Τοποθέτηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος
κ. Γεώργιου Α. Προβόπουλου
για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο σε συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων για την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2013
Θα σας περιγράψω τις εποπτικές ενέργειες της ΤτΕ στο θέμα του ΤΤ, αρχίζοντας από το 2006. Το έτος αυτό δόθηκε στο ΤΤ άδεια πιστωτικού ιδρύματος, ενόψει της εισαγωγής του στο χρηματιστήριο.
Η άδεια δόθηκε στη βάση συγκεκριμένου επιχειρηματικού σχεδίου, το οποίο προέβλεπε δραστηριοποίηση μόνο στον τομέα της πίστης ιδιωτών. Η ΤτΕ όρισε ότι, σε περίπτωση που το ΤΤ προτίθετο να επεκταθεί πέραν της πίστης ιδιωτών, θα έπρεπε να την ενημερώσει, προκειμένου να αξιολογηθεί η ανάγκη θέσπισης πρόσθετων ειδικών όρων.
Καθώς μέχρι το 2006 το ΤΤ λειτουργούσε ως δημόσια υπηρεσία και τα μοναδικά τραπεζικά προϊόντα που διέθετε ήταν λογαριασμοί καταθέσεων και στεγαστικά δάνεια προς δημόσιους υπαλλήλους, με περιορισμένο επομένως βαθμό κινδύνου, το Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου δεν ήταν προσαρμοσμένο σε πιο εξειδικευμένες δραστηριότητες χονδρικής ή επιχειρηματικής τραπεζικής.
Το 2006 έγιναν δύο επιτόπιοι έλεγχοι, που εντόπισαν αδυναμίες στα πληροφοριακά συστήματα και στην εταιρική διακυβέρνηση του ΤΤ. Λόγω των παραπάνω αδυναμιών, η ΤτΕ όρισε ελάχιστο όριο κεφαλαιακής επάρκειας το 10%, αντί για το 8% που ίσχυε για τις υπόλοιπες τράπεζες.
Το 2007 και το 2008 έγιναν και νέοι επιτόπιοι έλεγχοι.
Όταν ανέλαβα τη διοίκηση της ΤτΕ το 2008, υποχρεώσαμε το ΤΤ να σταθμίζει τις επενδύσεις του σε σύνθετα επενδυτικά προϊόντα, στις οποίες είχε εν τω μεταξύ προβεί, με υψηλότερο δείκτη κινδύνου. Ζητήσαμε επίσης και την αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου.
Στις αρχές του 2009 διαπιστώσαμε τη δραστηριοποίηση του ΤΤ στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή μας για την αλλαγή του επιχειρηματικού σχεδίου. Τον Απρίλιο του 2009 (επιστολή 868/13.4.2009) απαγορεύσαμε στο ΤΤ να χορηγήσει περαιτέρω επιχειρηματικά δάνεια εάν προηγουμένως δεν υιοθετηθούν κατάλληλα πληροφοριακά συστήματα και συστήματα διαχείρισης κινδύνων.
Τον Ιούλιο του 2009 το ΤΤ ενημέρωσε την ΤτΕ για διορθωτικές ενέργειες καθώς και για την πρόθεση επέκτασης στον τομέα των επιχειρηματικών δανείων. Τον Οκτώβριο του 2009 (επιστολή 5200/21.10.2009) ζητήσαμε η σχεδιαζόμενη επέκταση να γίνει μόνο μετά τον επιτόπιο έλεγχο της ΤτΕ που θα διαπίστωνε την επάρκεια των διορθωτικών ενεργειών. Στον έλεγχο που επακολούθησε διαπιστώθηκαν ελλείψεις και αδυναμίες.
Το 2010 ως αποτέλεσμα του ελέγχου επεβλήθη περιορισμός (επιστολή 5107/14.4.2010), που προέβλεπε ότι τα επιχειρηματικά δάνεια μπορούν να δίνονται μόνο σε εταιρείες με υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση ή στο πλαίσιο κοινοπρακτικών δανείων.
Το 2011 πραγματοποιήθηκε η διαγνωστική άσκηση της BlackRock. Στο πλαίσιο αυτής της άσκησης, αξιολογήθηκαν οι διαδικασίες παροχής δανείων και η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων και εκτιμήθηκαν οι πιθανές ζημιές τους.
