Μια συγκλονιστική συνέντευξη έδωσε στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» ο Πέτρος Κωστόπουλος. Αφού ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για την κατάρρευση της IMΑΚΟ, δεν δίστασε να κάνει την αυτοκριτική του και να μιλήσει έξω από τα δόντια για ΟΛΑ, απαντώντας παράλληλα και στους επικριτές του.
«Καταρχήν φταίω εγώ. Γιατί όταν κανείς φτιάχνει επιχείρηση, πρέπει να τη δομεί με τρόπο που ν΄αντέχει σε σκληρές συνθήκες....
Αυτό δεν έγινε στην ΙΜΑΚΟ, γιατί υπήρχε η εφορία των 90s. Παρασύρθηκα σε δαπάνες που δεν έπρεπε να έχουν γίνει».
Τα τελευταία δυο χρόνια, η απώλεια των εσόδων έγινε ένας κανονικός Αρμαγεδδώνας σύμφωνα με τον ίδιο:
«Μόνο καρκίνο δεν έβγαλα τα τελευταία δυο χρόνια, βάζοντας λεφτά τη μια μέρα και χάνοντας τα την επομένη. Σαν να τα έριχνα σε τρύπιο κουβά. Ναι. Λάθος έκανα. Έπρεπε να έχω σταματήσει την προσπάθεια. Αν είχα βάλει ένα στοπ ενάμιση χρόνο πριν, θα με είχα διασώσει».
Το ότι η ΙΜΑΚΟ πάει για φούντο, το κατάλαβε πέρυσι τέτοια εποχή:
«Τέλη Φλεβάρη. Τότε το διαπιστώσαμε. Θυμάμαι όταν μου το ανακοίνωσε ο οικονομικός μου διευθυντής, έπαθα ψυχολογικό breakdown. Σε όλη μου τη ζωή δεν ήξερα τι είναι κατάθλιψη. Έπαθα κλινική κατάθλιψη σε μια μέρα».
Τα συμπτώματα του ήταν συγκλονιστικά:
«Με έπιασε τρόμος, φόβος για κάθε τηλέφωνο που χτύπαγε, δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι και κρυβόμουν κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν μπορούσα ν΄ανέβω σκάλες. Ο εγκέφαλος μου δεν επικοινωνούσε με τα πόδια μου. Η Τζένη έπαθε πλάκα βλέποντας τον άνδρα της μετά από 18 χρόνια γάμου να είναι σαν σκιαγμένο κουνέλι».
Και συνεχίζει εξηγώντας τους λόγους της πτώχευσης:
«Έπεσα στο νταούνιασμα, γιατί έφταιγα εγώ και μόνο κατά 95%. Αν θες να παριστάνεις τον επιχειρηματία, πρέπει να είσαι μπακάλης κάθε μέρα. Εγώ παρίστανα τον καλλιτέχνη και τον δημιουργό χωρίς να κοιτάω τα νούμερα».
Όπως λέει, κόλλησε το σύνδρομο του υπερδοτικού ανθρώπου την περίοδο που πήγαιναν καλά οι επιχειρήσεις του:
«Άμα σου πω τους μισθούς της δεκαετία του ΄90, θα σου φύγουν τα μαλλιά. Το 1995 στο Nitro που ήταν το προσωπικό μου περιοδικό και
ήμουν διευθυντής, πλήρωνα στον από κάτω μου, το υφιστάμενο, 1,5 εκατομμύριο δραχμές καθαρά! Με τέτοιες αμοιβές, θα έπρεπε να με είχαν κλείσει στο Δρομοκαϊτειο!»
Τι απαντά σε όσους τον κατηγορούν πως έφερε το lifestyle στην Ελλάδα;
«Δεν είμαι εγώ αυτός που αβαντάριζε το Καγιέν, το χρυσό ρολόι και το πρώτο τραπέζι πίστα, πράγματα που τα έχω ξεσκίσει στο κράξιμο».
Παραδέχεται ωστόσο, πως «ξεκινήσαμε το 1987 να παράγουμε περιοδικά για να ξεφύγουμε από τη μιζέρια και την κατάντια της Μεταπολίτευσης. Μετά, το 1995 καταλήξαμε σαν λαός σε νούμερα επιδειξιομανίας. Σαν άτομο, μπήκα κι εγώ σε αυτή τη γυφτιά. Ήθελα να έχω γρήγορο αυτοκίνητο, τζιπ, ωραίο σπίτι, ξεχνώντας από πού ερχόμουν. Όμως το θεωρώ και δικαίωμα μου. Δεν τα έφαγα από κανέναν. Ο κοσμάκης δηλαδή είναι αθώος και πάντα κάποιοι τον επηρεάζουν; Γίνεται πνευματικός γίγαντας μόνο τη μέρα που ψηφίζει;»
Το καλύτερο όμως, το φυλά για το τέλος. Διαβάστε:
«Στη Μύκονο, μετά το 1995 άρχισαν να πλακώνουν όλοι. Νεοκοσμικοί, νεόπλουτοι, όλα τα νούμερα της χώρας, οι βίζιτες, οι της προσκολλήσεως, και οι καραγκιόζηδες των πλουσίων. Σύμβολο ολονών τους ήταν το πόσο υψηλό λογαριασμό θα πλήρωναν στα εστιατόρια, κι εκεί μάσησα και είμαι απαράδεκτος γι΄αυτό. Γιατί με τα χρόνια η ατμόσφαιρα έγινε εμετική, κι εγώ μέρος του θιάσου!»
