Συζητούσαν δύοξανθιές:
- Ρε συ Μαρία, που πάει το φως όταν το σβήνεις;
- Ξέρω και γω μωρέ Σούλα, κρύβεται.
- Ναι, αλλά που πάει και κρύβεται;
- Δεν ξέρω. Ασε, θα πάω σπίτι να το σκεφτώ και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω.
Μετά από μισή ώρα χτυπάει το τηλέφωνο.
- Έλα εγώ είμαι, βρήκα που πάει το φως όταν το σβήνουμε. Έρχομαι από εκεί να σου πω.
Πάει η Μαρία ξανά στο σπίτι της Σούλας.
- Λοιπόν Σούλα, σβήσε όλα τα φώτα.
Πάει η Σούλα και σβήνει όλα τα φώτα.
- ΟΚ, τα έσβησα όλα.
- ΩΡΑΙΑ, ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΕ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΨΥΓΕΙΟΥ.....
- Ρε συ Μαρία, που πάει το φως όταν το σβήνεις;
- Ξέρω και γω μωρέ Σούλα, κρύβεται.
- Ναι, αλλά που πάει και κρύβεται;
- Δεν ξέρω. Ασε, θα πάω σπίτι να το σκεφτώ και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω.
Μετά από μισή ώρα χτυπάει το τηλέφωνο.
- Έλα εγώ είμαι, βρήκα που πάει το φως όταν το σβήνουμε. Έρχομαι από εκεί να σου πω.
Πάει η Μαρία ξανά στο σπίτι της Σούλας.
- Λοιπόν Σούλα, σβήσε όλα τα φώτα.
Πάει η Σούλα και σβήνει όλα τα φώτα.
- ΟΚ, τα έσβησα όλα.
- ΩΡΑΙΑ, ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΕ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΨΥΓΕΙΟΥ.....