Το γράμμα ενός πρώην μαύρου σκλάβου προς τον λευκό πρώην αφέντη του, που γράφτηκε το 1865, έχει γίνει το επίκεντρο των συζητήσεων στις ΗΠΑ, με αφορμή τον εορτασμό του Μήνα Μαύρης Ιστορίας.
Την ειρωνική επιστολή έγραψε ο Τζούρντον Αντερσον, με τη βοήθεια δικηγόρου, ως απάντηση στο συνταγματάρχη Πάτρικ Χένεσι Αντερσον, ο οποίος τον καλούσε να επιστρέψει στο Τενεσί και να συνεχίσει να εργάζεται γι' αυτόν.
Ήδη είχε λήξει ο Αμερικανικός Εμφύλιος και οι έγχρωμοι Αμερικανοί είχαν αποδεσμευτεί από το καθεστώς δουλείας, που ζούσαν στον αμερικανικό Νότο.
Η επιστολή, που ακολουθεί, αναρτήθηκε στην αμερικανική ιστοσελίδα lettersofnote.com, που δημοσιεύει ιστορική αλληλογραφία του 19ου και 20ου αιώνα.
Ντέιτον, Οχάιο
7 Αυγούστου 1865
Στον παλιό μου αφέντη, συνταγματάρχη Π. Χ. Αντερσον, Μπιγκ Σπρινγκ, Τενεσί
Κύριε,
πήρα την επιστολή σας και είμαι χαρούμενος που δεν έχετε ξεχάσει τον Τζούρντον και που θέλετε να επιστρέψω και να ζήσω και πάλι μαζί σας, με την υπόσχεση να κάνετε το καλύτερο για μένα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον.
Συχνά ανησυχούσα για σας. Πίστευα πως οι Γιάνκηδες θα σας έχουν κρεμάσει ως αντίποινα γιατί κρύβατε στρατιώτες της επανάστασης στο σπίτι σας. Υποθέτω ότι δεν έμαθαν ποτέ ότι πήγατε στον συνταγματάρχη Μάρτιν για να σκοτώσετε τον στρατιώτη της Ένωσης που έμενε στον στάβλο του.
Αν και με πυροβολήσατε δυο φορές πριν φύγω και σας αφήσω, δεν ήθελα να ακούσω ότι σας έχει συμβεί κάτι και χαίρομαι που είστε ακόμα ζωντανός. Θα μου έκανε καλό να γυρίσω στο αγαπημένο σπίτι και να δω την κυρία Μαίρη και την κυρία Μάρθα και τον Aλεν, την Eστερ, τον Γκριν και τον Λι.
Δώστε την αγάπη μου σε όλους και πείτε τους ότι ελπίζω να συναντηθούμε και πάλι σε έναν καλύτερο κόσμο, αν όχι σε αυτόν. Θα ερχόμουν να σας δω όλους, όταν δούλευα στο νοσοκομείο του Νάσβιλ, αλλά ένας από τους γείτονες μου είπε ότι ο Χένρι είχε σκοπό να με πυροβολήσει ξανά αν του δινόταν η ευκαιρία.
Θα ήθελα να ξέρω ποια ακριβώς είναι η καλή ευκαιρία που προτίθεστε να μου δώσετε. Τα πηγαίνω αρκετά καλά εδώ. Παίρνω 25 δολάρια το μήνα, φαγητό και ρούχα. Έχω ένα άνετο σπίτι εδώ για την Μάντι (σ.σ: εννοεί τη γυναίκα του) -που οι άνθρωποι εδώ την φωνάζουν κυρία Αντερσον- και τα παιδιά, η Μίλι, η Τζέιν και ο Γκράντι, πηγαίνουν στο σχολείο και τα πάνε αρκετά καλά.
[...] Κάποιες φορές ακούμε τους άλλους να λένε για εμάς στο Τενεσί «Αυτοί οι έγχρωμοι ήταν κάποτε σκλάβοι». Τα παιδιά στεναχωριούνται όταν ακούνε τέτοια σχόλια, αλλά τους λέμε ότι στο Τενεσί δεν ήταν ντροπή να ανήκεις στον συνταγματάρχη Αντερσον. Και πολλοί σκουρόχρωμοι θα ήταν περήφανοι, όπως εγώ, να σε αποκαλούν «αφέντη».
Τώρα, αν μου πεις τι μεροκάματο θα μου δίνεις, θα μπορούσα να αποφασίσω καλύτερα αν είναι προς όφελός μου να επιστρέψω. Ωστόσο, σχετικά με την ελευθερία μου, που μου λέτε ότι μπορώ να έχω, δεν μου προσφέρετε κάτι καινούργιο, καθώς πήρα τα χαρτιά της ελευθερίας μου το 1864 από το τμήμα στο Νάσβιλ.
