Τι θα γίνει έτσι και επιστρέψουμε στη δραχμή; Προφανώς θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει. Η Ελλάδα θα γίνει Αλβανία του Εμβέρ Χότζα, Βόρεια Κορέα του Κιμ Ιλ Σουνγκ, ή θα γυρίσουμε στην λίθινη εποχή. Ακριβώς δηλαδή όπως ήταν πριν αποκτήσουμε το ευρώ. Διότι, αν δεν με γελά η μνήμη μου, οι Έλληνες πριν το ευρώ κατοικούσαν στις σπηλιές και στα δέντρα, φορούσαν δέρματα, ζεσταίνονταν με κοπριές και έτρωγαν κουκουνάρια. Μιας και ποιος δεχόταν τότε την ξεφτιλισμένη πληθωριστική δραχμούλα;...
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία επιβίωνε – με όλα τα προβλήματά της – πολύ καλύτερα εκτός ευρώ παρά με το «ισχυρό ευρώ». Είχε διεθνείς σχέσεις και πριν το ευρώ και μάλιστα καλύτερες, με περισσότερες χώρες και πιο προσοδοφόρες. Και παρά το γεγονός ότι το εθνικό νόμισμα, δηλαδή τη δραχμή, την μεταχειρίζονταν οι κυβερνήσεις με κύριο σκοπό να διευκολυνθεί η κερδοσκοπία και να αυξηθεί η λεγόμενη ανταγωνιστικότητα με διαρκείς υποτιμήσεις, τα αποτελέσματα ήταν τα εξής:
§ Τα εξωτερικά ελλείμματα της χώρας ποτέ δεν έφτασαν στα ύψη που βρέθηκαν επί ευρώ. Μάλλον ήταν αδιάφορο σ’ όλους όσοι εμπορεύονταν με την χώρα η κατάσταση της δραχμούλας. Οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας ήταν σαφώς πιο εκτεταμένες και πιο πολύπλευρες απ’ ότι σήμερα που 3 χώρες ελέγχουν ουσιαστικά το εξωτερικό εμπόριό της.
§ Παρά τον πληθωρισμό και τις διαρκείς υποτιμήσεις οι εξωτερικοί όροι εμπορίου της χώρας ήταν πολύ καλύτεροι απ’ ότι την δεκαετία του ευρώ. Το ίδιο και η εσωτερική αγοραστική δύναμη της οικονομίας.
§ Χάρις στη δραχμούλα το χρέος ήταν απολύτως διαχειρίσιμο και παρά την εκτίναξή του επί Μητσοτάκη και Σημίτη δεν μας οδήγησε σε χρεοκοπία. Κι ούτε θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στη σημερινή χρεοκοπία, όσο διατηρούσαμε τη δραχμή.
Αυτά είναι τα γεγονότα. Να θυμίσουμε μόνο ότι από την υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου επί Μαρκεζίνη (1954), το εθνικό νόμισμα έχασε πάνω από 10 φορές την αξία του έως ότου μπήκαμε στο ευρώ. Στην μεταπολίτευση χάρις στις τρεις επίσημες υποτιμήσεις και την τακτική της διολίσθησης, η δραχμή έχασε το 90% της αξίας της. Καταστράφηκε η οικονομία; Μήπως χρεοκόπησε και δεν το γνωρίζουμε; Χάθηκαν οι καταθέσεις; Εξαφανίστηκε το νόμισμα; Κατέρρευσαν οι εξωτερικές οικονομικές δοσοληψίες; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Γιατί άραγε;
Επιπλέον, μήπως χρεοκόπησε ποτέ η Ελλάδα λόγω εθνικού νομίσματος; Ποτέ! Το 1893 η Ελλάδα χρεοκόπησε λόγω υπερδανεισμού σε χρυσό φράγκο, λόγω της ένταξης στην νομισματική Λατινική Ένωση, η οποία διαφημίστηκε και τότε ως ιδανική για φτηνά δάνεια προς το δημόσιο. Το 1932 η Ελλάδα χρεοκόπησε λόγω χρυσής δραχμής και υπερδανεισμού σε χρυσές λίρες, μιας και τότε ανήκε στην νομισματική ένωση της χρυσής λίρας στερλίνας.
