Σαν έκλεισες το ταπεινό νησί σου στην ψυχή,
όπου κι αν πήγες νοσταλγός, ξενιτεμένος ήσουν.
Το πέρασμά σου σιωπηλό γιομάτο απαντοχή,
ζούσες φτωχός χωρίς να πεις ποτέ να σ’ ελεήσουν.
Σ’ απόμακρες μικροκλησιές, στις φτωχογειτονιές,
σε μαγαζάκια χαμηλά μ’ απλούς συντρόφους ζούσες.
Μες στους ψαλμούς και στο κρασί, βαθιά στις αγρυπνιές
στ’ ασκητικό σου το κελί τη Σκιάθο αναζητούσες.
Στις ιστορίες σου αχνοπερνούν σαν όραμα οι γιαλοί,
γέρνουν οι κάβοι αγκαλιαστοί, σπιτάκια ανηφορίζουν.
Λευκά ξωκλήσια λειτουργούν, το πέλαγο καλεί
«χαίρε» καράβια όσα κινούν, «καλώς τα» όσα γυρίζουν.
Περνούν μπροστά σου οι ταπεινοί στη φτώχεια, στους καημούς
παιδιά με τις μικρές χαρές και μαυρομαντηλούσες.
Τον πόνο απάλυνες γλυκός, στους μαύρους ξεπεσμούς
σαν ξομολόγος των ψυχών κακούς εσυγχωρούσες.
Στερνό ταξίδι ο γυρισμός μες στ’ άθλια γερατειά
- παλιό καράβι να δεθείς γυρίζεις στο λιμάνι.
Γαλήνια πέθανες καθώς πεφτάστρι στη νυχτιά
μια καμπανούλα ειρηνικά το «χαίρε» είχε σημάνει.
Μετά τον τάφο ο θαυμασμός, η δόξα, η προτομή…..
Μα πρέπει στη βυζαντινή μορφή σου ένα ξωκλήσι
εκεί, που η θάλασσα βογγά κι ανθρώπινοι καημοί,
στην άγια μνήμη σου ο παπάς να ‘ρθει να λειτουργήσει.