Από τον έλεγχο προέκυψαν πιθανές ζημίες 7% επί του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων. Σε πρώτη ανάγνωση, το ποσοστό αυτό φαίνεται χαμηλό.
Εξηγείται όμως από το γεγονός ότι, πρώτον, το ΤΤ είχε μεγάλο χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων υπαλλήλων του δημοσίου, όπου η αποπληρωμή γινόταν απευθείας από τη μισθοδοσία του δανειολήπτη και, δεύτερον, είχε μεγάλο αριθμό δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Ωστόσο το ποσοστό εκτιμώμενων ζημιών για τα επιχειρηματικά δάνεια ανερχόταν σε 33,2%. Το ποσοστό αυτό κρίνεται ως ιδιαιτέρως υψηλό, καθώς όχι μόνο ήταν κατά πολύ υψηλότερο εκείνου των συστημικών τραπεζών, αλλά και επειδή το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, καθώς αφορούσε δάνεια που το ΤΤ είχε αρχίσει να δίνει μόλις από τα τέλη του 2008, δάνεια δηλαδή που δεν είχαν «ωριμάσει» χρονικά.
Μάλιστα η BlackRock επιβεβαίωσε τα ευρήματα των επιτόπιων ελέγχων της ΤτΕ, χαρακτηρίζοντας τη δανειακή πολιτική του ΤΤ στα επιχειρηματικά δάνεια ως «επιθετική». Είναι σαφές ότι οι ζημιές από την επιχειρηματική πίστη θα μεγάλωναν περαιτέρω, αν η ΤτΕ δεν είχε επιβάλει τους περιορισμούς που προανέφερα.
Στα τέλη του 2012 πραγματοποιήθηκε και νέος έλεγχος της ΤτΕ από τον οποίο προέκυψαν ερωτηματικά για ορισμένες δανειοδοτήσεις. Ως οφείλαμε ενημερώσαμε σχετικά την Αρχή Ξεπλύματος.
Η Αρχή, με αφορμή την αναφορά της ΤτΕ αλλά πιθανόν και άλλα στοιχεία που συγκέντρωσε στο πλαίσιο της δικής της ανεξάρτητης έρευνας, διαβίβασε σχετικά πορίσματά της στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Ακολούθησαν οι εξελίξεις που γνωρίζουμε.
Επομένως, η ΤτΕ έπραξε τα δέοντα. Έχοντας θέσει την τράπεζα υπό στενή παρακολούθηση, όταν διαπίστωσε ασυνήθεις κινήσεις, ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές θέτοντας στη διάθεσή τους όλα τα πορίσματά της. Η αξιολόγηση των ευρημάτων ανήκει πλέον στις δικαστικές αρχές.
Θα ήθελα όμως να αντικρούσω έναν ισχυρισμό που ακούγεται, ή ακριβέστερα, ακουγόταν. Ότι δηλαδή το ΤΤ ήταν μία υποδειγματική τράπεζα, η οποία άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα μετά το PSI. Τα γεγονότα διαψεύδουν τον ισχυρισμό αυτό.
Το ΤΤ δεν είχε εμφανίσει αξιόλογη κερδοφορία ούτε τα χρόνια πριν από το PSI. Στη διάρκεια π.χ. της 5-ετίας 2006-2010, που το ΤΤ λειτουργούσε ως τράπεζα, η κερδοφορία ήταν οριακά θετική, με αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων χαμηλότερη από το μισό του μέσου όρου του κλάδου.
Και μάλιστα, σε μία περίοδο που το Ελληνικό Δημόσιο είχε προβεί σε μεγάλες κεφαλαιακές ενισχύσεις του ΤΤ. Γι αυτό και μόνον πριν από το PSI, το ΤΤ εμφάνιζε υψηλό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, λόγω της στήριξης δηλαδή που απολάμβανε από το Ελληνικό Δημόσιο.
Με δεδομένη τη χαμηλή αποδοτικότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και το συνεχώς διογκούμενο λειτουργικό κόστος, θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολη η διαμόρφωση μελλοντικών εσόδων, που να υπερκαλύπτουν τα λειτουργικά έξοδα και τις πιστωτικές απώλειες του δανειακού και του επενδυτικού χαρτοφυλακίου.