Δεν υπάρχει «διεθνής λύση»
Το ίδιο και αμέσως μετά την απελευθέρωση όταν η Βρετανία επέβαλε την συμφωνία του Λονδίνου (1944) στην Ελλάδα με βάση την οποία η χρυσή λίρα λειτουργούσε ως βασικό γενικό ισοδύναμο της ελληνικής οικονομίας. Έτσι φτάσαμε να στοιχίζει ένα καρβέλι ψωμί μερικά εκατομμύρια δραχμές και ο μαυραγοριτισμός να σαρώνει. Αυτή η συμφωνία του Λονδίνου και η έκδοση κατόπιν της στρατιωτικής βρετανικής λίρας για το εσωτερικό της Ελλάδας, σηματοδότησε την δεύτερη περίοδο της κατοχής, την βρετανική κατοχή.
Οι παγκόσμιες κρίσεις του οικονομικού στερεώματος της αγοράς δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε διεθνές επίπεδο. Εκτός κι αν αποζητάμε εμπόλεμες συρράξεις ανάμεσα στους ισχυρούς με οικονομικούς, είτε πολιτικούς όρους. Μόνο έτσι ξέρει η παγκόσμια αγορά να αναζητά διεθνείς λύσεις. Αυτό αποτελεί θέσφατο για όποιον έχει στοιχειωδώς μελετήσει τις μεγάλες περιόδους παγκόσμιας κρίσης από την εποχή της πρώτης Μεγάλης Ύφεσης του 1873-1896.
Η ανάγκη εθνικού νομίσματος, ειδικά για τις πιο ασθενικές οικονομίες, γεννήθηκε ως αδήριτη ανάγκη αντιμετώπισης και θωράκισης των εθνικών οικονομιών από τις παγκόσμιες κρίσεις και αναταράξεις των αγορών. Εντελώς ενδεικτικά μόνο, θα άξιζε τον κόπο να αναφέρουμε ότι ο Τζον Μέϊναρτ Κέϊνς, που παπαγαλίζουν ορισμένοι σύγχρονοι idiotus ignoramus με πανεπιστημιακούς τίτλους, όταν βρέθηκε σε μια ανάλογη παγκόσμια κρίση χρέους, τι πρότεινε; Όταν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όλα τα εμπόλεμα κράτη βρέθηκαν καταχρεωμένα κυρίως προς την μόνη χώρα πιστωτή που είχε απομείνει, τις ΗΠΑ, ο Κέϊνς ξάφνιασε το αστικό κατεστημένο με δυο καίριες προτάσεις: Αφενός, ισχυρίστηκε ότι τα χρέη είναι αδύνατο να εξυπηρετηθούν και προκειμένου να επιβάλλουν οι εξεγερμένοι λαοί τη διαγραφή τους, θα έπρεπε να πειστούν οι ΗΠΑ να προβούν αυτές σε διαγραφή των χρεωστικών της απαιτήσεων. Αφετέρου, να καταργηθεί ο χρυσός κανόνας, οι σταθερές ισοτιμίες και το ιδιωτικά εκδιδόμενο χρήμα και οι οικονομίες να μεταβούν τάχιστα σε εθνικό νόμισμα που εκδίδει το οικείο κράτος με βάση τις ανάγκες του.
Όταν τόλμησε να τα προτείνει για πρώτη φορά το 1920, αντιμετωπίστηκε ως «γραφικός» και ανόητος από τους μεγάλους τραπεζίτες και χρηματιστές. Ο μεγαλοχρηματιστής Λέφινγουελ και συνεταίρος του Μόργκαν, όταν πρωτάκουσε τον Κέινς να προτείνει τόσο αιρετικές ιδέες, σχολίασε: « Ο Κέινς… φλερτάρει με περίεργους θεούς και προτείνει να εγκαταλείψουμε για πάντα τον χρυσό κανόνα και να τον αντικαταστήσουμε με ένα «κατευθυνόμενο» νόμισμα… είναι καλύτερα να έχουμε κάποια σταθερά παρά να παραδώσουμε τις υποθέσεις μας στην ευφυΐα των δημοσιολογούντων οικονομολόγων και των πολιτικών…» Εκεί βρισκόταν το κουμπί. Η αντικατάσταση του παγκόσμιου σταθερού νομίσματος με εθνικά «κατευθυνόμενα» νομίσματα με βάση τις ανάγκες των εθνικών οικονομιών, περιόριζε δραστικά τον έλεγχο από τους μεγάλους χρηματιστές και τραπεζίτες που λειτουργούσαν στην παγκόσμια αγορά. Κι αυτό ήταν κάτι αδιανόητο. Τι θα συνέβαινε αν γινόταν κάτι τέτοιο; Οι ουρανοί θα άνοιγαν και θα κατέστρεφαν τους ασεβείς! Μα είναι δυνατόν να λειτουργήσει η οικονομία χωρίς σταθερό νόμισμα με παγκόσμιο αντίκρισμα; Θα εξαφανιστεί το διεθνές εμπόριο. Θα χαθούν οι αποταμιεύσεις και κανείς δεν θα θέλει να συναλλάσσεται με ένα πληθωριστικό εθνικό νόμισμα, το οποίο το μόνο που θα κάνει είναι να υποτιμάται διαρκώς. Αυτά κι άλλα πολλά, σαν σήμερα, επικαλούνταν όσοι θεωρούσαν τον Κέϊνς τρελό, γραφικό και ανόητο που προτείνει τέτοια πράγματα.
