Τη σημαντική πτώση στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ σχολιάζει ο γερμανικός Τύπος και… σκιαγραφεί το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα ενόψει των εκλογών της 20 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, τα περισσότερα δημοσιεύματα επικεντρώνονται στο πρόσωπο του παραιτηθέντος Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και τη δημοσκοπική εξασθένηση που εμφανίζει το κόμμα του.
«Ο Τσίπρας πρέπει να αγωνιά για την επανεκλογή», σχολιάζει η Frankfurter Rundschau και σημειώνει: «Ο Έλληνας πρωθυπουργός παραιτήθηκε ώστε να αποσπάσει ακολούθως περισσότερες ψήφους.
Θα έχει όμως επιτυχία το σχέδιό του; Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον μόλις ένα ισχνό προβάδισμα».
«Ελάχιστα μπροστά ο Τσίπρας – Οι Συντηρητικοί ανακάμπτουν», γράφει η ιστοσελίδα της Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Όπως επισημαίνει, «τρεις εβδομάδες πριν από τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα έξι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται ελαφρώς.
Ωστόσο, οι συντηρητικοί της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη τον ακολουθούν κατά πόδας. Και το κομματικό σύστημα κατακερματίζεται ολοένα περισσότερο».
«Ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας πρέπει μάλλον να σχηματίσει συνασπισμό με τους αντιπάλους του προκειμένου να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις», παρατηρεί η Die Welt, εκτιμώντας ότι η υλοποίησή τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Όπως επισημαίνει, «γίνεται ολοένα πιθανότερο ότι ακόμη και σε περίπτωση νίκης (σ.σ. του Τσίπρα) θα πρέπει να σχηματίσει συνασπισμό ενδεχομένως και με τρία ακόμη κόμματα.
Και το να θέσει αυτά υπό έλεγχο ενδέχεται να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολο». Η εφημερίδα του Βερολίνου αναφέρεται στον κίνδυνο να μείνει εκτός κοινοβουλίου ο μέχρι πρότινος κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα των ΑΝΕΛ.
Όπως γράφει, «είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σχηματίσει συνασπισμό με την αποσχισθείσα Λαϊκή Ενότητα». Ως εκ τούτου, συμπεραίνει η εφημερίδα, ο ΣΥΡΙΖΑ «θα ήταν αναγκασμένος» να στραφεί στο ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και το Ποτάμι.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε πρόβλημα, διότι «ο Τσίπρας κατηγόρησε αυτά τα κόμματα για διαφθορά, ότι εκπροσωπούν επιχειρηματικά συμφέροντα και ότι ενσαρκώνουν το παλιό πολιτικό σύστημα», γράφει η Die Welt.
Η Süddeutsche Zeitung του Μονάχου στρέφει την προσοχή της στη χρηματοδότηση της Ελλάδας, το ανοικτό ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα στήριξης της χώρας και τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Όπως σημειώνει η εφημερίδα σε σχόλιό της, το ΔΝΤ αλλάζει τα κριτήρια αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας μεταθέτοντας το βάρος από «το επίπεδο του χρέους (σ.σ. στο κριτήριο) της εξυπηρέτησής του». Η γερμανίδα αθρογράφος υπογραμμίζει:
«Αν το ΔΝΤ εξαρτούσε την χορήγηση βοήθειας από το ύψος του χρέους -δηλαδή το επίπεδό του- τότε θα έπρεπε να αποχωρήσει από την Ελλάδα. (…)
Μία τέτοια αποχώρηση θέλει να αποφύγει οπωσδήποτε μεταξύ άλλων και η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ.
Αυτή έθεσε τη συμμετοχή του ΔΝΤ σε παροχή πρόσθετης βοήθειας ως όρο για να παραμείνει ενεργή η Γερμανία.
Χρειάζεται το Ταμείο για να διαφυλάξει την αξιοπιστία και την πλειοψηφία της εντός της ΚΟ των χριστιανικών κομμάτων».
Όπως σχολιάζει η εφημερίδα, οι υπεύθυνοι σε Ουάσιγκτον, Βερολίνο και Βρυξέλλες «έλυσαν το πρόβλημα με τη βοήθεια πολιτικής αριθμητικής», θεωρώντας ότι στο εξής ο σημαντικός παράγοντας είναι «αν ένα κράτος μπορεί να εξυπηρετήσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη του με τις δικές του δυνάμεις.
Η Ελλάδα μπορεί να το κάνει, επειδή οι όροι είναι εξαιρετικά ευνοϊκοί», όπως επισημαίνεται.
Το σχόλιο κλείνει χαρακτηρίζοντας μεσο- και μακροπρόθεσμα ως «άκρως επικίνδυνο εγχείρημα» την αλλαγή των κριτηρίων του ΔΝΤ, υπογραμμίζοντας ότι «τίθεται το ερώτημα πόσο ελκυστική βρίσκουν οι απολύτως αναγκαίοι επενδυτές μια τόσο υπερχρεωμένη χώρα».
«Γερμανική στήριξη στην Ελλάδα αλλιώς…». Με αυτόν τον τίτλο περιγράφει σε εκτενές ρεπορτάζ της η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt την ελληνογερμανική συνεργασία σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η εφημερίδα του Ντίσελντορφ αντιπαραβάλλει τη συνεργασία αυτή με τα υπέρογκα πακέτα δανεισμού που έχουν χορηγηθεί στην Ελλάδα.
Όπως σημειώνει μεταξύ άλλων, «η τελευταία βοήθεια που δόθηκε στην Ελλάδα ανέρχεται σε 86 δισ. ευρώ.
Το ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος και μάλιστα σχεδόν δωρεάν, δείχνουν οι γερμανικές πόλεις που προσφέρουν υποστήριξη στους Έλληνες εταίρους τους».
Η συνεργασία Ελλάδας και Γερμανίας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Ελληνογερμανικής Συνέλευσης, επικεφαλής της οποίας είναι ο Χανς-Γιόαχιμ Φούχτελ, εντεταλμένος της καγκελαρίου Μέρκελ για την ελληνογερμανική συνεργασία σε επίπεδο δήμων και περιφερειών τα τελευταία πέντε χρόνια.
«Ιδιαίτερα ευχάριστο είναι το γεγονός ότι δεν συνδέονται μεταξύ τους μόνο δήμοι αλλά ολόκληρες περιφέρειες», δήλωσε ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός στην Handelsblatt, λέγοντας ότι περισσότεροι από 100 ελληνικοί δήμοι συμμετέχουν στις εργασίες της Ελληνογερμανικης Συνέλευσης κι αυτό «παρά τη γνωστή πολιτική κατάσταση που επικρατεί», σχολίασε ο κ. Φούχτελ.
Όπως διευκρίνισε ο Γερμανός πολιτικός, «στην Ελληνογερμανική Συνέλευση δεν υπάρχουν χρήματα για επενδύσεις, αλλά ένα γρήγορο, άκρως αποτελεσματικό συμβουλευτικό δίκτυο», κάνοντας λόγο για μία ολοένα διευρυνόμενη ανταλλαγή τεχνογνωσίας.