Aπαγχονίστηκαν την ίδια στιγμή. Μαζί στο θάνατο. Από απελπισία, αδυναμία επιβίωσης.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν άντεξε τα οικονομικά προβλήματα και αυτοκτόνησε. Ο ένας κούρνιασε στην αγκαλιά του άλλου και τράβηξαν τη θηλιά....
Ο 73χρονος αδελφός, μόλις το έμαθε έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε.
Δεν ήθελαν τίποτα διαφορετικό για τα γεράματά τους απ’ ό,τι κάθε παιδί για τον γονιό του. Κάθε εγγονός για τον παππού και τη γιαγιά. Αδελφός για αδελφό. Φίλος για φίλο.
Τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι θέλει ο καθένας για τον εαυτό του στα γεράματα. Την αξιοπρέπεια.
Τρία πρόσωπα, αυτόχειρες. Τρείς ζωές, με το ίδιο τέλος. Την αυτοκτονία.
Αδύνατον, ποτέ μα ποτέ, να κατανόησει κανείς πως μπορεί να γεννηθεί μια τέτοια στιγμή. Ούτε όσοι έμειναν πίσω στη ζωή, έχοντας χάσει δικούς τους ανθρώπους που αυτοκτόνησαν. Ούτε όσοι έμειναν στη ζωή, κουβαλώντας το δικό τους σταυρό, ξέροντας πως αποπειράθηκαν.
Ο 62χρονος Ρομέο και η 68χρονη Αννα, βασανίζονταν εδώ και μήνες -μια ζωή γεμάτη απο απόγνωση. Η οικονομική κρίση τους εγκλώβισε σε δίνη. Δεν μπορούσαν πια ούτε να πληρώσουν το ενοίκιο.
Η σύνταξη της Άννας ήταν 500 ευρώ, ενώ ο Ρομέο έμεινε χωρίς δουλειά μετά τις πρόσφατες μεταρρύθμισεις στην Ιταλία. Δεν δικαιούτο επίδομα ανεργίας και δεν είχε συμπληρώσει τα χρόνια για να πάρει σύνταξη. Τους τελευταίους μήνες άρχισε και πάλι να δουλεύει σε οικοδομές, αλλά είχε να πληρωθεί από τον Σεπτέμβρη.
Η ζωή στο ιταλικό χωριό Τσιβιτάνοβα ήταν γνώριμη στο ζευγάρι από τότε που ήταν παιδιά. Τους τελευταίους μήνες, όμως, είχαν κλειστεί στο σπίτι τους. Μια μοναδική φορά μίλησαν σ’ έναν γείτονά τους, για να του πουν πως ντρέπονται. Για τους λογαριασμούς που αδυνατούσαν να πληρώσουν, για το ενοίκιο που δεν είχαν να δώσουν.
«Ειναι η ντροπή που μας κάνει να θέλουμε να εξαφανιστούμε», ήταν τα λόγια τους, όπως τα μετέφερε σε ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο ο γείτονάς τους.
Το παραθαλάσσιο χωριουδάκι της Αδριατικής γέμισε απο μικρόφωνα και κάμερες από αρκετά μέρη. Να δούμε όσα φαίνονταν εδώ και καιρό. Να μάθουμε όσα ειπώθηκαν μια μονάχα φορά. Να αναρωτηθούμε και να συγκλονιστούμε τόσο…όσο, μέχρι την επόμενη.
Μια λέξη, «συγνώμη», και οδηγίες για να βρούν τις σωρούς τους, έγραψαν στο σημείωμα που άφησαν στους γείτονές τους. Το κόλλησαν στο γκαράζ και άφησαν την πόρτα ανοιχτή. Λεπτομέρειες για το πίσω δωμάτιο του διαμερίσματος στην πολυκατοικία, που έμεναν εδώ και τέσσερις δεκαετίες.
Τους βρήκαν νεκρούς. Ο ένας μαζί με τον άλλον στο θάνατο.
Ο μεγαλύτερος αδελφός της Άννας, ο 73 χρονος Τζουζέπε, όταν το έμαθε σε κατάσταση αμόκ έτρεξε και έπεσε στη θάλασσα. Κάτοικοι τον τράβηξαν από το νερό. Οι διασώστες προσπάθησαν να κάνουν την ανάνηψη .Κανένας παλμός ζωής, δεν επανήλθε.
Οι στιγμές που λυγίζει κανείς, μέσα στον παραλογισμό τους, έχουν έναν κοινό παρανομαστή για όλους μας. Είναι οι αδιέξοδες στιγμές μας. Είναι οι στιγμές που μας αρπάζουν την αξιοπρέπεια απο την ίδια μας την ψυχή.
Ξέρω πως υπάρχουν φορές που μοιάζει ακατόρθωτο, ακόμη και όταν έχεις τη νιότη.
Όταν είσαι στα μισά της διαδρομής και έχεις την τύχη, η ζωή να μη σου δώσει όσα μπορεί ο άνθρωπος να αντέξει.
Δεν ξέρω, όμως, πόσο ακατόρθωτο πρέπει να μοιάζει όταν είσαι στο τέλος της διαδρομής και ο χρόνος σου εχει δείξει τόσα όσα δεν θα ήθελες ποτέ να δεις.
Όταν πάλεψες σε μέρες που δεν ξημέρωναν, να μην μπορείς πια σε μια οικονομική δίνη να επιβιώσεις.
Όταν στα γεράματά σου, σου στερούν την αξιοπρέπεια απο τη ζωή σου.
