Αυτές οι γραμμές που διαβάζετε δεν είναι ρεπορτάζ. Δεν είναι ούτε άρθρο. Είναι εξομολόγηση, ή όπως αλλιώς λέγεται η ανάγκη που νοιώθεις να πεις πράγματα που συνήθως δεν τα λες.
Πριν γραφτούν τα ρεπορτάζ που θα διαβάσετε για τους δύο δημοσιογράφους και τις ιδιαίτερες σχέσεις τους με Τραπεζίτη, πέρασα δύσκολες στιγμές.
Δεν είχα καμιά αμφιβολία πως η απόφασή μου θα ήταν να δημοσιεύσω όσα δημοσιεύω, δηλαδή την αλήθεια, αλλά πολλές φορές οι άνθρωποι ακόμη και αν είναι σίγουροι και για τις αποφάσεις τους και για την αλήθεια, δεν αποφεύγουν το εσωτερικό τους αιματοκύλισμα.
Δύο δημοσιογράφοι, συνάδελφοί μου, πήραν δάνεια χωρίς εγγυήσεις, με την υπογραφή του τραπεζίτη και το χειρότερο, δεν τα πλήρωσαν.
Τα πλήρωσε ο τραπεζίτης αντί για αυτούς. Ξέρω και τους δυό και μου ήταν πολύ δυσάρεστο που έπρεπε να καταγράψω αυτή την πραγματικότητα.
Τις 3 περίπου δεκαετίες που κάνω αυτή τη δουλειά, έχω χάσει πολλούς φίλους, επειδή έχω αποφασίσει να την κάνω όπως πρέπει. Στην αρχή αυτό με πείραζε και με κλόνιζε.
Τώρα πια ξέρω πως οι φίλοι, οι φίλοι μου, πρέπει οι ίδιοι να είναι τίμιοι και όχι να έχω εγώ το άγχος τι θα κάνω αν αποδειχθούν άτιμοι. Στη ζωή το πιο επικίνδυνο πράγμα είναι να αντιστρέφεις την ευθύνη.
Έχω γράψει αρκετές φορές, πως το σύστημα των media και η αντίληψη για το πώς ασκείται η δημοσιογραφία, είναι ένας από τους τρεις πυλώνες της διαφθοράς. Οι άλλοι δύο είναι το πολιτικό σύστημα και η επιχειρηματική-οικονομική ελίτ στη χώρα.
Ζούμε όσα ζούμε, γιατί οι δημοσιογράφοι ξέχασαν το ρόλο τους. Αντί για εξουσία απέναντι στις άλλες εξουσίες, έγιναν μία από τις εξουσίες που αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες και τη διαφθορά.
Οι δημοσιογράφοι όχι μόνο σιωπούσαν όταν έπρεπε να γράφουν και να μιλάνε, αλλά έγιναν ο μανδύας επιμελούς συγκάλυψης. Δεν σώπαιναν από αδιαφορία αλλά από συνειδητή επιλογή.
Λιγότεροι χρηματίστηκαν και ο περισσότεροι εκμαυλίστηκαν. Αντί να υπερασπιστούν την ανάγκη το ηθικό να συμβαδίζει με το νόμιμο, επέλεξαν να δικαιολογούν με τη νομιμότητα ανήθικες πράξεις.
Μετατραπήκαμε από μαχητές της κοινωνίας, από αυτούς στους οποίους θα κατέφευγε ο κάθε αδικημένος, σε μια εκμαυλισμένη μάζα που καυχιέται για τις δημόσιες σχέσεις της, τις γνωριμίες με τον υπουργό ή την ικανότητα να ρουσφετοτακτοποιεί προσωπικά σαν πολιτικάντης παλιά κοπής.
Η άποψη περί συναδελφικής αλληλεγγύης δεν με βρήκε ποτέ σύμφωνο. Είμαστε συνάδελφοι και αλληλέγγυοι για να βγει η αλήθεια, όχι για να συγκαλυφθεί.
Όσοι συνάδελφοι δειλά έστω τολμούσαν να θέσουν ανησυχία για το πού πάμε, βαφτίζονταν αντισυνάδελφοι, κανίβαλοι, γραφικοί και άλλα πολλά.
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν απευθυνθήκαμε στους δύο δημοσιογράφους για να απαντήσουν επίσημα για το θέμα τους, ο ένας επέμενε όχι να απαντήσει, αλλά να μιλήσει μαζί μου.
