Από την πολύκροτη υπόθεση της σύλληψης του αείμνηστου λαϊκού τραγουδιστή Στράτου Διονυσίου στο στούντιο της Κολούμπια, όταν ...
ασφαλίτες της χούντας του φόρτωσαν αγορά χασίς εξακοσίων γραμμαρίων, μέχρι τη σύλληψη και απολογία του ηθοποιού Νίκου Σεργιανόπουλου έχουν αλλάξει πολλά.
Αλλαξε, για παράδειγμα, ο νόμος των προσωπικών δεδομένων που σήμερα, όπως τουλάχιστον εφαρμόζεται, στις πλείστες των περιπτώσεων προστατεύει τους παραβάτες και τους ανοιγοκλείνει το μάτι για την απόλυτη συγκάλυψη.
Στην περίπτωση του μακαρίτη του Στράτου οι χωροφύλακες τον τραβολογούσαν και τον φωτογράφιζαν «επειδή ήταν είδωλο».
Στην υπόθεση του Σεργιανόπουλου όλα τα κανάλια και οι εφημερίδες (πλην της «Espresso») το ’παιξαν «μούγκα» για να μη «διαπομπευτεί ο καλλιτέχνης».
Εκείνο που δεν άλλαξε ποτέ -και ούτε φαίνεται ότι θα αλλάξει- είναι οι καταστρεπτικές για την υγεία τους και για το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι συνήθειες των ακριβοπληρωμένων σταρ της ντόπιας, μίζερης και παροξυμένης showbiz.
Τότε χασίς, σήμερα κόκα, κρακ και χάπια Εκσταση. Τότε μαγκιά και ρεμπετολαγνεία που εκφραζόταν με ένα «βαρύ στριφτό τσιγάρο» από τα «τρίφυλλα» της ορεινής Καλαμάτας ή του εύφορου Πύργου, σήμερα «μυτιές» γκλαμουριάς και χλίδας αξίας ακόμα και 4.000 ευρώ τη φορά.
Η καλλιτεχνική ζωή λοιπόν κυλιέται ακόμα στον βούρκο, στη λάσπη και τη δυσωδία της εξάρτησης των σκληρών ναρκωτικών και διεγερτικών ουσιών, που μαθηματικά οδηγεί ή στο φρενοκομείο ή στον τάφο.
Δεν είναι παράδοξο βεβαίως ότι τόσα μα τόσα χρόνια στη συνείδηση του κόσμου έχει περάσει η εντύπωση πως τελικά πάντα την πληρώνει ο ανώνυμος κάτοχος και αγοραστής ναρκωτικών ουσιών και σχεδόν ποτέ οι λεγόμενοι «ματσό επώνυμοι» που απολαμβάνουν της ασυλίας της «τυφλής» δικαιοσύνης.
Για τις υποθέσεις μιας απλής εμπλοκής που οδήγησε σε αθώωση έως και πολύ σοβαρών κατηγοριών που οδήγησαν σε καταδίκες και πολλών ακόμα αιφνιδιαστικών συλλήψεων «επωνύμων» από την Αστυνομία έχουν χυθεί τόνοι μελάνης.
Κάποτε, όταν δημοσιοποιούνταν τα ονόματά τους, οι αναγνωρίσιμοι σταρ του τραγουδιού, της μόδας, της πασαρέλας και της τηλεόρασης έκρυβαν το πρόσωπό τους με το μπουφάν τους την ώρα που πήγαιναν στον ανακριτή.
Το ίδιο κάνουν και σήμερα. Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα…
Υπόθεση Στράτου Διονυσίου
Το φθινόπωρο του 1973, την ώρα που ο μάγκας του λαϊκού τραγουδιού Στράτος Διονυσίου, άγρυπνος για δύο εικοσιτετράωρα, ηχογραφούσε τα νέα του τραγούδια στην Κολούμπια, ένα τσούρμο χωροφύλακες μπαίνουν στο στούντιο του Περισσού και τον συλλαμβάνουν.
Η κατηγορία για την αγορά της «μαύρης», που ποτέ δεν αποδέχτηκε ο Διονυσίου καταγγέλλοντας ότι «κάτι αλάνια από τη Θεσσαλονίκη του την είχαν στημένη», τον οδηγεί πίσω από τα σίδερα της φυλακής του Γεντί Κουλέ στις 30 Μαΐου του 1973. Το σοκ για τον καλλιτεχνικό κόσμο ήταν τεράστιο.
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν ο πρώτος αλλά και ο τελευταίος ουσιαστικός και αληθινός σταρ που κάθισε πίσω από τα σίδερα για ναρκωτικά.
Υπόθεση Ματούλας – Ανδρέα Μπάρκουλη
Οταν ο τότε διευθυντής του Τμήματος της Ασφαλείας Αθηνών Γιώργος Κοκκίνης συνέλαβε τη θρυλική πια Ματούλα του Κολωνακίου για εμπλοκή της σε κύκλωμα ναρκωτικών ουσιών, η κοσμική και καλλιτεχνική ζωή της πρωτεύουσας ανατρίχιασε και έχασε τον ύπνο της. Για τον απλούστατο λόγο, ότι η γοητευτική Ματούλα γνώριζε και ήξερε πολλά.