Ξέρω πως κανείς μας δεν θέλει να το μάθει. Ξέρω, όμως, ότι το βλέπουμε. Στα πρόσωπά τους. Στις ζωές μας.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν άντεξε τα οικονομικά προβλήματα και αυτοκτόνησε. Ο ένας κούρνιασε στην αγκαλιά του άλλου και τράβηξαν τη θηλιά....
Ο 73χρονος αδελφός, μόλις το έμαθε έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε.
Δεν ήθελαν τίποτα διαφορετικό για τα γεράματά τους απ’ ό,τι κάθε παιδί για τον γονιό του. Κάθε εγγονός για τον παππού και τη γιαγιά. Αδελφός για αδελφό. Φίλος για φίλο.
Τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι θέλει ο καθένας για τον εαυτό του στα γεράματα. Την αξιοπρέπεια.
Τρία πρόσωπα, αυτόχειρες. Τρείς ζωές, με το ίδιο τέλος. Την αυτοκτονία.
Αδύνατον, ποτέ μα ποτέ, να κατανόησει κανείς πως μπορεί να γεννηθεί μια τέτοια στιγμή. Ούτε όσοι έμειναν πίσω στη ζωή, έχοντας χάσει δικούς τους ανθρώπους που αυτοκτόνησαν. Ούτε όσοι έμειναν στη ζωή, κουβαλώντας το δικό τους σταυρό, ξέροντας πως αποπειράθηκαν.
Ο 62χρονος Ρομέο και η 68χρονη Αννα, βασανίζονταν εδώ και μήνες -μια ζωή γεμάτη απο απόγνωση. Η οικονομική κρίση τους εγκλώβισε σε δίνη. Δεν μπορούσαν πια ούτε να πληρώσουν το ενοίκιο.
Η σύνταξη της Άννας ήταν 500 ευρώ, ενώ ο Ρομέο έμεινε χωρίς δουλειά μετά τις πρόσφατες μεταρρύθμισεις στην Ιταλία. Δεν δικαιούτο επίδομα ανεργίας και δεν είχε συμπληρώσει τα χρόνια για να πάρει σύνταξη. Τους τελευταίους μήνες άρχισε και πάλι να δουλεύει σε οικοδομές, αλλά είχε να πληρωθεί από τον Σεπτέμβρη.
Η ζωή στο ιταλικό χωριό Τσιβιτάνοβα ήταν γνώριμη στο ζευγάρι από τότε που ήταν παιδιά. Τους τελευταίους μήνες, όμως, είχαν κλειστεί στο σπίτι τους. Μια μοναδική φορά μίλησαν σ’ έναν γείτονά τους, για να του πουν πως ντρέπονται. Για τους λογαριασμούς που αδυνατούσαν να πληρώσουν, για το ενοίκιο που δεν είχαν να δώσουν.
«Ειναι η ντροπή που μας κάνει να θέλουμε να εξαφανιστούμε», ήταν τα λόγια τους, όπως τα μετέφερε σε ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο ο γείτονάς τους.
Το παραθαλάσσιο χωριουδάκι της Αδριατικής γέμισε απο μικρόφωνα και κάμερες από αρκετά μέρη. Να δούμε όσα φαίνονταν εδώ και καιρό. Να μάθουμε όσα ειπώθηκαν μια μονάχα φορά. Να αναρωτηθούμε και να συγκλονιστούμε τόσο…όσο, μέχρι την επόμενη.
Μια λέξη, «συγνώμη», και οδηγίες για να βρούν τις σωρούς τους, έγραψαν στο σημείωμα που άφησαν στους γείτονές τους. Το κόλλησαν στο γκαράζ και άφησαν την πόρτα ανοιχτή. Λεπτομέρειες για το πίσω δωμάτιο του διαμερίσματος στην πολυκατοικία, που έμεναν εδώ και τέσσερις δεκαετίες.
Τους βρήκαν νεκρούς. Ο ένας μαζί με τον άλλον στο θάνατο.
Ο μεγαλύτερος αδελφός της Άννας, ο 73 χρονος Τζουζέπε, όταν το έμαθε σε κατάσταση αμόκ έτρεξε και έπεσε στη θάλασσα. Κάτοικοι τον τράβηξαν από το νερό. Οι διασώστες προσπάθησαν να κάνουν την ανάνηψη .Κανένας παλμός ζωής, δεν επανήλθε.
Οι στιγμές που λυγίζει κανείς, μέσα στον παραλογισμό τους, έχουν έναν κοινό παρανομαστή για όλους μας. Είναι οι αδιέξοδες στιγμές μας. Είναι οι στιγμές που μας αρπάζουν την αξιοπρέπεια απο την ίδια μας την ψυχή.
Ξέρω πως υπάρχουν φορές που μοιάζει ακατόρθωτο, ακόμη και όταν έχεις τη νιότη.
Όταν είσαι στα μισά της διαδρομής και έχεις την τύχη, η ζωή να μη σου δώσει όσα μπορεί ο άνθρωπος να αντέξει.
Δεν ξέρω, όμως, πόσο ακατόρθωτο πρέπει να μοιάζει όταν είσαι στο τέλος της διαδρομής και ο χρόνος σου εχει δείξει τόσα όσα δεν θα ήθελες ποτέ να δεις.
Όταν πάλεψες σε μέρες που δεν ξημέρωναν, να μην μπορείς πια σε μια οικονομική δίνη να επιβιώσεις.
Όταν στα γεράματά σου, σου στερούν την αξιοπρέπεια απο τη ζωή σου.
Ξέρω πως κανείς μας δεν θέλει να το μάθει. Ξέρω, όμως, ότι το βλέπουμε. Στα πρόσωπά τους. Στις ζωές μας.