Στοιχείο και αυτό μιας αντίληψης πως όλα ρυθμίζονται με τις κατάλληλες κουβέντες. Όταν δεν του απαντούσα μου έστειλε μήνυμα στο οποίο έγραφε «στο λέω να το ξέρεις, παρότι δεν μου αρέσει οι δημοσιογράφοι να κάνουν τους δικαστές, επειδή σε ξέρω χρόνια ζήτησα να μιλήσουμε».
Ο συνάδελφος, (σε θέμα βεβαίως που τον αφορούσε όχι σε αυτά που κάνει ο ίδιος τον δικαστή) προσπάθησε να ενοχοποιήσει προκαταβολικά την έρευνα. Όποιος ψάχνει και γράφει την αλήθεια είναι ίσως εισαγγελέας ή κανίβαλος ή ό,τι άλλο θα εφευρεθεί.
Δεν πρόκειται για μια κακομαθημένη ομάδα ανθρώπων, αλλά για ένα δομικό τρόπο λειτουργίας. Πολλοί από τους δημοσιογράφους που πούλησαν την ψυχή τους στο διάβολο ή στον τραπεζίτη, τον πολιτικό ή τη SIEMENS, δεν θεωρούν πως έκαναν κάτι κακό ή χρηματίστηκαν.
Πιστεύουν απλώς πως «έτσι λειτουργεί το σύστημα», «εξυπηρετήθηκαν όπως όλος ο κόσμος», «δεν έκαναν τίποτα παράνομο» και άλλα πολλά. Υπάρχει για παράδειγμα δημοσιογράφος ο οποίος εισέπραττε από τη SIEMENS και εμφανιζόταν πως η δικηγόρος σύζυγός του έχει σύμβαση με την εταιρεία. «Πού είναι το παράνομο» πιθανόν να αναφωνήσει, αν η σχέση δημοσιευτεί.
Ποτέ άλλοτε η «νομιμότητα» δεν ήταν τόσο ανήθικη και οι δημοσιογράφοι τόσο ελαστικής συνείδησης. Γιατί λοιπόν ένας τραπεζίτης να υπογράψει ως εγγυητής για δάνεια δημοσιογράφων; Ποιό είναι το αντάλλαγμα;
Γιατί στο τέλος να τα πληρώσει; Αλλά το κυριότερο: γιατί ο δημοσιογράφος δέχεται χάρες, εξυπηρετήσεις, ομηρίες, αν υποθέσουμε πως δεν είναι αυτό που έχει καθένας δικαίωμα να σκεφτεί, δηλαδή χρηματισμός.
Κάποιος δημοσιογράφος ο οποίος παίρνει δάνειο χωρίς να δικαιούται, δεν εξυπηρετεί το δάνειο και στο τέλος του το πληρώνει ο Τραπεζίτης, πρέπει να απαντήσει τι θα έγραφε αν αυτό το εντόπιζε σε κάποιον τρίτο;
Προφανώς θα έγραφε πως με τη μέθοδο αυτή κάποιος τραπεζίτης μπορεί χρηματίζει το δημοσιογράφο και ταυτόχρονα ο δημοσιογράφος νομιμοποιεί τα παράνομα έσοδα του εμφανίζοντας πως προέρχονται από δάνειο που ωστόσο δεν αποπλήρωσε ποτέ.
Ναι θα προτιμούσα να μην έγραφα αυτά τα ρεπορτάζ. Όχι να τα έκρυβα, αλλά να μην υπήρχαν τα γεγονότα που αφήνουν έκθετους και τους συναδέλφους μου και ίσως τον κλάδο.
Αν δεν πεις όμως την αλήθεια όταν πρέπει, θα βρεθείς υπόλογος απέναντι στο ψέμα που θα παίζει το ρόλο αλήθειας. Αυτό δυστυχώς γίνεται ήδη.
Η δημοσιογραφία και η κοινωνία ολόκληρη, απολογούνται σε καταστάσεις που γεννήθηκαν από τη διαφθορά και επικράτησαν ως αυταπόδεικτες αλήθειες.
Τα ρεπορτάζ αυτά δεν είναι υποχρέωση μόνο στην αλήθεια και τη δημοσιογραφία, αλλά στον κάθε πολίτη που δεινοπαθεί και ταυτόχρονα καθησυχάζεται από το δημοσιογραφικό καταστημένο πως όλα πάνε καλά. Έχουν δίκιο, εννοούν τους ίδιους.