Γράφει ο Δρ. Ζήνωνας Τζιάρρας
Διδάσκων Γεωπολιτικής & Διεθνούς Ασφάλειας, UCLan Cyprus
Πέρα από τους διάφορους θρησκευτικούς και άλλους συμβολισμούς, που αποδεικνύονται πολύ συχνά παραπλανητικοί, η επίσκεψη του Ρώσου προέδρου Βλαδίμηρου Πούτιν στην Ελλάδα είχε πρωτίστως στρατηγικά και όχι ιδεολογικά κίνητρα.
Σε πρώτη ανάλυση, είναι πασιφανές πως τόσο η επίσκεψη όσο και οι συμφωνίες που υπεγράφησαν σε
διάφορα επίπεδα σηματοδοτούν την εμβάθυνση των σχέσεων της Ρωσίας με την Ελλάδα. Από μια ελληνική προοπτική, αυτή η εξέλιξη μπορεί να ιδωθεί και ως προέκταση της πιο φιλο-ρωσικής εξωτερικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Για τη Μόσχα, σχετίζεται άμεσα με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό Δύσης-Ρωσίας.
Μεταξύ των κύριων ρωσικών ανησυχιών που πλαισιώνουν την επίσκεψη του Πούτιν στην Ελλάδα, βρίσκονται οι γεωστρατηγικές κινήσεις των ΗΠΑ της ΕΕ και βεβαίως του ΝΑΤΟ. Ιδιαίτερα το τελευταίο αποτελεί μια συνεχώς αυξανόμενη απειλή για τη Μόσχα λόγω της επέκτασης των επιχειρήσεών του και των προσπαθειών διεύρυνσης στο «εγγύς εξωτερικό» της Ρωσίας.
Για παράδειγμα, η πρόσκληση του Μαυροβουνίου για ένταξη στο ΝΑΤΟ, η επιθυμία του οργανισμού για ένταξη της Ουκρανίας και οι πρόσφατες νατοϊκές στρατιωτικές ασκήσεις στη Γεωργία (για να μην αναφερθούμε στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής) προβληματίζουν τους Ρώσους. Βλέπουν ότι η γεωπολιτική εξωστρέφεια και η προβολή ισχύος από μέρους της Ρωσίας τα τελευταία χρόνια έχει επανενεργοποιήσει το ΝΑΤΟ με ένα τρόπο που δεν επιθυμούσαν και που θυμίζει Ψυχρό Πόλεμο.
Το ίδιο συμβαίνει και με την εγκατάσταση του νατοϊκού αντι-πυραυλικού συστήματος στη Ρουμανία, το οποίο, σύμφωνα και με τις δηλώσεις του Πούτιν, εκλαμβάνεται από τη Μόσχα ως απειλή. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι το ζήτημα της αντι-πυραυλικής ασπίδας είναι για τη Μόσχα ζήτημα προτεραιότητας. Παρόμοιες ανησυχίες υφίστανται για τη Ρωσία και στον τομέα της ενέργειας καθότι οι αγωγοί ΤΑΝΑΡ και ΤΑΡ φαίνεται να θέτουν εν αμφιβόλω την πρωτοκαθεδρία της σε ό,τι αφορά την παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Υπό το φως των παραπάνω ανησυχιών, ο Πούτιν επέλεξε να κεφαλαιοποιήσει τους θετικούς ελληνο-ρωσικούς δεσμούς και δη τον ιδεολογικό προσανατολισμό της ελληνικής κυβέρνησης για δύο βασικούς λόγους:
α) για να στείλει μηνύματα στη Δύση, από το βήμα μιας δυτικής χώρας-συμμάχου, σχετικά με το μέχρι που μπορεί να φτάσει η επιρροή του, και β) για να επιδιώξει να χρησιμοποιήσει ή να επιστρατεύσει την Ελλάδα υπέρ του, ενδεχομένως μέσα από μια διαδικασία «δούναι και λαβείν», ως μοχλός πίεσης εντός τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ.
Είναι ομολογουμένως αμφίβολο κατά πόσο η Ελλάδα, δεδομένων των περιστάσεων, έχει την ικανότητα να παίξει ένα τέτοιο ρόλο. Ωστόσο, πέρα από τη συμβολική σημασία, η εν λόγω εξέλιξη δεν παύει να αποτελεί πρόκληση και δοκιμασία όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και τη Δύση.
Κατά τα άλλα, θα ήταν μάλλον υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η επίσκεψη του Πούτιν σηματοδοτεί την ένταξη της Ελλάδας στη ρωσική σφαίρα επιρροής, αν μη τι άλλο λόγω της πολυεπίπεδης εξάρτησης της Ελλάδας από δυτικές δυνάμεις και θεσμούς. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να αποκλείεται μελλοντικά αναλόγως της οικονομική, πολιτικής και ιδεολογικής πορείας της χώρας.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις τουρκο-ρωσικές σχέσεις, τα μηνύματα του Πούτιν, παρά την υπάρχουσα ένταση, φαίνεται να ευνοούν – μολονότι εμμέσως – μια διαδικασία επαναπροσέγγισης με την Τουρκία. Αφενός αυτό εκφράζει την ανάγκη της Ρωσίας για ειρήνευση και σταθερότητα σε Καύκασο και Μέση Ανατολή (Συρία).
Αφετέρου πιθανώς να σχετίζεται με τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία, την άνοδο του Μπίν Αλι Γινλντιρίμ στην πρωθυπουργία της χώρας και το πλάνο του για εξομάλυνση των εξωτερικών σχέσεων της Τουρκίας.