Η Μάντι λέει πως φοβάται να γυρίσει πίσω χωρίς κάποια απόδειξη από εσάς ότι θα μας συμπεριφέρεστε δίκαια και με καλοσύνη και καταλήξαμε πως πρέπει να ελέγξουμε την ειλικρίνειά σας ζητώντας σας να μας στείλετε τους μισθούς μας για τα χρόνια που σας υπηρετήσαμε.
Αυτό θα μας κάνει να ξεχάσουμε και να σας συγχωρέσουμε για όλα όσα έχουν γίνει και να βασιστούμε σε μία δίκαιη σχέση και στη φιλία σας στο μέλλον. Σας υπηρέτησα πιστά για 32 χρόνια, ενώ η γυναίκα μου για άλλα 20. Με 25 δολάρια το μήνα για εμένα και δύο δολάρια για την Mάντι την εβδομάδα, οι μισθοί μας φτάνουν στα 11.680 δολάρια.
Σε αυτά προσθέστε τους τόκους για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών μας και αφαιρέστε τα ρούχα που μας δώσατε, τις τρεις ιατρικές επισκέψεις για εμένα και το ένα δόντι που έβγαλε στη Μάντι. Το υπόλοιπο είναι το δίκαιο ποσό που πρέπει να λάβουμε.
[...] Αν δεν μπορείτε να μας πληρώσετε για την αφοσιωμένη δουλειά μας στο παρελθόν, δεν μπορούμε να πιστέψουμε της υποσχέσεις σου για το μέλλον. Ελπίζουμε πως ο καλός Δημιουργός σας έχει ανοίξει τα μάτια και μπορείτε να δείτε όλες τις αδικίες που διαπράξατε, εσείς και οι πρόγονοί σας, σε μένα και τους πρόγονούς μου, αναγκάζοντάς μας να δουλεύουμε για εσάς για πολλές γενιές χωρίς ανταμοιβή.
[...] Θα προτιμούσα να μείνω εδώ και να λιμοκτονήσω -ή ακόμη και να πεθάνω- από το να ντροπιαστούν τα κορίτσια μου από τη βία και την κακία των αφεντικών τους.
[...] Χαιρετίστε τον Τζόρτζ Κάρτερ εκ μέρους μου και πείτε του πως τον ευχαριστώ που πήρε το πιστόλι από τα χέρια σας όταν ήσασταν έτοιμος να με πυροβολήσετε.
Από τον παλιό σας υπηρέτη,
Τζούρντον Αντερσον
Ήδη είχε λήξει ο Αμερικανικός Εμφύλιος και οι έγχρωμοι Αμερικανοί είχαν αποδεσμευτεί από το καθεστώς δουλείας, που ζούσαν στον αμερικανικό Νότο.
Η επιστολή, που ακολουθεί, αναρτήθηκε στην αμερικανική ιστοσελίδα lettersofnote.com, που δημοσιεύει ιστορική αλληλογραφία του 19ου και 20ου αιώνα.
Ντέιτον, Οχάιο
7 Αυγούστου 1865
Στον παλιό μου αφέντη, συνταγματάρχη Π. Χ. Αντερσον, Μπιγκ Σπρινγκ, Τενεσί
Κύριε,
πήρα την επιστολή σας και είμαι χαρούμενος που δεν έχετε ξεχάσει τον Τζούρντον και που θέλετε να επιστρέψω και να ζήσω και πάλι μαζί σας, με την υπόσχεση να κάνετε το καλύτερο για μένα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον.
Συχνά ανησυχούσα για σας. Πίστευα πως οι Γιάνκηδες θα σας έχουν κρεμάσει ως αντίποινα γιατί κρύβατε στρατιώτες της επανάστασης στο σπίτι σας. Υποθέτω ότι δεν έμαθαν ποτέ ότι πήγατε στον συνταγματάρχη Μάρτιν για να σκοτώσετε τον στρατιώτη της Ένωσης που έμενε στον στάβλο του.
Αν και με πυροβολήσατε δυο φορές πριν φύγω και σας αφήσω, δεν ήθελα να ακούσω ότι σας έχει συμβεί κάτι και χαίρομαι που είστε ακόμα ζωντανός. Θα μου έκανε καλό να γυρίσω στο αγαπημένο σπίτι και να δω την κυρία Μαίρη και την κυρία Μάρθα και τον Aλεν, την Eστερ, τον Γκριν και τον Λι.
