Ο Κωστίκας πάει αεροπορικώς στην Αθήνα. Μόλις βγαίνει απ το αεροδρόμιο,
παίρνει ταξί.
-Οδός Σταδίου, λέει στον ταξιτζή.
Στη διαδρομή όμως αποκοιμιέται, ήταν και κουρασμένος, και ξυπνάει πάνω σε
μια αερογέφυρα. Βλέπει χαμηλά τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους μικρούς και
κλείνει τα μάτια.
-Πω, πω στην Αθήνα τα ταξί πετάν! μονολογεί.
Επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη, πάει στο καφενείο και βρίσκει το Γιωρίκα.
-Γιωρίκα, Γιωρίκα, στην Αθήνα τα ταξί πετάν!
-Αντε ρε, φύγε από δω. Τι βλακείες λες.
-Ναι, σου λέω, πετάν, πας ένα στοίχημα; Αμα πετάν θα σε πηδήξω, αν όχι θα με
πηδήξεις εσύ.
-Πάει το στοίχημα.
Ανεβαίνει ο Γιωρίκας στο αεροπλάνο, φτάνει στην Αθήνα, κατεβαίνει κι έξω απ
το αεροδρόμιο σταματάει ένα ταξί και μπαίνει μέσα.
-Πού να σε πετάξω, μεγάλε; ρωτάει ο ταξιτζής.
-Ωχ, λέει ο Γιωρίκας, την πάτησα. Στην οδό Σταδίου πάω.
-Σε ποιο ύψος, μεγάλε;
-Να σου πω, θα με πηδήξουν που θα με πηδήξουν, πάμε χαμηλά γιατί ζαλίζομαι.
παίρνει ταξί.
-Οδός Σταδίου, λέει στον ταξιτζή.
Στη διαδρομή όμως αποκοιμιέται, ήταν και κουρασμένος, και ξυπνάει πάνω σε
μια αερογέφυρα. Βλέπει χαμηλά τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους μικρούς και
κλείνει τα μάτια.
-Πω, πω στην Αθήνα τα ταξί πετάν! μονολογεί.
Επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη, πάει στο καφενείο και βρίσκει το Γιωρίκα.
-Γιωρίκα, Γιωρίκα, στην Αθήνα τα ταξί πετάν!
-Αντε ρε, φύγε από δω. Τι βλακείες λες.
-Ναι, σου λέω, πετάν, πας ένα στοίχημα; Αμα πετάν θα σε πηδήξω, αν όχι θα με
πηδήξεις εσύ.
-Πάει το στοίχημα.
Ανεβαίνει ο Γιωρίκας στο αεροπλάνο, φτάνει στην Αθήνα, κατεβαίνει κι έξω απ
το αεροδρόμιο σταματάει ένα ταξί και μπαίνει μέσα.
-Πού να σε πετάξω, μεγάλε; ρωτάει ο ταξιτζής.
-Ωχ, λέει ο Γιωρίκας, την πάτησα. Στην οδό Σταδίου πάω.
-Σε ποιο ύψος, μεγάλε;
-Να σου πω, θα με πηδήξουν που θα με πηδήξουν, πάμε χαμηλά γιατί ζαλίζομαι.