Πώς επηρεάζουν τις μετέπειτα σχέσεις των ατόμων Όσοι χάνουν την παρθενιά τους μετά την εφηβεία τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να δημιουργήσουν σχέσεις που θα τους ικανοποιούν σε μεγάλο
βαθμό, στη μετέπειτα ζωή τους, αναφέρει νέα έρευνα.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι όσοι περίμεναν να κάνουν σεξ για πρώτη φορά μετά τα 20 τους χρόνια, ή ακόμη και αργότερα, αύξαναν τις πιθανότητες να καταλήξουν σε μια αμοιβαία ευτυχισμένη σχέση.
Βέβαια, οι ίδιοι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να μην...
παντρευτούν, όπως και
να έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση και μια καλοπληρωμένη δουλειά.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι είναι πολύ σημαντικός ο χρόνος που
επιλέγει κάποιος να ολοκληρώσει τις σεξουαλικές του σχέσεις, καθώς
μπορεί να έχει άμεση επίδραση στη σωματική και ψυχολογική ανάπτυξη του
εφήβου.
Μέχρι τώρα δεν ήταν γνωστό το πόσο και πώς μπορεί να επηρεάζει η χρονική
περίοδος που γίνεται η πρώτη σεξουαλική επαφή του ατόμου με κάποιον
άλλο την ποιότητα των σχέσεών του στην ενήλικη ζωή του.
Η ψυχολόγος-ερευνήτρια Paige Harden από το πανεπιστήμιο του Τέξας
μελέτησε την παραπάνω σχέση χρησιμοποιώντας δεδομένα από μια εθνική
μελέτη για την υγεία των εφήβων που έγινε σε 1.659 άτομα από την ηλικία
των 16 μέχρι που έγιναν 29 ετών.
Κάθε άτομο κατηγοριοποιήθηκε ανάλογα με το πότε είχε την πρώτη του
σεξουαλική επαφή σε «πρόωρους» (όσοι έκαναν σεξ πριν τα 15), σε «πάνω
στην ώρα» (αν η πρώτη σεξουαλική επαφή έγινε στην ηλικία 15-19) ή «πιο
αργά» (όσοι έκαναν σεξ μετά τα 19 τους).
Η ερευνήτρια ανακάλυψε ότι όσοι είχαν την πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία
μετά τα 19 τους χρόνια, ήταν συνήθως άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο
και καλύτερο εισόδημα. Ακόμη, σε μεγάλο ποσοστό δεν είχαν παντρευτεί
ακόμη και δεν είχαν πολλούς ερωτικούς συντρόφους στο «ενεργητικό» τους.
Όσοι ήταν παντρεμένοι ήδη ή συζούσαν με το σύντροφό τους δήλωσαν ότι
ένιωθαν σε μεγάλο βαθμό ευτυχισμένοι και ότι δεν είχαν πολλές ερωτικές
απογοητεύσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους.
«Αρχίζουμε να κατανοούμε πώς οι σεξουαλικές εμπειρίες στην εφηβική
ηλικία επηρεάζουν τη μελλοντική ανάπτυξη των ατόμων και τη συμπεριφορά
τους» ανέφερε η ίδια, γράφει η Daily Mail.
Τα αποτελέσματα της μελέτης της δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Psychological Science.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι όσοι περίμεναν να κάνουν σεξ για πρώτη φορά μετά τα 20 τους χρόνια, ή ακόμη και αργότερα, αύξαναν τις πιθανότητες να καταλήξουν σε μια αμοιβαία ευτυχισμένη σχέση.
Βέβαια, οι ίδιοι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να μην...
παντρευτούν, όπως και
να έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση και μια καλοπληρωμένη δουλειά.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι είναι πολύ σημαντικός ο χρόνος που
επιλέγει κάποιος να ολοκληρώσει τις σεξουαλικές του σχέσεις, καθώς
μπορεί να έχει άμεση επίδραση στη σωματική και ψυχολογική ανάπτυξη του
εφήβου.
Μέχρι τώρα δεν ήταν γνωστό το πόσο και πώς μπορεί να επηρεάζει η χρονική
περίοδος που γίνεται η πρώτη σεξουαλική επαφή του ατόμου με κάποιον
άλλο την ποιότητα των σχέσεών του στην ενήλικη ζωή του.
Η ψυχολόγος-ερευνήτρια Paige Harden από το πανεπιστήμιο του Τέξας
μελέτησε την παραπάνω σχέση χρησιμοποιώντας δεδομένα από μια εθνική
μελέτη για την υγεία των εφήβων που έγινε σε 1.659 άτομα από την ηλικία
των 16 μέχρι που έγιναν 29 ετών.
Κάθε άτομο κατηγοριοποιήθηκε ανάλογα με το πότε είχε την πρώτη του
σεξουαλική επαφή σε «πρόωρους» (όσοι έκαναν σεξ πριν τα 15), σε «πάνω
στην ώρα» (αν η πρώτη σεξουαλική επαφή έγινε στην ηλικία 15-19) ή «πιο
αργά» (όσοι έκαναν σεξ μετά τα 19 τους).
Η ερευνήτρια ανακάλυψε ότι όσοι είχαν την πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία
μετά τα 19 τους χρόνια, ήταν συνήθως άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο
και καλύτερο εισόδημα. Ακόμη, σε μεγάλο ποσοστό δεν είχαν παντρευτεί
ακόμη και δεν είχαν πολλούς ερωτικούς συντρόφους στο «ενεργητικό» τους.
Όσοι ήταν παντρεμένοι ήδη ή συζούσαν με το σύντροφό τους δήλωσαν ότι
ένιωθαν σε μεγάλο βαθμό ευτυχισμένοι και ότι δεν είχαν πολλές ερωτικές
απογοητεύσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους.
«Αρχίζουμε να κατανοούμε πώς οι σεξουαλικές εμπειρίες στην εφηβική
ηλικία επηρεάζουν τη μελλοντική ανάπτυξη των ατόμων και τη συμπεριφορά
τους» ανέφερε η ίδια, γράφει η Daily Mail.
Τα αποτελέσματα της μελέτης της δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Psychological Science.