«Σαράντα
σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταυροδόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες,
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι,
ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.
σκεμπέδες σταυροδόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες,
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι,
ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς
βαρά η καμοπάνα),
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.
Όξ’ ο κοσμάκης φώναζε:
— Πεινάμε τέτοιες μέρες, γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι,
ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν:
— Είστε αθέοι».
— Πεινάμε τέτοιες μέρες, γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι,
ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν:
— Είστε αθέοι».