Βέβαια ο Κέϊνς πίστευε λανθασμένα ότι μπορεί να πείσει τις κυβερνήσεις και κυρίως τις ΗΠΑ να το κάνουν από μόνες τους, πριν προλάβουν να τους το επιβάλουν οι λαοί. Όπως κάποιοι σήμερα πιστεύουν πώς μπορούν να πείσουν την ΕΕ και την ΕΚΤ να ασκήσει άλλη πολιτική από αυτή που ασκούν και να κρατήσουν άλλη στάση από αυτήν που κρατούν.
«Ισχυρό ευρώ» και πόλεμος
Το κλου της ιστορίας είναι ότι η κρίση του 1929 έφερε όλα αυτά που οι πολέμιοι του Κέϊνς χρέωναν ως δήθεν αναπόφευκτες συνέπειες των προτάσεων για διαγραφή του χρέους και αποκατάσταση του εθνικού νομίσματος. Οι λαοί εξεγέρθηκαν τελικά και οι ίδιοι που δεν ήθελαν με τίποτε να δουν να χάνονται τα χρηματιστικά κέρδη τους, έφεραν τον φασισμό και τον ναζισμό οδηγώντας τον κόσμο στο ολοκαύτωμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Το ίδιο θα συμβεί και σήμερα, αν αφήσουμε τις ίδιες δυνάμεις της ανοιχτής δικτατορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου να επιμείνουν στην εξυπηρέτηση του χρέους και στην κατοχύρωση του «ισχυρού ευρώ». Κι αυτό ήδη συμβαίνει με τον διορισμό τραπεζιτών επικεφαλής δοτών κυβερνήσεων, όπως έγινε στην Ελλάδα με τον κ. Λουκά Παπαδήμο και στην Ιταλία με τον κ. Μάριο Μόντι.
Η επινόηση του ευρώ
Ορισμένοι λένε ότι μπορεί η είσοδος στο ευρώ να ήταν λάθος, αλλά τώρα που μπήκαμε η έξοδος θα ήταν καταστροφή. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από κάτι τέτοιο. Το ευρώ αποτελεί μια χρηματοπιστωτική επινόηση που δεν βασίζεται, ούτε απηχεί την πραγματική οικονομία ακόμη και σε επίπεδο ευρωζώνης. Η σταθερότητα του ευρώ εξαρτάται όχι από την πραγματική δυναμική της οικονομίας, αλλά από συγκεκριμένες αξιωματικές πολιτικές παραδοχές, από ορισμένες υποθέσεις εργασίας: (1) Σταθερή νομισματική κυκλοφορία, που δεν επιτρέπει την έκδοση πρόσθετου νομίσματος. (2) Χαμηλά επίπεδα χρέους και κρατικών ελλειμμάτων. (3) Συντονισμός οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Η οικονομία όμως δεν κινείται με βάση πολιτικές παραδοχές και μάλιστα αξιωματικού χαρακτήρα, αλλά με βάση την αντικειμενική κατάσταση των συναλλαγών και της παραγωγής στην πραγματική οικονομία. Κι αυτή η κατάσταση είναι πάντα κυμαινόμενη σε τέτοιον βαθμό που καμιά σταθερά δεν μπορεί να λειτουργήσει. Όταν μια οικονομία είναι διαρκώς ελλειμματική στο επίπεδο της παραγωγής και των συναλλαγών, όσο κι αν προσπαθεί είναι αδύνατο να τηρήσει τις όποιες παραδοχές και αξιώματα. Ότι κι αν κάνει.