Θυμίζω επίσης και τις επενδύσεις του ΤΤ σε πολύπλοκα παράγωγα προϊόντα. Από τις επενδύσεις αυτές το ΤΤ κατέγραψε σημαντικές απώλειες τη διετία 2007-2008, καθιστώντας έτσι αναγκαία την κεφαλαιακή του ενίσχυση από το Ελληνικό Δημόσιο το 2009.
Μετά τα όσα ανέφερα, φαντάζομαι ότι δεν θα υπάρχουν απορίες γιατί το ΤΤ κρίθηκε μη βιώσιμο. Πράγματι, κρίθηκε ότι δεν ήταν μακροχρόνια βιώσιμο, με την έννοια ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί αυτοδύναμα και να αποπληρώσει την όποια κρατική βοήθεια ελάμβανε σε λογικό βάθος χρόνου.
Από όσα περιληπτικά σας ανέφερα, τεκμηριώνεται ότι η ΤτΕ είχε υπό συνεχή και στενή παρακολούθηση το ΤΤ και εξάντλησε τις δυνατότητες που της παρέχει το θεσμικό πλαίσιο, ώστε να ωθήσει το πιστωτικό αυτό ίδρυμα σε θετική κατεύθυνση.
Η ΤτΕ συνεργάστηκε και υποβοήθησε το έργο των δικαστικών αρχών παντοιοτρόπως, όπως το έκανε και σε άλλες ομοειδείς περιπτώσεις. Η ΤτΕ δεν μπορεί βεβαίως και δεν πρέπει να υποκαταστήσει τις δικαστικές αρχές, οι οποίες θα κρίνουν για τις όποιες σκιές και ερωτηματικά υπάρχουν.
Εδώ πρέπει επίσης να διευκρινίσω ότι ο σκοπός του θεσμικού πλαισίου για τις πιστοδοτήσεις, που διεθνώς εφαρμόζεται, δεν είναι να μηδενίσει τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι τράπεζες κατά τη χορήγηση δανείων, αφού η παροχή πιστώσεων ενέχει από τη φύση της κίνδυνο. Το θεσμικό πλαίσιο αποβλέπει ακριβώς στο να έχουν οι τράπεζες κεφάλαια και προβλέψεις, που να καλύπτουν τους κινδύνους που έχουν αναλάβει.
Σε κάθε περίπτωση, η ΤτΕ δεν εμπλέκεται στις αποφάσεις χορήγησης τραπεζικών δανείων ως άτυπη «προεγκρίνουσα» αρχή, όπως κάποιοι φαίνεται να πιστεύουν. Η εγκριτική διαδικασία είναι αποκλειστική ευθύνη των εσωτερικών οργάνων και των αρμόδιων εγκριτικών επιτροπών της κάθε τράπεζας. Δική μας δουλειά είναι μέσα από δειγματοληπτικούς ελέγχους να διαπιστώνουμε – εκ των υστέρων - αν εφαρμόζεται το εποπτικό πλαίσιο, που ουσιαστικά είναι ευρωπαϊκό!
* * *
Θα ήθελα, τέλος, να επισημάνω ότι μεμονωμένες περιπτώσεις πιστοδοτήσεων που βρίσκονται υπό δικαστική κρίση δεν πρέπει να αποτελούν αφορμή για σχόλια γενίκευσης, που δίνουν την εσφαλμένη εντύπωση ενός σαθρού τραπεζικού συστήματος. Τέτοια σχόλια είναι όχι μόνον αβάσιμα, αλλά κυρίως επικίνδυνα.
Γιατί υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των καταθετών και ακυρώνουν τις δυνατότητες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Ιδιαίτερα σήμερα, που λόγω οικονομικής συγκυρίας, οδηγούμαστε καθημερινά σε ρυθμίσεις δανείων, η ενδεχόμενη επικράτηση κλίματος φοβίας μεταξύ των τραπεζικών στελεχών θα οδηγούσε σε εξαιρετικά επιζήμια αποτελέσματα.
Η αλήθεια είναι ότι το υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα της βαθειάς ύφεσης, που μείωσε το ΑΕΠ κατά 25% και εκτόξευσε την ανεργία στα ύψη.
Παρά ταύτα, μέσα σε αυτό το πολύ δυσχερές περιβάλλον, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί ως προς την εξυγίανση, αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού μας συστήματος είναι εντυπωσιακή.
Κι αυτό αναγνωρίζεται διεθνώς. Θα ήταν έγκλημα να υπονομεύσουμε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα με αβάσιμες γενικεύσεις εντυπωσιασμού.