Τον κίνδυνο που αντιμετώπισαν, όταν παραλίγο να πνιγούν, εκθέτουν σε επιστολή τους οι καταδικασμένοι για δράση της 17 Νοέμβρη, Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και Βασίλης Τζωρτζάτος από τον Κορυδαλλό όπου κρατούνται.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν στο κείμενο που έστειλαν στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία:
«Από τη στιγμή της φυλάκισής μας το 2002 στα υπόγεια κελιά του Κορυδαλλού, επί δέκα χρόνια δεν είχε μπει στην πτέρυγά μας ούτε μια σταγόνα βροχής από την είσοδό της και ενώ υπήρξαν πολλές έντονες βροχοπτώσεις.
Ξαφνικά πέρυσι τον Μάρτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής κάπως έντονης βροχής πλημμύρισαν τα πάντα, οι διάδρομοι και τα κελιά. Είδαμε και πάθαμε για να τα καθαρίσουμε μόνοι μας. Τι είχε συμβεί;
Το 2012 έγιναν κάποιες εργασίες στο παρακείμενο δικαστήριο. Με αυτές έφραξαν τη μόνη διέξοδο που υπήρχε για τα βρόχινα νερά, τα οποία οδηγούνταν σε χώρο ανοιχτό δίπλα στο προαύλιό μας.
Με αποτέλεσμα με την πρώτη έντονη νεροποντή, τα νερά να κατεβαίνουν στην είσοδο, να μπαίνουν στο χώρο του επισκεπτηρίου, να μπαίνουν στο διάδρομο και στα κελιά.
Να διανύουν μια διαδρομή περίπου 75 μέτρων στρίβοντας ενδιάμεσα σε δυο ορθές γωνίες και να καταλήγουν ορμητικά στην υποπτέρυγά μας που είναι κλειστή από παντού και αδιέξοδη.
Αυτό συνέβη το απόγευμα της Παρασκευής. Σε λίγα λεπτά η στάθμη του νερού ανέβαινε με τρομακτική ταχύτητα φθάνοντας στο τέρμα του αδιέξοδου διαδρόμου στο ένα μέτρο, ενώ στα κελιά μας ξεπερνούσε τους 30 πόντους.
Σωθήκαμε από το τυχαίο γεγονός ότι ο Τζωρτζάτος είναι ηλεκτρολόγος - υδραυλικός. Βούτηξε μέσα στο νερό, άνοιξε τις δύο πόρτες προς το προαύλιο και άνοιξε τα τρία φρεάτια στα οποία διοχετεύτηκε ο μεγάλος όγκος του νερού.
Στη συνέχεια βέβαια επί 4 ώρες σπρώχναμε το νερό του διαδρόμου μόνοι μας με φαράσια και κουβάδες προς την έξοδο για να μπορέσουμε μετά να αδειάσουμε και τα κελιά μας.
Αν η βροχή αυτή είχε πέσει τη νύχτα, θα είχαμε πνιγεί. Γιατί πέρυσι υπήρχε φύλακας στο τέλος του διαδρόμου, που μόλις είδε το νερό στο διάδρομο, μας ξεκλείδωσε τα κελιά, άναψε το φως και έφυγε βέβαια, αλλά μας ειδοποίησε.
Ενώ σήμερα έχουν πάρει το αλλοπρόσαλλο και σχιζοφρενικό μέτρο "ασφαλείας" να είναι κλειδωμένα τα κελιά μας και το κλειδί να μην το έχει ο φύλακας αλλά τη νύχτα να βρίσκεται σε άλλο κτήριο.
Δηλαδή θα πλημμύριζε το κελί μας μέχρι το ταβάνι, αφού με τη βραδύτητα της λειτουργίας της φυλακής, ιδίως τη νύχτα, σε ανάλογες έκτακτες περιστάσεις αποκλείεται να έφερνε το κλειδί σε σύντομο χρονικό διάστημα ώστε να μας ανοίξουν.
Καταγγγέλλουμε τη διοίκηση της φυλακής, την πρώην διευθύντρια κ. Στέφη αλλά και τη σημερινή κ. Κουτσομιχάλη, τους δύο εισαγγελείς και το υπουργείο για εγκληματική αμέλεια. Γιατί έδειξαν ολιγωρία εδώ και 1,5 χρόνο.
Γιατί αγνόησαν τις προειδοποιήσεις μας για τα αίτια της πλημμύρας και ότι τα έργα που έγιναν ήταν ελαττωματικά και όφειλαν να ανοίξουν φρεάτια ώστε να φεύγουν τα νερά προς άλλη κατεύθυνση.
Εδειξαν αδιαφορία ακόμη και σήμερα, αφού κανένας υπεύθυνος δεν ήρθε να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι τα γεγονότα, όπως θα όφειλε. Εκτός από έναν υπαρχιφύλακα που από δική του πρωτοβουλία ήρθε μόνος του γύρω στα μεσάνυχτα και συζήτησε μαζί μας.
Επειδή προβλέπουμε ότι με τον τρόπο που λειτουργεί η φυλακή αλλά και το υπουργείο η αδιαφορία θα συνεχιστεί και τίποτε δεν πρόκειται να γίνει (ο Τζωρτζάτος έχει κάνει αλλεπάλληλες αιτήσεις στη διευθύντρια και στους δύο εισαγγελείς για σοβαρό πρόβλημα υγείας και κανένας δεν απαντά), εφόσον εξακολουθούν να μεταφέρουν το κλειδί τη νύχτα σε άλλο κτήριο, για οτιδήποτε μας συμβεί τη νύχτα από νεροποντή, τυχαία πυρκαγιά ή οτιδήποτε άλλο απρόβλεπτο γεγονός, με αποτέλεσμα να παραμείνουμε κλειδωμένοι στα κελιά μας σαν σε φάκα, υπεύθυνος δεν θα 'ναι κάποιος φύλακας, τον οποίο θα κατηγορήσουν κατά τα γνωστά ότι άργησε να φέρει το κλειδί, αλλά όλοι οι παραπάνω υπεύθυνοι που δίνουν εντολές μη πραγματοποιήσιμες.
Δηλαδή, η διευθύντρια κ. Κουτσομιχάλη, οι δύο εισαγγελείς και ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αθανασίου».
Φυλακές Κορυδαλλού, 26 Οκτωβρίου 2014,
Αλέκος Γιωτόπουλος, Βασίλης Τζωρτζάτος