«O Μήτσος ξυπνάει στο σπίτι του με ένα τρομερό hangover.
Με το ζόρι ανοίγει τα μάτια και βλέπει ένα κουτί ασπιρίνες και ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο. Ανακάθεται στο κρεβάτι και βλέπει τα ρούχα του μπροστά του, καθαρά και σιδερωμένα.
Με το ζόρι ανοίγει τα μάτια και βλέπει ένα κουτί ασπιρίνες και ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο. Ανακάθεται στο κρεβάτι και βλέπει τα ρούχα του μπροστά του, καθαρά και σιδερωμένα.
Ολο το δωμάτιο τακτοποιημένο και πεντακάθαρο. Παίρνει μια ασπιρίνη, πίνει νερό και βλέπει ένα σημείωμα: “Αγάπη μου, το πρωινό είναι ζεστό στον φούρνο, έφυγα νωρίς για ψώνια, φιλάκια, σε αγαπώ, γλυκέ μου”.
Κατεβαίνει στην κουζίνα, βρίσκει ένα ζεστό υπέροχο πρωινό, την πρωινή εφημερίδα και τον 12χρονο γιο του στο τραπέζι.
-Γιε μου, μήπως συνέβη κάτι χτες βράδυ;
-Λοιπόν, πατέρα, ήρθες σπίτι κατά τις 4 το πρωί τύφλα στο μεθύσι, ξέρασες στο σαλόνι, έσπασες κάποια πράγματα, έπεσες από τη σκάλα και μαύρισες το μάτι σου…
-Ωχ, και πώς είναι όλα τόσο τακτοποιημένα; Και το πρωινό να είναι έτοιμο για μένα;
-Να, όταν η μαμά σε έσυρε στο κρεβάτι και σου έβγαλε το παντελόνι για να ξαπλώσεις, εσύ είπες:
“Κυρία μου, αφήστε με ήσυχο, είμαι παντρεμένος.”»