Ο πρώην πρόεδρος της Βουλής και βουλευτής ΠΑΣΟΚ Απόστολος Κακλαμάνης κατέθεσε σήμερα πρόταση νόμου για το «πόθεν έσχες», την οποία ανήρτησε στην προσωπική του ιστοσελίδα.
Παρατίθεται η πρόταση:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στην πρόταση νόμου «Τροποποίηση του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών ΜΜΕ και άλλων κατηγοριών προσώπων»
Προς τη Βουλή των Ελλήνων...
Α. Επί της αρχής
Επί πολλά χρόνια εντός και εκτός της Βουλής υποστηρίζω ότι ο νόμος για το «Πόθεν έσχες» είναι ανεπαρκέστατος για τον επιδιωκόμενο από την πολιτεία σκοπό. «Κανένας απατεών και κανένας καταχραστής δημοσίου χρήματος δεν καταγράφει στη δήλωση «Πόθεν έσχες», τα προϊόντα των εγκληματικών του δραστηριοτήτων», τονίζω επανειλημμένως. Πρέπει, συνεπώς, για λόγους τόσο πρόληψης, όσο και καταστολής να καταστεί δυνατή η διερεύνηση όχι μόνο του «Πόθεν», στο οποίο περιορίζεται η δημόσια κριτική για τον νόμο, αλλά πρωτίστως του «Τι έσχες». Το ζήτημα που τίθεται, συνεπώς, είναι να θεσπιστούν εφαρμόσιμα και αποτελεσματικά μέσα διακρίβωσης τόσο του «Πόθεν» όσο και του «έσχες», έτσι που ν' αποθαρρύνεται η διολίσθηση στη διαφθορά οποιουδήποτε από τις διάφορες κατηγορίες προσώπων που είναι υπόχρεα σε υποβολή της δήλωσης «Πόθεν έσχες».
Το 1964 όταν η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου της Ένωσης Κέντρου εισηγήθηκε στη Βουλή το νόμο «Περί Προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου», το περίφημο «Πόθεν έσχες» οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες εντός των οποίων εκινείτο ο δημόσιος βίος επέτρεπαν πλήρη σχεδόν διαφάνεια της περιουσιακής κατάστασης των μελών του κοινοβουλίου, των υπουργών και των λοιπών παραγόντων του. Άλλωστε η νομοθεσία περί προστασίας του εθνικού νομίσματος καθιστούσε αδύνατη και την ελάχιστη μη νόμιμη συναλλαγματική συναλλαγή, αφού και η ελάχιστη εξαγωγή συναλλάγματος για λόγους σπουδών, υγείας ή εμπορικής συναλλαγής προϋπέθετε έγκριση της Τραπέζης της Ελλάδος.
Έκτοτε οι συνθήκες αυτές έχουν τόσο πολύ αλλάξει, η ηλεκτρονική τεχνολογία και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρέχουν τόσες δυνατότητες, ώστε να είναι απολύτως αφελής η σκέψη ότι ο ισχύων νόμος για το «Πόθεν έσχες» μπορεί να εξασφαλίσει πλήρη διαφάνεια της περιουσιακής κατάστασης όσων οφείλουν να καταθέτουν τη σχετική δήλωση.
Β. Επί των άρθρων
Με το άρθρο 1:
1. Ορίζεται, κατ αρχάς, ότι οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης βουλευτές, δημόσιοι λειτουργοί, ιδιοκτήτες ΜΜΕ κ.λπ. μπορούν, οικειοθελώς, με την υποβολή της (ή εντός της προθεσμίας υποβολής της) να συνυποβάλουν ειδική, ξεχωριστή δήλωση με την οποία παραιτούνται ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμα επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, που δεν έχει περιληφθεί στις ανωτέρω δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, συνιστώντας επί της ουσίας δωρεά υπέρ του Δημοσίου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου δεν έχει περιληφθεί στις δηλώσεις αυτές.
2. Καθορίζεται η διαδικασία με την οποία ολοκληρώνεται από το ελληνικό Δημόσιο η απόκτηση των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, περιγράφονται οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες του Υπουργού Οικονομικών, οι προθεσμίες εντός των οποίων ασκούνται τα σχετικά δικαιώματα του Δημοσίου, καθώς και τα ένδικα μέσα διά των οποίων ο υπόχρεος, στην περίπτωση που αποδεικνύει ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του περιουσιακού στοιχείου, δύναται να ζητήσει προστασία από τα αρμόδια Δικαστήρια.
3. Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συμβάλλει στην γνωστοποίηση της παράλειψης δήλωσης περιουσιακού στοιχείου απαλλάσσεται από τυχόν ποινικές, διοικητικές, φορολογικές ή αστικές ευθύνες του που σχετίζονται με το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο του υπόχρεου. Το ίδιο ισχύει και για όποιον συμβάλλει στην αποκάλυψη ότι δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο είναι προϊόν μη νόμιμης προέλευσης.
Με το άρθρο 2 ορίζεται ότι εφόσον, κατά τον έλεγχο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης διαπιστωθεί περίπτωση ενεργοποίησης της πρότασης δωρεάς του άρθρου 2 παρ. 5, συντάσσεται έκθεση που αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης άλλων θεμάτων ενημερώνονται οι αρμόδιες αρχές.
Με το άρθρο 3 ορίζεται ότι τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα (πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου, ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές, εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, ιδιώτες ελεγκτές, φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι κ.λπ.) έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρχές όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ότι διαπράττεται οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων προσώπων.
Με το άρθρο 4 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όσους συμπράττουν στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και για όσους παραβιάζουν την ανωτέρω υποχρέωση γνωστοποίησης.
Τέλος, με το άρθρο 5 ορίζεται ότι στην περίπτωση των αδικημάτων της μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παρ.5 του άρθ. 2.
Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2011
Ο προτείνων Βουλευτής
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΡ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Βουλευτής Β' Περ. Αθήνας - ΠΑΣΟΚ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
Τροποποίηση του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών ΜΜΕ και άλλων κατηγοριών προσώπων»
Άρθρο 1
Στο άρθρο 2 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 5 ως ακολούθως:
«5. α) Οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης της παρ. 1 του άρθρου 1 δύνανται κατά την υποβολή της ή μέσα στην προθεσμία αυτής να συνυποβάλουν ειδική δήλωση του εξής περιεχομένου:
«Παραιτούμαι ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμά μου επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και θεωρείται κατά την παράγραφο 1α, αν για οποιονδήποτε λόγο η καταγραφή του δικαιώματος αυτού στην υποβληθείσα ή συνυποβαλλόμενη δήλωση περιουσιακής μου κατάστασης κατά τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος έχει παραλειφθεί. Η παραίτησή μου αυτή ισχύει για όλα τα εν λόγω περιουσιακά μου στοιχεία, είτε αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή, ακόμη και αν τα εξ αυτών δικαιώματα ασκούνται από τρίτον, εξουσιοδοτημένο ή μη να τα ασκεί στο όνομά του ή στο όνομά μου. Η παραίτησή μου αυτή ισχύει ως δήλωση μεταβίβασης των παραπάνω δικαιωμάτων μου προς το Δημόσιο».
β) Η απόκτηση από το ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας ή των λοιπών δικαιωμάτων του κατά τα άνω παραιτουμένου ολοκληρώνεται με πράξη αποδοχής του Υπουργού Οικονομικών και με τη δημοσίευση της πράξης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση ή δήλωση, πλην της καταχώρισης της παραίτησης και της πράξης του Υπουργού σε δημόσια βιβλία, όπου αυτό απαιτείται. Ως προς τα ενοχικά δικαιώματα απαιτείται αναγγελία στον οφειλέτη.
γ) Η παραπάνω πράξη του Υπουργού και οι σχετικές δημοσιεύσεις διενεργούνται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία γνωστοποιούνται στον Υπουργό με οποιονδήποτε τρόπο τα παραλειφθέντα περιουσιακά στοιχεία ή κατά την οποία ο Υπουργός ενημερώνεται αποδεδειγμένα με άλλον τρόπο για την παράλειψη. Από τη γνωστοποίηση ή ενημέρωση του Υπουργού για νέες παραλείψεις τρέχει νέα τρίμηνη προθεσμία. Η εκπρόθεσμη διενέργεια των πράξεων του Υπουργού δεν αίρει την εγκυρότητά τους, αλλά συνιστά παράβαση καθήκοντος. Η πράξη αποδοχής του Υπουργού, όταν πρόκειται για ενοχικά δικαιώματα, για τα οποία δεν ισχύει η αρχή της ειδικότητας, μπορεί να γίνει και πριν από την ως άνω ενημέρωση και να αφορά και αβέβαιες απαιτήσεις ή σύνολο απαιτήσεων, οπότε η απόκτηση του ενοχικού δικαιώματος θα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ύπαρξης και του προσδιορισμού του ποσού των απαιτήσεων.