Για αφροδίσια και κολασμένα συμπλέγματα, πάρτι ακολασίας, βουτιές στη κόκα και στη θανατηφόρα πρέζα. Το μόνο πρόσωπο όμως που πλήρωσε ακριβά τη «νύφη» ήταν μόνον η Ματούλα.
Στην ίδια έφοδο των αστυνομικών είχε συλληφθεί και μια ανιψιά γνωστού πολιτικού, για την οποία όλως τυχαίως (!) δεν προέκυψε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει σάλος για σκανδαλωδώς ευνοϊκή μεταχείριση.
Η Ματούλα, σήμερα απεξαρτημένη, όπως ισχυρίζεται, από τον εφιάλτη που έπνιγε για δεκαπέντε χρόνια τη ζωή της, διαμαρτύρεται «για την αδικία των εξαθλιωμένων χρηστών που είτε πεθαίνουν είτε γίνονται κουρέλια ενός κοινωνικού συστήματος που προστατεύει τους επώνυμους και λεφτάδες της τηλεόρασης και του ψεύτικου και υποκριτικού καλλιτεχνικού συστήματος».
Και βεβαίως δεν έχει άδικο. Διαφορετική ήταν η τροπή στην υπόθεση της σύλληψης του κάποτε ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου Ανδρέα Μπάρκουλη.
Είχε συλληφθεί τη δεκαετία του 1970 για χρήση χασίς. Ο Μπάρκουλης, την εποχή που οι γυναίκες σχημάτιζαν ουρές για να τον συναντήσουν, δεν άντεξε την κοινωνική κατακραυγή με τη δημοσιοποίηση του θέματος και έφυγε για την Αμερική.
Υπόθεση Κορκολή
Τέσσερα πρόσωπα από την επαγγελματική «αυλή» του τραγουδιστή Στέφανου Κορκολή και μία κασέτα ακατάλληλου περιεχομένου που έφτασε στα χέρια του δημοσιογράφου Μάκη Τριανταφυλλόπουλου και προβλήθηκε τις μεταμεσονύχτιες ώρες στη «Ζούγκλα» τον Φλεβάρη του 2000 παραλίγο να στείλουν πίσω από τα σίδερα τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Στέφανο Κορκολή.
Μετά τις εκπομπές θρίλερ που παρακολούθησε η κοινή γνώμη και στις οποίες εικονιζόταν ο καλλιτέχνης να κάνει έρωτα με την τότε ανήλικη αρραβωνιαστικιά του και σημερινό μοντέλο Βικτώρια και να ακούγονται διάλογοι που παρέπεμπαν σε χρήση ναρκωτικών, ο Κορκολής πέρασε την πόρτα του ανακριτικού γραφείου.
Η καταγγελία περί ασέλγειας πέρασε στο αρχείο, όμως ο τότε εισαγγελέας Πρωτοδικών Ισίδωρος Ντογιάκος και σημερινός αντιεισαγγελέας Εφετών άσκησε στον ήδη καταρρακωμένο πιανίστα πέντε κακουργηματικές κατηγορίες περί αγοράς, κατοχής, διάθεσης σε τρίτους, προσφοράς σε τρίτους και διάθεσης χώρου σε άλλους για χρήση ναρκωτικών κατ’ εξακολούθηση.
Η Ελλάδα ζούσε στους παλμούς του φοβερού σκανδάλου, αφού τότε ο καλλιτέχνης μεσουρανούσε.
Επειτα από μια ιδανική για τον μουσικοσυνθέτη νομική εκπροσώπηση, οι κατηγορίες κατέρρευσαν στο ακροατήριο, με τον Τριανταφυλλόπουλο ακόμα και σήμερα να κάνει λόγο για ευνοϊκή μεταχείριση που είχε ο Κορκολής από τη σύνθεση του δικαστηρίου.
Υπόθεση Λυμπέρη
Η φράση «ήμουν και εγώ στο κότερο» έγινε μπλουζάκι, όταν ένα πρωί του 2001 για μία ακόμα φορά το εγχώριο σταρ σίστεμ τρανταζόταν συθέμελα από την είδηση ότι σε θαλαμηγό γνωστού ψυχιάτρου βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης σε ταξίδι αναψυχής γνωστών ονομάτων του καλλιτεχνικού κόσμου.
Ο ψυχίατρος Λυμπέρης ήταν ο ιδιόκτητης της κλινικής Κασταλία στη Γλυφάδα και μαζί του στο περίφημο τότε κότερο «Therapin» επέβαιναν, κατά δική τους παραδοχή, ο ηθοποιός Λάκης Λαζόπουλος, ο μάνατζερ Ηλίας Ψινάκης μαζί με τον τραγουδιστή της νεολαίας Σάκη Ρουβά και ένας γνωστός πολίστας μαζί με μοντέλα β’ κατηγορίας.
