Του ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΧΑΣΑΚΟΥ.
<<Εδώ πολυτεχνείο, εδώ πολυτεχνείο>>. Αν όλη η Ελλάδα γινόταν Πολυτεχνείο, τότε ο λαός της θα κέρδιζε τη λευτεριά του και όχι μόνο.
Το Πολυτεχνείο ήταν μία << πολύχρωμη σημαία>>, που όλοι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να βάζουν και έβαζαν ένα κομμάτι διαφορετικό ύφασμα και όλοι ύφαιναν μαζί τον ιστό μιας Γενιάς.
Το κομμάτι που έβαζε ο καθένας ήταν η πίστη του, ο Σταυρός των ιδεών του, ο Σταυρός του <<μαρτυρίου >> του και της λύτρωσής του που είχε ένα ιδιαίτερο σχήμα, και το δικό του ειδικό βάρος.
Η μεταπολίτευση – 10 μήνες αργότερα ήταν έξω από το όραμα (τον χαρακτήρα και το αίτημα) της εξέγερσης. Ήταν μια αλλαγή με φράκο. Το Πολυτεχνείο το κατάντησαν σήμερα να μοιάζει με μία μπάσταρδη ιδέα, μία σημαία ευκαιρίας. Ο ξύλινος λόγος της επετειακής διαχείρισης παραχαράσσει και προσβάλλει την μνήμη του.
Ο κυνικός αντίποδας που αναδύεται επιθετικά στις μέρες μας, σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνία παρέμεινε παγερά αδιάφορη και ότι δεν συμμετείχαν παρά μόνον όσοι βρίσκονταν μέσα κι αυτοί μάλλον ιδιοτελώς και εκ του ασφαλούς, δείχνει την παράνοια και την διαστροφή της κοινωνίας μας.
Πάντα <<Υπάρχουν ώρες στην Ιστορία που ένα μαζικό και ταυτόχρονα μαγικό, ανεξήγητο συναίσθημα σε παρασύρει και σε εξυψώνει και σε κάνει να αγνοείς τον κίνδυνο>>. Όπως επίσης πάντα υπήρχαν και υπάρχουν οι<< σχετικοί>> της κομπίνας που είναι πιο εύκολα να δράσουν ανάμεσα στους άσχετους…
Αυτά τα εξαθλιωμένα περιτρίμματα, που θέλησαν να συνεχίσουν την λαμπρή πολιτική τους καριέρα, αυτοί οι μι(ζ)άνθρωποι- μισάνθρωποι , τα γραμμικής ηλιθιότητας αυτά εκσυγχρονιστήρια και κηφηναριά της μάσας, σταδιακά απαξίωσαν το Πολυτεχνείο είτε με τη μορφή της επετειακής φλυαρίας, είτε με την υπέρβαρη ελαφρότητά τους. Και όμως η μνήμη δεν αφήνει τίποτα να χαθεί. Την <<Μνήμη του λαού μου την λένε Πίνδο, την λένε Άθω, την λένε Πολυτεχνείο>>.
Η μνήμη αυτή γίνεται ιστορία και μύθος, τραγούδι και ομορφιά. Γίνεται συλλογική και εικόνα μυστική, μονάκριβο, δικό μας φυλαχτό και κοινή αναφορά και όνειρο μελλούμενο.
Σίγουρα άλλος είναι ο άθλος και η αυτοθυσία των αλύγιστων παιδιών που τραγουδούσαν ασταμάτητα σκαρφαλωμένα σαν Άγγελοι Θεού πάνω στα κάγκελα της πύλης του Πολυτεχνείου, άλλος είναι ο άθλος της γυναίκας που το άγριο τέρας με τις ερπύστριες αναποδογύρισε αιματοκυλώντας την άσφαλτο, κι άλλο η πορδή του γραικύλου μνημονιακού βουλευτή.
<<Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ πολυτεχνείο>> Έλα και εσύ φραπέ-δό-μάγκα, νεσκαφέ-δο-ρουφήχτρα, ο αγώνας είναι κοινός. Έλα και εσύ βλίτο-μάμα, λουκουμο-μπεμπέ και κυρία με την ναρκισσιστική πείνα ο καθένας με τα κότσια που διαθέτει.
Ο αγώνας είναι για την Ελλάδα. <<Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο>>. Έλα και εσύ μι(ζ)άνθρωπε, Βαρδαλαμπούμπα , ο αγώνας δεν είναι επιλογή σήμερα, αλλά αδήριτη ανάγκη.
Ανάγκη που πηγάζει από την ίδια την ανάγκη επιβίωση τη δική μας, της οικογένειας μας, αλλά και ολόκληρου του λαού. Ενός λαού αν θέλει να καθορίζει τη ζωή του και να πορεύεται τον δρόμο της προκοπής. Στον αγώνα της Αντίστασης δεν περισσεύει κανείς…
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ. Αν οι λαϊκές μάζες έμπαιναν ανοιχτά στον αγώνα. Αν οι καταπιεσμένοι Έλληνες έπαιζαν κορώνα-γράμματα τη ζωή τους. Αν όλη η Ελλάδα γινόταν Πολυτεχνείο, τότε ο λαός της θα κέρδιζε την Λευτεριά του και όχι μόνο.