δ) Πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, στα οποία οι παραιτούμενοι έχουν καταθέσεις οποιασδήποτε μορφής, από τη στιγμή που θα ενημερωθούν από το ελληνικό Δημόσιο ότι στη δήλωση των παραιτουμένων δεν περιλαμβάνονται οι καταθέσεις αυτές ή όλες οι καταθέσεις αυτές, θα αναγνωρίζουν ως δικαιούχο των παραλειφθεισών καταθέσεων το ελληνικό Δημόσιο, εφόσον τούτο έχει προβεί στην αντίστοιχη πράξη αποδοχής, με συνέπεια να μην υφίσταται το τραπεζικό απόρρητο έναντι του κατά τα άνω δικαιούχου ελληνικού Δημοσίου.
Για τη μεταβίβαση των παραπάνω δικαιωμάτων στο Δημόσιο δεν οφείλεται φόρος, τέλος ή εισφορά υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οποιουδήποτε τρίτου και όλες οι πράξεις ή καταχωρίσεις γίνονται ατελώς από τους αρμοδίους.
ε) Εάν για οποιαδήποτε νομική ή πραγματική αιτία δεν καταστεί δυνατή η μεταβίβαση εντός της ανωτέρω προθεσμίας, ο Υπουργός Οικονομικών με πράξη του καταλογίζει υπέρ του Δημοσίου στον ελεγχόμενο χρηματικό ποσό ίσης αξίας με το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αξία του περιουσιακού στοιχείου για τους σκοπούς του ανωτέρω καταλογισμού προσδιορίζεται από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών εντός προθεσμίας ενός μηνός από την προς τούτο αίτηση του Υπουργού Οικονομικών. Η ανωτέρω πράξη του Υπουργού Οικονομικών είναι αμέσως εκτελεστή κατά του υπόχρεου και η είσπραξη του καταλογισθέντος ποσού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).
στ) Το Δημόσιο οφείλει να ειδοποιήσει το συντομότερο δυνατό για την παράλειψή του τον παραιτηθέντα, ο οποίος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ειδοποίηση αυτή δύναται, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή του και ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του περιουσιακού του στοιχείου, να προσφύγει στα αρμόδια Δικαστήρια για την αναστολή ή ακύρωση της σχετικής μεταβίβασης των δικαιωμάτων του στο Δημόσιο, ή της πράξης καταλογισμού εις βάρος του ποσού ίσης αξίας προς το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αναστολή επιτρέπεται μόνο αν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης υλικής βλάβης τους παραιτηθέντος. Την εκδίκαση αίτησης ακύρωσης ή αναστολής το αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζει εντός τριών μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται.
ζ) Οι ειδικές δηλώσεις των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ε της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του εντύπου της ειδικής δήλωσης για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
η) Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συμβάλει είτε στην γνωστοποίηση της παράλειψης δήλωσης περιουσιακού στοιχείου υπόχρεου στις αρμόδιες κατ’ άρθρο 3 του παρόντος επιτροπές είτε στην αποκάλυψη ότι δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο είναι προϊόν μη νόμιμης προέλευσης, απαλλάσσεται από τυχόν ποινικές, διοικητικές, φορολογικές ή αστικές ευθύνες του που σχετίζονται με το δηλωθέν ή μη περιουσιακό στοιχείο του υπόχρεου. Αν δε συντρέχει περίπτωση απαλλαγής, το πρόσωπο αυτό έχει τα δικαιώματα του ευρέτη και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1086 και 1087 Α.Κ. Επιπλέον, κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας, κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο, ενώ είναι ανίσχυρες και δεν παράγουν έννομες συνέπειες οποιεσδήποτε συμβατικές ή νόμιμες υποχρεώσεις εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας οποιουδήποτε έναντι του υπόχρεου, οι οποίες αφορούν σε μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία του.
Άρθρο 2
Μετά το τελευταίο (τρίτο) εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρ.4 Ν.3327/2005 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 4 Ν.3932/2011, προστίθενται τέταρτο και πέμπτο εδάφιο ως εξής
«Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής παρ. 5 του άρθρου 2, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 ή φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται και στην αρχή αυτή».
Άρθρο 3
Στο τέλος του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα παράγραφος 7 ως ακολούθως:
«7. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες επιτροπές του παρόντος άρθρου όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις».
Άρθρο 4
Στο άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθενται νέες παράγραφοι 4 και 5 ως ακολούθως:
«4. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή.
