Μια μητέρα και ένας πατέρας ήταν πολύ ενοχλημένοι
από το γεγονός ότι ο γιος τους είχε πάει 17 χρονών και δεν είχε κοπέλα.
Του πήρε ο πατέρας του λοιπόν ένα ποδήλατο, μήπως και γίνει τίποτε, αλλά ο Γιαννάκης τα ίδια. Κάθε βράδυ, 9 η ώρα γύριζε σπίτι! από το γεγονός ότι ο γιος τους είχε πάει 17 χρονών και δεν είχε κοπέλα.
Ένα βράδυ κοιτάζει ο πατέρας το ρολόι και γυρνάει και λέει:
- Ρε γυναίκα, έχει πάει 9.30 και ο Γιαννάκης δεν έχει γυρίσει. Λες να παίζεται τίποτε;
Σε λίγο ξανακοιτά ο πατέρας το ρολόι. 9.45. Ακόμα να φανεί ο Γιαννάκης, ενθουσιάζεται ο πατέρας.
Πάει 10.00, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Γιαννάκης λαχανιασμένος.
- Τι έγινε αγόρι μου, είσαι καλά; ρωτάει ο πατέρας όλο κρυφή ελπίδα.
- Να, μπαμπά, όπως ερχόμουν σπίτι με σταματάει ένα κοριτσάκι και μου λέει να πάμε βόλτα στην παραλία να παίξουμε. Όταν φτάσαμε στην παραλία αυτή άρχισε να παίζει περίεργα παιχνίδια.
- Ναι, γιε μου, και μετά;
- Να, έβγαλε την μπλούζα της.
- Ναι και μετά;
- Έβγαλε το φουστανάκι της.
- Και μετά;
- Έβγαλε το σουτιέν της.
- Και μετά;
- Έβγαλε το βρακάκι της.
- Ρε γυναίκα, φωνάζει ο πατέρας, τελικά ο γιος μας δεν είναι αδερφή. Και μετά; γυρίζει πάλι στον γιο.
- Μετά ήρθε κοντά μου, έσκυψε και μου κατέβασε το φερμουάρ.
- Και μετά, και μετά;
- Να, μετά κοιτάω το ρολόι, και είχε πάει 10 η ώρα. Είχα αργήσει! Παίρνω το ποδήλατο και τσακίστηκα να έρθω σπίτι!