<<Εδώ πολυτεχνείο, εδώ πολυτεχνείο>>. Αν όλη η Ελλάδα γινόταν Πολυτεχνείο, τότε ο λαός της θα κέρδιζε τη λευτεριά του και όχι μόνο.
Το Πολυτεχνείο ήταν μία << πολύχρωμη σημαία>>, που όλοι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να βάζουν και έβαζαν ένα κομμάτι διαφορετικό ύφασμα και όλοι ύφαιναν μαζί τον ιστό μιας Γενιάς.
Το κομμάτι που έβαζε ο καθένας ήταν η πίστη του, ο Σταυρός των ιδεών του, ο Σταυρός του <<μαρτυρίου >> του και της λύτρωσής του που είχε ένα ιδιαίτερο σχήμα, και το δικό του ειδικό βάρος.
Η μεταπολίτευση – 10 μήνες αργότερα ήταν έξω από το όραμα (τον χαρακτήρα και το αίτημα) της εξέγερσης. Ήταν μια αλλαγή με φράκο. Το Πολυτεχνείο το κατάντησαν σήμερα να μοιάζει με μία μπάσταρδη ιδέα, μία σημαία ευκαιρίας. Ο ξύλινος λόγος της επετειακής διαχείρισης παραχαράσσει και προσβάλλει την μνήμη του.
Ο κυνικός αντίποδας που αναδύεται επιθετικά στις μέρες μας, σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνία παρέμεινε παγερά αδιάφορη και ότι δεν συμμετείχαν παρά μόνον όσοι βρίσκονταν μέσα κι αυτοί μάλλον ιδιοτελώς και εκ του ασφαλούς, δείχνει την παράνοια και την διαστροφή της κοινωνίας μας.
Πάντα <<Υπάρχουν ώρες στην Ιστορία που ένα μαζικό και ταυτόχρονα μαγικό, ανεξήγητο συναίσθημα σε παρασύρει και σε εξυψώνει και σε κάνει να αγνοείς τον κίνδυνο>>. Όπως επίσης πάντα υπήρχαν και υπάρχουν οι<< σχετικοί>> της κομπίνας που είναι πιο εύκολα να δράσουν ανάμεσα στους άσχετους…
Αυτά τα εξαθλιωμένα περιτρίμματα, που θέλησαν να συνεχίσουν την λαμπρή πολιτική τους καριέρα, αυτοί οι μι(ζ)άνθρωποι- μισάνθρωποι , τα γραμμικής ηλιθιότητας αυτά εκσυγχρονιστήρια και κηφηναριά της μάσας, σταδιακά απαξίωσαν το Πολυτεχνείο είτε με τη μορφή της επετειακής φλυαρίας, είτε με την υπέρβαρη ελαφρότητά τους. Και όμως η μνήμη δεν αφήνει τίποτα να χαθεί. Την <<Μνήμη του λαού μου την λένε Πίνδο, την λένε Άθω, την λένε Πολυτεχνείο>>.
Η μνήμη αυτή γίνεται ιστορία και μύθος, τραγούδι και ομορφιά. Γίνεται συλλογική και εικόνα μυστική, μονάκριβο, δικό μας φυλαχτό και κοινή αναφορά και όνειρο μελλούμενο.
Σίγουρα άλλος είναι ο άθλος και η αυτοθυσία των αλύγιστων παιδιών που τραγουδούσαν ασταμάτητα σκαρφαλωμένα σαν Άγγελοι Θεού πάνω στα κάγκελα της πύλης του Πολυτεχνείου, άλλος είναι ο άθλος της γυναίκας που το άγριο τέρας με τις ερπύστριες αναποδογύρισε αιματοκυλώντας την άσφαλτο, κι άλλο η πορδή του γραικύλου μνημονιακού βουλευτή.
<<Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ πολυτεχνείο>> Έλα και εσύ φραπέ-δό-μάγκα, νεσκαφέ-δο-ρουφήχτρα, ο αγώνας είναι κοινός. Έλα και εσύ βλίτο-μάμα, λουκουμο-μπεμπέ και κυρία με την ναρκισσιστική πείνα ο καθένας με τα κότσια που διαθέτει.
Ο αγώνας είναι για την Ελλάδα. <<Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο>>. Έλα και εσύ μι(ζ)άνθρωπε, Βαρδαλαμπούμπα , ο αγώνας δεν είναι επιλογή σήμερα, αλλά αδήριτη ανάγκη.
Ανάγκη που πηγάζει από την ίδια την ανάγκη επιβίωση τη δική μας, της οικογένειας μας, αλλά και ολόκληρου του λαού. Ενός λαού αν θέλει να καθορίζει τη ζωή του και να πορεύεται τον δρόμο της προκοπής. Στον αγώνα της Αντίστασης δεν περισσεύει κανείς…
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ. Αν οι λαϊκές μάζες έμπαιναν ανοιχτά στον αγώνα. Αν οι καταπιεσμένοι Έλληνες έπαιζαν κορώνα-γράμματα τη ζωή τους. Αν όλη η Ελλάδα γινόταν Πολυτεχνείο, τότε ο λαός της θα κέρδιζε την Λευτεριά του και όχι μόνο.