5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παρ. 7 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών».
Άρθρο 5
Η περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«β. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν στην περίπτωση κάποιου από τα αδικήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 2, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευση τους».
Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2011
Ο προτείνων Βουλευτής
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΡ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Βουλευτής Β' Περ. Αθήνας - ΠΑΣΟΚ
Παρατίθεται η πρόταση:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στην πρόταση νόμου «Τροποποίηση του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών ΜΜΕ και άλλων κατηγοριών προσώπων»
Προς τη Βουλή των Ελλήνων...
Α. Επί της αρχής
Επί πολλά χρόνια εντός και εκτός της Βουλής υποστηρίζω ότι ο νόμος για το «Πόθεν έσχες» είναι ανεπαρκέστατος για τον επιδιωκόμενο από την πολιτεία σκοπό. «Κανένας απατεών και κανένας καταχραστής δημοσίου χρήματος δεν καταγράφει στη δήλωση «Πόθεν έσχες», τα προϊόντα των εγκληματικών του δραστηριοτήτων», τονίζω επανειλημμένως. Πρέπει, συνεπώς, για λόγους τόσο πρόληψης, όσο και καταστολής να καταστεί δυνατή η διερεύνηση όχι μόνο του «Πόθεν», στο οποίο περιορίζεται η δημόσια κριτική για τον νόμο, αλλά πρωτίστως του «Τι έσχες». Το ζήτημα που τίθεται, συνεπώς, είναι να θεσπιστούν εφαρμόσιμα και αποτελεσματικά μέσα διακρίβωσης τόσο του «Πόθεν» όσο και του «έσχες», έτσι που ν' αποθαρρύνεται η διολίσθηση στη διαφθορά οποιουδήποτε από τις διάφορες κατηγορίες προσώπων που είναι υπόχρεα σε υποβολή της δήλωσης «Πόθεν έσχες».
Το 1964 όταν η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου της Ένωσης Κέντρου εισηγήθηκε στη Βουλή το νόμο «Περί Προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου», το περίφημο «Πόθεν έσχες» οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες εντός των οποίων εκινείτο ο δημόσιος βίος επέτρεπαν πλήρη σχεδόν διαφάνεια της περιουσιακής κατάστασης των μελών του κοινοβουλίου, των υπουργών και των λοιπών παραγόντων του. Άλλωστε η νομοθεσία περί προστασίας του εθνικού νομίσματος καθιστούσε αδύνατη και την ελάχιστη μη νόμιμη συναλλαγματική συναλλαγή, αφού και η ελάχιστη εξαγωγή συναλλάγματος για λόγους σπουδών, υγείας ή εμπορικής συναλλαγής προϋπέθετε έγκριση της Τραπέζης της Ελλάδος.
Έκτοτε οι συνθήκες αυτές έχουν τόσο πολύ αλλάξει, η ηλεκτρονική τεχνολογία και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρέχουν τόσες δυνατότητες, ώστε να είναι απολύτως αφελής η σκέψη ότι ο ισχύων νόμος για το «Πόθεν έσχες» μπορεί να εξασφαλίσει πλήρη διαφάνεια της περιουσιακής κατάστασης όσων οφείλουν να καταθέτουν τη σχετική δήλωση.
Β. Επί των άρθρων
Με το άρθρο 1:
1. Ορίζεται, κατ αρχάς, ότι οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης βουλευτές, δημόσιοι λειτουργοί, ιδιοκτήτες ΜΜΕ κ.λπ. μπορούν, οικειοθελώς, με την υποβολή της (ή εντός της προθεσμίας υποβολής της) να συνυποβάλουν ειδική, ξεχωριστή δήλωση με την οποία παραιτούνται ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμα επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, που δεν έχει περιληφθεί στις ανωτέρω δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, συνιστώντας επί της ουσίας δωρεά υπέρ του Δημοσίου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου δεν έχει περιληφθεί στις δηλώσεις αυτές.
2. Καθορίζεται η διαδικασία με την οποία ολοκληρώνεται από το ελληνικό Δημόσιο η απόκτηση των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, περιγράφονται οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες του Υπουργού Οικονομικών, οι προθεσμίες εντός των οποίων ασκούνται τα σχετικά δικαιώματα του Δημοσίου, καθώς και τα ένδικα μέσα διά των οποίων ο υπόχρεος, στην περίπτωση που αποδεικνύει ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του περιουσιακού στοιχείου, δύναται να ζητήσει προστασία από τα αρμόδια Δικαστήρια.
3. Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συμβάλλει στην γνωστοποίηση της παράλειψης δήλωσης περιουσιακού στοιχείου απαλλάσσεται από τυχόν ποινικές, διοικητικές, φορολογικές ή αστικές ευθύνες του που σχετίζονται με το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο του υπόχρεου. Το ίδιο ισχύει και για όποιον συμβάλλει στην αποκάλυψη ότι δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο είναι προϊόν μη νόμιμης προέλευσης.
Με το άρθρο 2 ορίζεται ότι εφόσον, κατά τον έλεγχο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης διαπιστωθεί περίπτωση ενεργοποίησης της πρότασης δωρεάς του άρθρου 2 παρ. 5, συντάσσεται έκθεση που αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης άλλων θεμάτων ενημερώνονται οι αρμόδιες αρχές.
Με το άρθρο 3 ορίζεται ότι τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα (πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου, ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές, εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, ιδιώτες ελεγκτές, φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι κ.λπ.) έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρχές όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ότι διαπράττεται οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων προσώπων.
Με το άρθρο 4 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όσους συμπράττουν στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και για όσους παραβιάζουν την ανωτέρω υποχρέωση γνωστοποίησης.
Τέλος, με το άρθρο 5 ορίζεται ότι στην περίπτωση των αδικημάτων της μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παρ.5 του άρθ. 2.
Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2011
Ο προτείνων Βουλευτής
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΡ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Βουλευτής Β' Περ. Αθήνας - ΠΑΣΟΚ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
Τροποποίηση του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών ΜΜΕ και άλλων κατηγοριών προσώπων»
Άρθρο 1
Στο άρθρο 2 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 5 ως ακολούθως:
«5. α) Οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης της παρ. 1 του άρθρου 1 δύνανται κατά την υποβολή της ή μέσα στην προθεσμία αυτής να συνυποβάλουν ειδική δήλωση του εξής περιεχομένου:
«Παραιτούμαι ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμά μου επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και θεωρείται κατά την παράγραφο 1α, αν για οποιονδήποτε λόγο η καταγραφή του δικαιώματος αυτού στην υποβληθείσα ή συνυποβαλλόμενη δήλωση περιουσιακής μου κατάστασης κατά τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος έχει παραλειφθεί. Η παραίτησή μου αυτή ισχύει για όλα τα εν λόγω περιουσιακά μου στοιχεία, είτε αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή, ακόμη και αν τα εξ αυτών δικαιώματα ασκούνται από τρίτον, εξουσιοδοτημένο ή μη να τα ασκεί στο όνομά του ή στο όνομά μου. Η παραίτησή μου αυτή ισχύει ως δήλωση μεταβίβασης των παραπάνω δικαιωμάτων μου προς το Δημόσιο».
β) Η απόκτηση από το ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας ή των λοιπών δικαιωμάτων του κατά τα άνω παραιτουμένου ολοκληρώνεται με πράξη αποδοχής του Υπουργού Οικονομικών και με τη δημοσίευση της πράξης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση ή δήλωση, πλην της καταχώρισης της παραίτησης και της πράξης του Υπουργού σε δημόσια βιβλία, όπου αυτό απαιτείται. Ως προς τα ενοχικά δικαιώματα απαιτείται αναγγελία στον οφειλέτη.
γ) Η παραπάνω πράξη του Υπουργού και οι σχετικές δημοσιεύσεις διενεργούνται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία γνωστοποιούνται στον Υπουργό με οποιονδήποτε τρόπο τα παραλειφθέντα περιουσιακά στοιχεία ή κατά την οποία ο Υπουργός ενημερώνεται αποδεδειγμένα με άλλον τρόπο για την παράλειψη. Από τη γνωστοποίηση ή ενημέρωση του Υπουργού για νέες παραλείψεις τρέχει νέα τρίμηνη προθεσμία. Η εκπρόθεσμη διενέργεια των πράξεων του Υπουργού δεν αίρει την εγκυρότητά τους, αλλά συνιστά παράβαση καθήκοντος. Η πράξη αποδοχής του Υπουργού, όταν πρόκειται για ενοχικά δικαιώματα, για τα οποία δεν ισχύει η αρχή της ειδικότητας, μπορεί να γίνει και πριν από την ως άνω ενημέρωση και να αφορά και αβέβαιες απαιτήσεις ή σύνολο απαιτήσεων, οπότε η απόκτηση του ενοχικού δικαιώματος θα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ύπαρξης και του προσδιορισμού του ποσού των απαιτήσεων.
