Βούλγαροι μοναχοί είχαν σταλεί ως μυστικοί πράκτορες στα ορθόδοξα μοναστήρια του Αγίου Όρους στις δεκαετίες 1970 και 1980.
Όπως αποκαλύπτει σήμερα η εφημερίδα «Τα Νέα», η μυστική υπηρεσία της κομμουνιστικής Βουλγαρίας έκαναν τα πάντα για να διεισδύσουν και να βάλουν «χέρι» στην κληρονομιά των μοναστηριών του Αγίου Όρους ενώ σημειώνει πως ο «πράκτορας Κοβάτσεφ», νυν μητροπολίτης Βάρνας Κυρίλλος είχε αποστολή να αποσπάσει σπάνια βιβλία, εικονίσματα και άλλα ιστορικά κειμήλια. ...
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η εν λόγω επιχείρηση είχε την κωδική ονομασία «Ακρόπολη», έτσι την ονόμασε η βουλγαρική Μονή Ζωγράφου. Από τη δεκαετία του 1970, οι πράκτορες της Νταρζάβνα Σίγκουρνοστ (DS), της μυστικής υπηρεσίας της κομμουνιστικής Βουλγαρίας, προσπάθησαν να αρπάξουν τα πλούτη του Αγίου Όρους, κάνοντας τα πάντα για να διεισδύσουν σε αυτό.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κοβάτσεφ, ο οποίος οπλισμένος με μια φωτογραφική μηχανή πήγε στο Άγιο Όρος με αποστολή να ξεψαχνίζει τη κληρονομιά των μοναχών. Μάλιστα, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, ο Κοβάτσεφ περιέγραψε με λεπτομέρειες τις ίντριγκες των μοναχών, οι οποίοι συνωμοτούσαν, καβγάδιζαν για τα κλειδιά του ταμείου, έκλεβαν ζαχαρωτά από την τραπεζαρία και διακινούσαν λαθραία οινοπνευματώδη.
«Η DS έθεσε επιδέξια προς όφελός της αυτές τις διαιρέσεις και τις αδυναμίες. Ο νεαρός μοναχός πήγε και σε άλλα μοναστήρια αναζητώντας βουλγαρικά κειμήλια. Όταν δεν μπορούσε να τα κλέψει, κρατούσε σημειώσεις και τα φωτογράφιζε», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, συνεχίζει το δημοσίευμα, η ελληνική υπηρεσία αντικατασκοπίας αύξησε την επαγρύπνησή της και τελικά έβαλαν αιφνιδίως τέλος στην παραμονή του πράκτορα Κοβάτσεφ την άνοιξη του 1979, με την αιτιολογία «υπερέβη τα καθήκοντά του». Στην ουσία όμως εκδιώχθηκε με τον πλέον εξευτελιστικό τρόπο, τον τραβούσαν από τα μαλλιά, του έβγαλαν τα ράσα και τον έδεσαν πάνω σε ένα μουλάρι.
Φυσικά, τα παιχνίδια κατασκοπείας όμως δεν σταμάτησαν εκεί καθώς οι Βούλγαροι έστειλαν στον Άθωνα τον Ναθαναήλ, ή καλύτερα πράκτορα Μπλαγκόεφ, ο οποίος έδρασε από το 1976 έως το 1980.
Από τις αναφορές του πληροφορείται κανείς πως υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι δύο μοναχοί της Μονής Ζωγράφου που ήταν πράκτορες της DS, χωρίς να γνωρίζει ο ένας για τον άλλον. Ο πράκτορας Μπλαγκόεφ χρησίμευσε πολύ στις βουλγαρικές υπηρεσίες για να εντοπίσουν ακίνητα των μοναχών που ενδιαφέρουν πολύ το βουλγαρικό κράτος.
Το 1980, κατά τη διάρκεια συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, οι Βούλγαροι παρουσίασαν τη φωτοτυπία ενός εγγράφου του 1856 που φέρει τη σύγχρονη σφραγίδα της Μονής Ζωγράφου με κυριλλικούς χαρακτήρες, «γεγονός που έθεσε προσωρινά τέλος στις ελληνικές διεκδικήσεις» επί της μονής, γράφει ο ιστορικός Μόμτσιλ Μετόντιεφ.
Οταν επέστρεψε στη Σόφια, ο Ναθαναήλ έγινε αρχιμανδρίτης κατόπιν πιέσεων των μυστικών υπηρεσιών. Η DS τον προόριζε για επόμενο ηγούμενο της Μονής Ζωγράφου, αλλά τελικά πήγε στο Ρέγκενσμπουργκ και μετά στο Λονδίνο προτού γίνει μητροπολίτης Νευροκοπίου Βουλγαρίας το 1994. «Εχει καταλάβει πόσο μπορούν να τον ωφελήσουν σε επαγγελματικό επίπεδο οι σχέσεις του με την υπηρεσία», σημείωνε ήδη από το 1980 ο αξιωματικός της DS που ήταν χειριστής του.