Δώστε την αγάπη μου σε όλους και πείτε τους ότι ελπίζω να συναντηθούμε και πάλι σε έναν καλύτερο κόσμο, αν όχι σε αυτόν. Θα ερχόμουν να σας δω όλους, όταν δούλευα στο νοσοκομείο του Νάσβιλ, αλλά ένας από τους γείτονες μου είπε ότι ο Χένρι είχε σκοπό να με πυροβολήσει ξανά αν του δινόταν η ευκαιρία.
Θα ήθελα να ξέρω ποια ακριβώς είναι η καλή ευκαιρία που προτίθεστε να μου δώσετε. Τα πηγαίνω αρκετά καλά εδώ. Παίρνω 25 δολάρια το μήνα, φαγητό και ρούχα. Έχω ένα άνετο σπίτι εδώ για την Μάντι (σ.σ: εννοεί τη γυναίκα του) -που οι άνθρωποι εδώ την φωνάζουν κυρία Αντερσον- και τα παιδιά, η Μίλι, η Τζέιν και ο Γκράντι, πηγαίνουν στο σχολείο και τα πάνε αρκετά καλά.
[...] Κάποιες φορές ακούμε τους άλλους να λένε για εμάς στο Τενεσί «Αυτοί οι έγχρωμοι ήταν κάποτε σκλάβοι». Τα παιδιά στεναχωριούνται όταν ακούνε τέτοια σχόλια, αλλά τους λέμε ότι στο Τενεσί δεν ήταν ντροπή να ανήκεις στον συνταγματάρχη Αντερσον. Και πολλοί σκουρόχρωμοι θα ήταν περήφανοι, όπως εγώ, να σε αποκαλούν «αφέντη».
Τώρα, αν μου πεις τι μεροκάματο θα μου δίνεις, θα μπορούσα να αποφασίσω καλύτερα αν είναι προς όφελός μου να επιστρέψω. Ωστόσο, σχετικά με την ελευθερία μου, που μου λέτε ότι μπορώ να έχω, δεν μου προσφέρετε κάτι καινούργιο, καθώς πήρα τα χαρτιά της ελευθερίας μου το 1864 από το τμήμα στο Νάσβιλ.
Η Μάντι λέει πως φοβάται να γυρίσει πίσω χωρίς κάποια απόδειξη από εσάς ότι θα μας συμπεριφέρεστε δίκαια και με καλοσύνη και καταλήξαμε πως πρέπει να ελέγξουμε την ειλικρίνειά σας ζητώντας σας να μας στείλετε τους μισθούς μας για τα χρόνια που σας υπηρετήσαμε.
Αυτό θα μας κάνει να ξεχάσουμε και να σας συγχωρέσουμε για όλα όσα έχουν γίνει και να βασιστούμε σε μία δίκαιη σχέση και στη φιλία σας στο μέλλον. Σας υπηρέτησα πιστά για 32 χρόνια, ενώ η γυναίκα μου για άλλα 20. Με 25 δολάρια το μήνα για εμένα και δύο δολάρια για την Mάντι την εβδομάδα, οι μισθοί μας φτάνουν στα 11.680 δολάρια.
Σε αυτά προσθέστε τους τόκους για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών μας και αφαιρέστε τα ρούχα που μας δώσατε, τις τρεις ιατρικές επισκέψεις για εμένα και το ένα δόντι που έβγαλε στη Μάντι. Το υπόλοιπο είναι το δίκαιο ποσό που πρέπει να λάβουμε.
[...] Αν δεν μπορείτε να μας πληρώσετε για την αφοσιωμένη δουλειά μας στο παρελθόν, δεν μπορούμε να πιστέψουμε της υποσχέσεις σου για το μέλλον. Ελπίζουμε πως ο καλός Δημιουργός σας έχει ανοίξει τα μάτια και μπορείτε να δείτε όλες τις αδικίες που διαπράξατε, εσείς και οι πρόγονοί σας, σε μένα και τους πρόγονούς μου, αναγκάζοντάς μας να δουλεύουμε για εσάς για πολλές γενιές χωρίς ανταμοιβή.
[...] Θα προτιμούσα να μείνω εδώ και να λιμοκτονήσω -ή ακόμη και να πεθάνω- από το να ντροπιαστούν τα κορίτσια μου από τη βία και την κακία των αφεντικών τους.
[...] Χαιρετίστε τον Τζόρτζ Κάρτερ εκ μέρους μου και πείτε του πως τον ευχαριστώ που πήρε το πιστόλι από τα χέρια σας όταν ήσασταν έτοιμος να με πυροβολήσετε.
Από τον παλιό σας υπηρέτη,
Τζούρντον Αντερσον