Έτσι και με το ευρώ. Ένα νόμισμα που βασίζεται σε εξωπραγματικά αξιώματα δεν μπορεί να διασωθεί ενισχύοντας τις υποθέσεις εργασίας πάνω στις οποίες στηρίχθηκε. Είναι αδύνατον. Όσο ενισχύονται οι αξιωματικές πολιτικές παραδοχές σε βάρος της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας, τόσο περισσότερο θα σπέρνει την χρεοκοπία, την καταστροφή και την ισοπέδωση. Σε βαθμό μάλιστα πρωτάκουστο για τους λαούς της Ευρώπης.
Μέχρι εδώ το παραμύθι περί «λίθινης εποχής»
Επομένως η λίθινη εποχή δεν είναι ένα ενδεχόμενο που συνδέεται με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, αλλά με την ίδια την παραμονή στο ευρώ. Άλλωστε στη λίθινη εποχή ζουν ήδη οι πάνω από 1 εκατομμύριο άνεργοι της χώρας, αλλά και τα 4 εκατομμύρια εργαζόμενοι που βιώνουν μια κατάσταση όπου είτε βρίσκονται με δουλειά χωρίς μέλλον, είτε με μέλλον χωρίς δουλειά, όπως το 50% και πλέον της νέας γενιάς. Δεν συζητάμε βέβαια για την ανέχεια που έχει ενσκήψει στην πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει η μέση ελληνική οικογένεια μπορεί να συγκριθεί μόνο με την κατοχική και την πρώτη μετακατοχική περίοδο.
Κι επειδή η κατάσταση αυτή θα επιδεινωθεί σε βαθμό ανήκουστο, θα πρέπει να ρωτήσουμε που βρίσκεται η «κόκκινη γραμμή»; Που πρέπει να φτάσουμε για να πούμε «φτάνει, ως εδώ»; Πόσοι από τους νέους μας πρέπει να μεταναστεύσουν μαζικά γιατί δεν βρίσκουν ούτε δουλειά του ποδαριού; Πόσοι εργαζόμενοι και μικρομεσαίοι πρέπει να ζήσουν σε συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης; Πόσοι από τους ηλικιωμένους πρέπει να πεθάνουν γιατί δεν έχουν ούτε καν να πληρώσουν για την θέρμανσή τους; Πόσα άτομα με ειδικές ανάγκες πρέπει να ριχτούν στον Καιάδα γιατί καταργείται ακόμη και η πιο στοιχειώδης κοινωνική πρόνοια; Πόσοι θα πρέπει να αφήσουν την τελευταία τους αναπνοή σε κάποιο ράντσο, ή στα χέρια των δικών τους, γιατί διαλύεται ακόμη και η πρωτοβάθμια υγεία;
Είναι ή δεν είναι η λίθινη εποχή αυτή που ζουν σήμερα εκατομμύρια Έλληνες; Τι έχουν να φοβηθούν οι άνεργοι, οι κατεστραμμένοι επαγγελματίες και οι αφανισμένοι μικρομεσαίοι, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και οι εργαζόμενοι που ζουν κυριολεκτικά στο όριο; Τι έχουν να φοβηθούν όλοι αυτοί από την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα; Μην χάσουν τις (ανύπαρκτες) καταθέσεις τους; Μην και χάσουν ακόμη κι αυτά τα λίγα που τους έχουν απομείνει; Μόνο ένας ανόητος ή ένα τυπικό κομματικό στέλεχος, μπορεί να πιστεύει στα σοβαρά σήμερα ότι δεν οδηγούμαστε με μαθηματική βεβαιότητα σε ολοκαύτωμα ενός ολόκληρου λαού προκειμένου να διατηρηθεί μια τυχάρπαστη κερδοσκοπική επινόηση των τραπεζιτών: το ευρώ.