Από την τότε υπόθεση και τον σάλο που κράτησε για μήνες υπήρξαν δημοσιογράφοι και εφημερίδες που εμμέσως υπονόησαν ότι η Αστυνομία δεν έκανε καλά τη δουλειά της, «δίπλωσε» μόνο τον Λυμπέρη και άφησε ελεύθερα τα τρανταχτά ονόματα.
Ομως, για κανέναν -πλην του Λυμπέρη- δεν προέκυψε εμπλοκή με κοκαΐνη ή άλλες ουσίες και χάπια, παρά το γεγονός ότι όλα τα ΜΜΕ μιλούσαν για μέρες για «προσπάθειες συγκάλυψης».
Επειτα από τρία χρόνια, και ο Λυμπέρης δικαιώθηκε από τις κατηγορίες της μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, αφού το δικαστήριο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του ότι ήταν εξαρτημένος χρήστης.
Μοντέλα, τραγουδιστές και κοκαΐνη
Η υπόθεση του «Therapin» δυστυχώς δεν λειτούργησε ως καθαρτήριο για την εγχώρια καλλιτεχνική παρέα, που μέρος της εξακολούθησε να είναι βουτηγμένη στην αμαρτία, την κοκαΐνη αλλά και τα τσιγαριλίκια.
Οταν συνελήφθη πριν από λίγο καιρό η εστεμμένη Αξια Ανδρεαδάκη να έχει στη κατοχή της 2,5 γραμμάρια κοκαΐνης, κανένας δεν πίστεψε ότι θα είναι η τελευταία εξαρτημένη όμορφη που «σνιφάρει», κατά δηλώσεις και των νομικών παραστατών της.
Η ίδια διαδικασία της «μπούκας» από άντρες της Δίωξης Ναρκωτικών είχε γίνει και σε καμαρίνι πασίγνωστου τραγουδιστή που τώρα μεσουρανεί σε μεγάλο σχήμα. Το αποτέλεσμα, το ίδιο.
Αυτόφωρο, συγκάλυψη, δηλώσεις για εξάρτηση και στάχτη στα μάτια από όλους όσοι εμπλέκονται, «κερνάνε», μοιράζουν την κόκα.
Αργόσυρτος χορός παραζάλης, εθισμού και παρακμής σε ένα λερωμένο καλλιτεχνικό σύστημα, που αργοπεθαίνει συγκαλύπτοντας τους πάντα ασύλληπτους εμπόρους του θανάτου.
Η υπόθεση που έβαλε βόμβα στο σταρ σίστεμ
Ο ταλαντούχος καλλιτέχνης δύο φορές στο παρελθόν ήρθε αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπο του εισαγγελέα.
Το καλοκαίρι του 2001 είχε συλληφθεί να έχει στην κατοχή του ένα γραμμάριο χασίς και ένα χάπι Λεξοτανίλ.
Μαζί με τον Μαζωνάκη είχε παραπεμφθεί και ένας ποδοσφαιριστής που του έκανε παρέα.
Ο τραγουδιστής τότε είχε αρνηθεί ότι είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών και είχε υποστηρίξει ότι την ποσότητα ινδικής κάνναβης υπό μορφή σοκολάτας του την είχε δώσει… κάποιος θαυμαστής του ως δώρο, χωρίς ο καλλιτέχνης να γνωρίζει τι ελάμβανε από τον φαν του.
Τη δεύτερη φορά τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα για τον λαϊκό τραγουδιστή. Στο κουβάρι των αποκαλύψεων γύρω από το όνομά του περιπλέχθηκε το «βαρύ πυροβολικό» του μισού σχεδόν καλλιτεχνικού κόσμου της χώρας.
Δύο νεαροί, ο Αιγύπτιος Γιασέρ Χαμάντα και ο τότε κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού Τζαννέτος Τσαπατσάρης κατήγγειλαν στην Ασφάλεια ότι είχαν πέσει θύματα ασέλγειας από μεγάλα ονόματα του σταρ σίστεμ, που σε ορισμένες περιπτώσεις τους προμήθευαν με ναρκωτικά.
Ακολούθησε σεισμός. Ο εισαγγελέας απήγγειλε κακουργηματικές και πλημμεληματικές κατηγορίες στον σχεδιαστή Φιλήμωνα, στους τραγουδιστές Γιώργο Μαζωνάκη και Δημήτρη Κόκοτα, στον στιλίστα του «Πρωινού Καφέ» Κωνσταντίνο Κασπίρη, σε έναν επιχειρηματία και σε γνωστό εφοπλιστή.
Οι κατηγορούμενοι όμως έγιναν καταγγέλλοντες, αφού αθωώθηκαν πανηγυρικά και κάθισαν στο σκαμνί τους διώκτες τους.