«Καταρχήν φταίω εγώ. Γιατί όταν κανείς φτιάχνει επιχείρηση, πρέπει να τη δομεί με τρόπο που ν΄αντέχει σε σκληρές συνθήκες....
Αυτό δεν έγινε στην ΙΜΑΚΟ, γιατί υπήρχε η εφορία των 90s. Παρασύρθηκα σε δαπάνες που δεν έπρεπε να έχουν γίνει».
Τα τελευταία δυο χρόνια, η απώλεια των εσόδων έγινε ένας κανονικός Αρμαγεδδώνας σύμφωνα με τον ίδιο:
«Μόνο καρκίνο δεν έβγαλα τα τελευταία δυο χρόνια, βάζοντας λεφτά τη μια μέρα και χάνοντας τα την επομένη. Σαν να τα έριχνα σε τρύπιο κουβά. Ναι. Λάθος έκανα. Έπρεπε να έχω σταματήσει την προσπάθεια. Αν είχα βάλει ένα στοπ ενάμιση χρόνο πριν, θα με είχα διασώσει».
Το ότι η ΙΜΑΚΟ πάει για φούντο, το κατάλαβε πέρυσι τέτοια εποχή:
«Τέλη Φλεβάρη. Τότε το διαπιστώσαμε. Θυμάμαι όταν μου το ανακοίνωσε ο οικονομικός μου διευθυντής, έπαθα ψυχολογικό breakdown. Σε όλη μου τη ζωή δεν ήξερα τι είναι κατάθλιψη. Έπαθα κλινική κατάθλιψη σε μια μέρα».
Τα συμπτώματα του ήταν συγκλονιστικά:
«Με έπιασε τρόμος, φόβος για κάθε τηλέφωνο που χτύπαγε, δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι και κρυβόμουν κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν μπορούσα ν΄ανέβω σκάλες. Ο εγκέφαλος μου δεν επικοινωνούσε με τα πόδια μου. Η Τζένη έπαθε πλάκα βλέποντας τον άνδρα της μετά από 18 χρόνια γάμου να είναι σαν σκιαγμένο κουνέλι».
Και συνεχίζει εξηγώντας τους λόγους της πτώχευσης:
«Έπεσα στο νταούνιασμα, γιατί έφταιγα εγώ και μόνο κατά 95%. Αν θες να παριστάνεις τον επιχειρηματία, πρέπει να είσαι μπακάλης κάθε μέρα. Εγώ παρίστανα τον καλλιτέχνη και τον δημιουργό χωρίς να κοιτάω τα νούμερα».
Όπως λέει, κόλλησε το σύνδρομο του υπερδοτικού ανθρώπου την περίοδο που πήγαιναν καλά οι επιχειρήσεις του:
«Άμα σου πω τους μισθούς της δεκαετία του ΄90, θα σου φύγουν τα μαλλιά. Το 1995 στο Nitro που ήταν το προσωπικό μου περιοδικό και
ήμουν διευθυντής, πλήρωνα στον από κάτω μου, το υφιστάμενο, 1,5 εκατομμύριο δραχμές καθαρά! Με τέτοιες αμοιβές, θα έπρεπε να με είχαν κλείσει στο Δρομοκαϊτειο!»
Τι απαντά σε όσους τον κατηγορούν πως έφερε το lifestyle στην Ελλάδα;
«Δεν είμαι εγώ αυτός που αβαντάριζε το Καγιέν, το χρυσό ρολόι και το πρώτο τραπέζι πίστα, πράγματα που τα έχω ξεσκίσει στο κράξιμο».
Παραδέχεται ωστόσο, πως «ξεκινήσαμε το 1987 να παράγουμε περιοδικά για να ξεφύγουμε από τη μιζέρια και την κατάντια της Μεταπολίτευσης. Μετά, το 1995 καταλήξαμε σαν λαός σε νούμερα επιδειξιομανίας. Σαν άτομο, μπήκα κι εγώ σε αυτή τη γυφτιά. Ήθελα να έχω γρήγορο αυτοκίνητο, τζιπ, ωραίο σπίτι, ξεχνώντας από πού ερχόμουν. Όμως το θεωρώ και δικαίωμα μου. Δεν τα έφαγα από κανέναν. Ο κοσμάκης δηλαδή είναι αθώος και πάντα κάποιοι τον επηρεάζουν; Γίνεται πνευματικός γίγαντας μόνο τη μέρα που ψηφίζει;»
Το καλύτερο όμως, το φυλά για το τέλος. Διαβάστε:
«Στη Μύκονο, μετά το 1995 άρχισαν να πλακώνουν όλοι. Νεοκοσμικοί, νεόπλουτοι, όλα τα νούμερα της χώρας, οι βίζιτες, οι της προσκολλήσεως, και οι καραγκιόζηδες των πλουσίων. Σύμβολο ολονών τους ήταν το πόσο υψηλό λογαριασμό θα πλήρωναν στα εστιατόρια, κι εκεί μάσησα και είμαι απαράδεκτος γι΄αυτό. Γιατί με τα χρόνια η ατμόσφαιρα έγινε εμετική, κι εγώ μέρος του θιάσου!»