Eπτά ημέρες άντεξε τη φυλακή ο πρώην υπουργός κ. Άκης Τσοχατζόπουλος.
Την περασμένη Τρίτη οδηγήθηκε στον Κορυδαλλό και σήμερα κατέθεσε δια των συνηγόρων του αίτηση αποφυλάκισης, η οποία θα κριθεί τις επόμενες ημέρες από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών
Ο πρώην υπουργός ο οποίος κατηγορείται για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος σε βαθμό κακουργήματος υποστηρίζει στην αίτηση του ότι δεν είναι ύποπτος φυγής, ότι δεν...
είναι ύποπτος διάπραξης νέων αδικημάτων, καθώς και ότι το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται είναι παραγεγραμμένο.
Τα παραπάνω είχαν προαναγγείλει, άλλωστε οι συνήγοροι υπεράσπισης του κ. Άκη Τσοχατζόπουλου, οι οποίοι με κοινή ανακοίνωση τους υποστήριζαν, μεταξύ άλλων ότι:
* «Ο κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλος σε καμία φάση της σε εξέλιξη από 20μήνου ευρισκόμενης διαδικασίας δεν έδειξε ασυνέπεια στις συναντήσεις του με τις Αστυνομικές ή Εισαγγελικές αρχές. Τουναντίον με επανειλημμένα διαβήματά του ζήτησε ενημέρωση, πληροφόρηση, επιτάχυνση των διαδικασιών. Ο κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλος τέλει σε απαγόρευση εξόδου από τη χώρα (περιοριστικός όρος) και έχει παραδώσει συνακόλουθα το διαβατήριο του στις Αστυνομικές Αρχές. Ο κύριος Α.-Α. Τσοχατζόπουλος δεν ανήκει στο Κοινοβούλιο από το φθινόπωρο του 2007, δεν έχει καμία άλλη επίσημη ιδιότητα. Κάθε πτυχή της δραστηριότητάς του ελέγχεται από τις διωκτικές αρχές. Εν τούτοις αιτιολογείται εκ μέρους των αρχών επιβολή προσωρινής κρατήσεως με υπόνοια φυγής και τέλεσης άλλων αξιόποινων πράξεων, χωρίς όμως - κατά την άποψη μας - να προκύπτουν ειδικά στοιχεία από τη δικογραφία που να στηρίζουν τις εν λόγω αποδοχές».
* «Θεωρούμε ότι η επιβληθείσα προσωρινή κράτηση στον κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλο είναι υπερβολική με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Η υψηλή αναγνωρισιμότητα του κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλου λόγω της μακράς θητείας του στην πολιτική και σε καίριες κυβερνητικές θέσεις αποτελεί ένα επιπρόσθετο στοιχείο που καθιστά την επιβολή προσωρινής κρατήσεως και λόγω υπόνοιας φυγής άνευ αντικειμένου».
* «Το αδίκημα της δωροδοκίας που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο φέρεται να τελέστηκε σε χρόνο (πριν από το 2005), όταν ο σχετικός νόμος περί "ξεπλύματος" δεν το περιελάμβανε στα βασικά εγκλήματα».