Νέα αρχή να επιβάλλει ο ελληνικός λαός
Με το εθνικό νόμισμα μπορεί να γίνει μια νέα αρχή προς το συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Αρκεί να το επιβάλει ο ίδιος και όχι οι καταχτητές του και οι ντόπιοι δοσίλογοι. Με το εθνικό νόμισμα μπορεί να κερδίσει την ελευθερία του από τους δυνάστες των αγορών και να διεκδικήσει την κυριαρχία του σ’ αυτόν τον τόπο. Κι αυτό είναι το ζουμί της όλης υπόθεσης.
Μπορεί ένας λαός σαν τον ελληνικό να σταθεί στα πόδια του και να προχωρήσει με ίδιες δυνάμεις; Ή είναι καταδικασμένος να χρειάζεται πατερίτσες, προστάτες και νταβατζίδες; Αυτό είναι το δίλλημα που συνδέεται πρώτα και κύρια με το ζήτημα του εθνικού νομίσματος. Η τερατολογία που συνδέεται με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα συνδέεται με την ανάγκη ο λαός να πιστέψει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του, ότι αν και κατοικεί σε μια από τις πιο ευλογημένες χώρες της Ευρώπης δεν μπορεί να παράγει τίποτε, δεν έχει τα μέσα για να σταθεί όρθιος με τις δικές του δυνάμεις.
Δεν είναι καινούργια αυτή η προσπάθεια. Λίγο μετά την ναζιστική κατοχή οι ίδιες δυνάμεις που υπηρέτησαν το καθεστώς κατοχής πάσχιζαν να πείσουν τον Έλληνα ότι η ανεξαρτησία και η εθνική κυριαρχία είναι ένας μύθος. Ο Γεώργιος Βλάχος της Καθημερινής, συνεργάτης των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, έγραψε το 1958 ότι το σύνθημα της εθνικής ανεξαρτησίας είναι «κενό ουσίας πυροτέχνημα», ενώ ο διευθυντής του γνωστού συγκροτήματος Χρ. Λαμπράκης, που διέπρεψε στην κατοχή, έγραφε την ίδια χρονιά πώς «η ανεξαρτησία στον σημερινό κόσμο είναι μια ουτοπία…» Στον χορό αυτού του νεοδοσιλογισμού και ονομαστοί διανοούμενοι της εποχής όπως ο κ. Γ. Θεοτοκάς, ο οποίος έγραφε ότι η «ιστορική αναγκαιότητα» οδηγεί στο ξεπέρασμα των εθνών και στη δημιουργία υπερεθνικών σχηματισμών, γιατί μόνο έτσι μπορεί «να αξιοποιηθεί εντελώς η σύγχρονη τεχνική» και να πραγματοποιηθεί η «σταθερή εξύψωση του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών του κόσμου.»
Αυθυπαρξία ή υποτέλεια;
Την εποχή εκείνη με νωπές της μνήμες των αγώνων κατά του καταχτητή παλιού και νέου, για την λαϊκή και εθνική κυριαρχία, δεν περνούσαν εύκολα οι ενδοτισμοί. Έτσι ο Ε. Παπανούτσος απαντώντας στον Θεοτοκά έγραφε: «ομολογώ πώς άμα βάζω στο νου μου πραγματοποιημένο το καθεστώς που προφητεύει ο καλός φίλος με πιάνει φόβος. Μεγάλος φόβος… Ας θυμηθούμε ότι ο Χίτλερ προόριζε την Ελλάδα για τουριστικά ταξίδια και για καλλιέργεια της αγριόμεντας…». Πολύ σωστά ο κ. Παπανούτσος διαβλέπει τους κινδύνους που συνεπάγονται για την Ελλάδα σε τέτοιες «υπερεθνικές ενώσεις» και σωστά υπογραμμίζει πως η «εθνική μας προσωπικότητα, η πολιτική μας παράδοση, το πνεύμα και το ήθος του λαού μας… ένας μόνο σίγουρος τρόπος υπάρχει να διαφυλαχθούν: η αυθυπαρξία, το δικαίωμα να διαθέτει κανείς τον εαυτό του όπως θέλει, να κυβερνάει αυτός το σπίτι του και όχι οι άλλοι – ας είναι και οι καλύτεροι φίλοι».
Αυθυπαρξία ενός λαού χωρίς οικονομική αυτοδυναμία και εθνική ανεξαρτησία δεν μπορεί να υπάρξει κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς. Και αφετηρία για μια τέτοια αυθυπαρξία αποτελεί η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.
Δημήτρης Καζάκης
Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι, 24/11/2011