, δεν ξαναπαντρεύτηκε, γιατί είχε πολλές προτάσεις, δεν ξανάβαλε κραγιόν στα χείλη της! Αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της, που πάσχισε να τα μεγαλώσει, και θυμάμαι, μού ’λεγε η καημένη: “άκουσε, αγόρι μου.
Εκανα τα πάντα για να σας μεγαλώσω, ένα μόνο δεν έκανα, δεν έγινα πόρνη”. Εκεί στα Μανιάτικα ξεκίνησα τη ζωή μου, ο μοναδικός άντρας στην οικογένεια, πώς να ζήσουμε πέντε ορφανά, άρχισα κι εγώ να δουλεύω κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά.
Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων, δεν ντρεπόμουνα, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα. Θυμάμαι τη μάνα μου που μας έκοβε μία μικρή φέτα ψωμί, την έβρεχε και την πασπάλιζε με ζάχαρη ή κάποιες φορές την άλειφε με θρεψίνη και περιμέναμε πότε θα ’ρθει η Κυριακή να φάμε κρέας με μακαρόνια, μετά το κατηχητικό.