Πηγή: Τα Νέα
Όπως αποκαλύπτει σήμερα η εφημερίδα «Τα Νέα», η μυστική υπηρεσία της κομμουνιστικής Βουλγαρίας έκαναν τα πάντα για να διεισδύσουν και να βάλουν «χέρι» στην κληρονομιά των μοναστηριών του Αγίου Όρους ενώ σημειώνει πως ο «πράκτορας Κοβάτσεφ», νυν μητροπολίτης Βάρνας Κυρίλλος είχε αποστολή να αποσπάσει σπάνια βιβλία, εικονίσματα και άλλα ιστορικά κειμήλια. ...
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η εν λόγω επιχείρηση είχε την κωδική ονομασία «Ακρόπολη», έτσι την ονόμασε η βουλγαρική Μονή Ζωγράφου. Από τη δεκαετία του 1970, οι πράκτορες της Νταρζάβνα Σίγκουρνοστ (DS), της μυστικής υπηρεσίας της κομμουνιστικής Βουλγαρίας, προσπάθησαν να αρπάξουν τα πλούτη του Αγίου Όρους, κάνοντας τα πάντα για να διεισδύσουν σε αυτό.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κοβάτσεφ, ο οποίος οπλισμένος με μια φωτογραφική μηχανή πήγε στο Άγιο Όρος με αποστολή να ξεψαχνίζει τη κληρονομιά των μοναχών. Μάλιστα, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, ο Κοβάτσεφ περιέγραψε με λεπτομέρειες τις ίντριγκες των μοναχών, οι οποίοι συνωμοτούσαν, καβγάδιζαν για τα κλειδιά του ταμείου, έκλεβαν ζαχαρωτά από την τραπεζαρία και διακινούσαν λαθραία οινοπνευματώδη.
«Η DS έθεσε επιδέξια προς όφελός της αυτές τις διαιρέσεις και τις αδυναμίες. Ο νεαρός μοναχός πήγε και σε άλλα μοναστήρια αναζητώντας βουλγαρικά κειμήλια. Όταν δεν μπορούσε να τα κλέψει, κρατούσε σημειώσεις και τα φωτογράφιζε», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, συνεχίζει το δημοσίευμα, η ελληνική υπηρεσία αντικατασκοπίας αύξησε την επαγρύπνησή της και τελικά έβαλαν αιφνιδίως τέλος στην παραμονή του πράκτορα Κοβάτσεφ την άνοιξη του 1979, με την αιτιολογία «υπερέβη τα καθήκοντά του». Στην ουσία όμως εκδιώχθηκε με τον πλέον εξευτελιστικό τρόπο, τον τραβούσαν από τα μαλλιά, του έβγαλαν τα ράσα και τον έδεσαν πάνω σε ένα μουλάρι.
Φυσικά, τα παιχνίδια κατασκοπείας όμως δεν σταμάτησαν εκεί καθώς οι Βούλγαροι έστειλαν στον Άθωνα τον Ναθαναήλ, ή καλύτερα πράκτορα Μπλαγκόεφ, ο οποίος έδρασε από το 1976 έως το 1980.
Από τις αναφορές του πληροφορείται κανείς πως υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι δύο μοναχοί της Μονής Ζωγράφου που ήταν πράκτορες της DS, χωρίς να γνωρίζει ο ένας για τον άλλον. Ο πράκτορας Μπλαγκόεφ χρησίμευσε πολύ στις βουλγαρικές υπηρεσίες για να εντοπίσουν ακίνητα των μοναχών που ενδιαφέρουν πολύ το βουλγαρικό κράτος.
Το 1980, κατά τη διάρκεια συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, οι Βούλγαροι παρουσίασαν τη φωτοτυπία ενός εγγράφου του 1856 που φέρει τη σύγχρονη σφραγίδα της Μονής Ζωγράφου με κυριλλικούς χαρακτήρες, «γεγονός που έθεσε προσωρινά τέλος στις ελληνικές διεκδικήσεις» επί της μονής, γράφει ο ιστορικός Μόμτσιλ Μετόντιεφ.
Οταν επέστρεψε στη Σόφια, ο Ναθαναήλ έγινε αρχιμανδρίτης κατόπιν πιέσεων των μυστικών υπηρεσιών. Η DS τον προόριζε για επόμενο ηγούμενο της Μονής Ζωγράφου, αλλά τελικά πήγε στο Ρέγκενσμπουργκ και μετά στο Λονδίνο προτού γίνει μητροπολίτης Νευροκοπίου Βουλγαρίας το 1994. «Εχει καταλάβει πόσο μπορούν να τον ωφελήσουν σε επαγγελματικό επίπεδο οι σχέσεις του με την υπηρεσία», σημείωνε ήδη από το 1980 ο αξιωματικός της DS που ήταν χειριστής του.
Πηγή: Τα Νέα