Διδάσκων Γεωπολιτικής & Διεθνούς Ασφάλειας, UCLan Cyprus
Πέρα από τους διάφορους θρησκευτικούς και άλλους συμβολισμούς, που αποδεικνύονται πολύ συχνά παραπλανητικοί, η επίσκεψη του Ρώσου προέδρου Βλαδίμηρου Πούτιν στην Ελλάδα είχε πρωτίστως στρατηγικά και όχι ιδεολογικά κίνητρα.
Σε πρώτη ανάλυση, είναι πασιφανές πως τόσο η επίσκεψη όσο και οι συμφωνίες που υπεγράφησαν σε
διάφορα επίπεδα σηματοδοτούν την εμβάθυνση των σχέσεων της Ρωσίας με την Ελλάδα. Από μια ελληνική προοπτική, αυτή η εξέλιξη μπορεί να ιδωθεί και ως προέκταση της πιο φιλο-ρωσικής εξωτερικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Για τη Μόσχα, σχετίζεται άμεσα με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό Δύσης-Ρωσίας.
Μεταξύ των κύριων ρωσικών ανησυχιών που πλαισιώνουν την επίσκεψη του Πούτιν στην Ελλάδα, βρίσκονται οι γεωστρατηγικές κινήσεις των ΗΠΑ της ΕΕ και βεβαίως του ΝΑΤΟ. Ιδιαίτερα το τελευταίο αποτελεί μια συνεχώς αυξανόμενη απειλή για τη Μόσχα λόγω της επέκτασης των επιχειρήσεών του και των προσπαθειών διεύρυνσης στο «εγγύς εξωτερικό» της Ρωσίας.
Για παράδειγμα, η πρόσκληση του Μαυροβουνίου για ένταξη στο ΝΑΤΟ, η επιθυμία του οργανισμού για ένταξη της Ουκρανίας και οι πρόσφατες νατοϊκές στρατιωτικές ασκήσεις στη Γεωργία (για να μην αναφερθούμε στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής) προβληματίζουν τους Ρώσους. Βλέπουν ότι η γεωπολιτική εξωστρέφεια και η προβολή ισχύος από μέρους της Ρωσίας τα τελευταία χρόνια έχει επανενεργοποιήσει το ΝΑΤΟ με ένα τρόπο που δεν επιθυμούσαν και που θυμίζει Ψυχρό Πόλεμο.
Το ίδιο συμβαίνει και με την εγκατάσταση του νατοϊκού αντι-πυραυλικού συστήματος στη Ρουμανία, το οποίο, σύμφωνα και με τις δηλώσεις του Πούτιν, εκλαμβάνεται από τη Μόσχα ως απειλή. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι το ζήτημα της αντι-πυραυλικής ασπίδας είναι για τη Μόσχα ζήτημα προτεραιότητας. Παρόμοιες ανησυχίες υφίστανται για τη Ρωσία και στον τομέα της ενέργειας καθότι οι αγωγοί ΤΑΝΑΡ και ΤΑΡ φαίνεται να θέτουν εν αμφιβόλω την πρωτοκαθεδρία της σε ό,τι αφορά την παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Υπό το φως των παραπάνω ανησυχιών, ο Πούτιν επέλεξε να κεφαλαιοποιήσει τους θετικούς ελληνο-ρωσικούς δεσμούς και δη τον ιδεολογικό προσανατολισμό της ελληνικής κυβέρνησης για δύο βασικούς λόγους:
α) για να στείλει μηνύματα στη Δύση, από το βήμα μιας δυτικής χώρας-συμμάχου, σχετικά με το μέχρι που μπορεί να φτάσει η επιρροή του, και β) για να επιδιώξει να χρησιμοποιήσει ή να επιστρατεύσει την Ελλάδα υπέρ του, ενδεχομένως μέσα από μια διαδικασία «δούναι και λαβείν», ως μοχλός πίεσης εντός τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ.
Είναι ομολογουμένως αμφίβολο κατά πόσο η Ελλάδα, δεδομένων των περιστάσεων, έχει την ικανότητα να παίξει ένα τέτοιο ρόλο. Ωστόσο, πέρα από τη συμβολική σημασία, η εν λόγω εξέλιξη δεν παύει να αποτελεί πρόκληση και δοκιμασία όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και τη Δύση.
Κατά τα άλλα, θα ήταν μάλλον υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η επίσκεψη του Πούτιν σηματοδοτεί την ένταξη της Ελλάδας στη ρωσική σφαίρα επιρροής, αν μη τι άλλο λόγω της πολυεπίπεδης εξάρτησης της Ελλάδας από δυτικές δυνάμεις και θεσμούς. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να αποκλείεται μελλοντικά αναλόγως της οικονομική, πολιτικής και ιδεολογικής πορείας της χώρας.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις τουρκο-ρωσικές σχέσεις, τα μηνύματα του Πούτιν, παρά την υπάρχουσα ένταση, φαίνεται να ευνοούν – μολονότι εμμέσως – μια διαδικασία επαναπροσέγγισης με την Τουρκία. Αφενός αυτό εκφράζει την ανάγκη της Ρωσίας για ειρήνευση και σταθερότητα σε Καύκασο και Μέση Ανατολή (Συρία).
Αφετέρου πιθανώς να σχετίζεται με τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία, την άνοδο του Μπίν Αλι Γινλντιρίμ στην πρωθυπουργία της χώρας και το πλάνο του για εξομάλυνση των εξωτερικών σχέσεων της Τουρκίας.