Οι κλέφτες κι οι α(ρ)μα(ρ)τωλοί μαζεύτηκαν και πάλι.
Μα απ’ την πολύ συζήτηση τους έπιασε μια ζάλη.
Μετά από έννοια και θυμό είπε ο πρόεδρος τους:
«ο κόσμος μου μετέφερε τον πόνο, τον καημό τους»
-Πες μας μεγάλε πρόεδρε, τι θέλουν οι δημότες?
τους πείραξαν οι πούστηδες που κλάναν τις καπότες?
«Όχι αδέρφια μου ληστές, μα έχουν τα δικά τους,
τους έτσουξε ο κώλος τους που βάλαν τα λεφτά τους».
-Μα πρόεδρε χωρίς λεφτά δε γίνονται αγώνες.
Εάν δε θέλουν νταβατζή δε θα ‘χουνε θαμώνες.
«Πρέπει ορέ να βάζουμε κι εμείς φαί στη χύτρα,
αλλιώς θα μας πηδήξουνε πριν πάρουμε τα λύτρα»
-Αχ πρόεδρε και κύρη μας, κάναμε τεμενάδες
Μα πάλι όμως δεν έρχονται οι ξένοι οι αγάδες.
-Του χρόνου αν πάλι φέρουμε πούστηδες και λεσβίες
νύχτα θα βγούμε απ’ το νησί με ξύλινες σχεδίες.
«Μη σκιάζεστε αδέλφια μου κι έχω μεγάλα πλάνα
θα βγάλουμε στις αμμουδιές μια ξανθιά πουτάνα»
-Το βρήκαμε, το βρήκαμε τρεχάτε το μαντάτο
θα έχουν όλοι τη χαρά κι εμείς γεμάτο πιάτο.ΑΠΟ: ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