δ) Πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, στα οποία οι παραιτούμενοι έχουν καταθέσεις οποιασδήποτε μορφής, από τη στιγμή που θα ενημερωθούν από το ελληνικό Δημόσιο ότι στη δήλωση των παραιτουμένων δεν περιλαμβάνονται οι καταθέσεις αυτές ή όλες οι καταθέσεις αυτές, θα αναγνωρίζουν ως δικαιούχο των παραλειφθεισών καταθέσεων το ελληνικό Δημόσιο, εφόσον τούτο έχει προβεί στην αντίστοιχη πράξη αποδοχής, με συνέπεια να μην υφίσταται το τραπεζικό απόρρητο έναντι του κατά τα άνω δικαιούχου ελληνικού Δημοσίου.
Για τη μεταβίβαση των παραπάνω δικαιωμάτων στο Δημόσιο δεν οφείλεται φόρος, τέλος ή εισφορά υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οποιουδήποτε τρίτου και όλες οι πράξεις ή καταχωρίσεις γίνονται ατελώς από τους αρμοδίους.
ε) Εάν για οποιαδήποτε νομική ή πραγματική αιτία δεν καταστεί δυνατή η μεταβίβαση εντός της ανωτέρω προθεσμίας, ο Υπουργός Οικονομικών με πράξη του καταλογίζει υπέρ του Δημοσίου στον ελεγχόμενο χρηματικό ποσό ίσης αξίας με το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αξία του περιουσιακού στοιχείου για τους σκοπούς του ανωτέρω καταλογισμού προσδιορίζεται από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών εντός προθεσμίας ενός μηνός από την προς τούτο αίτηση του Υπουργού Οικονομικών. Η ανωτέρω πράξη του Υπουργού Οικονομικών είναι αμέσως εκτελεστή κατά του υπόχρεου και η είσπραξη του καταλογισθέντος ποσού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).
στ) Το Δημόσιο οφείλει να ειδοποιήσει το συντομότερο δυνατό για την παράλειψή του τον παραιτηθέντα, ο οποίος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ειδοποίηση αυτή δύναται, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή του και ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του περιουσιακού του στοιχείου, να προσφύγει στα αρμόδια Δικαστήρια για την αναστολή ή ακύρωση της σχετικής μεταβίβασης των δικαιωμάτων του στο Δημόσιο, ή της πράξης καταλογισμού εις βάρος του ποσού ίσης αξίας προς το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αναστολή επιτρέπεται μόνο αν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης υλικής βλάβης τους παραιτηθέντος. Την εκδίκαση αίτησης ακύρωσης ή αναστολής το αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζει εντός τριών μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται.
ζ) Οι ειδικές δηλώσεις των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ε της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του εντύπου της ειδικής δήλωσης για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
η) Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συμβάλει είτε στην γνωστοποίηση της παράλειψης δήλωσης περιουσιακού στοιχείου υπόχρεου στις αρμόδιες κατ’ άρθρο 3 του παρόντος επιτροπές είτε στην αποκάλυψη ότι δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο είναι προϊόν μη νόμιμης προέλευσης, απαλλάσσεται από τυχόν ποινικές, διοικητικές, φορολογικές ή αστικές ευθύνες του που σχετίζονται με το δηλωθέν ή μη περιουσιακό στοιχείο του υπόχρεου. Αν δε συντρέχει περίπτωση απαλλαγής, το πρόσωπο αυτό έχει τα δικαιώματα του ευρέτη και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1086 και 1087 Α.Κ. Επιπλέον, κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας, κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο, ενώ είναι ανίσχυρες και δεν παράγουν έννομες συνέπειες οποιεσδήποτε συμβατικές ή νόμιμες υποχρεώσεις εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας οποιουδήποτε έναντι του υπόχρεου, οι οποίες αφορούν σε μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία του.
Άρθρο 2
Μετά το τελευταίο (τρίτο) εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρ.4 Ν.3327/2005 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 4 Ν.3932/2011, προστίθενται τέταρτο και πέμπτο εδάφιο ως εξής
«Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής παρ. 5 του άρθρου 2, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 ή φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται και στην αρχή αυτή».
Άρθρο 3
Στο τέλος του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα παράγραφος 7 ως ακολούθως:
«7. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες επιτροπές του παρόντος άρθρου όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις».
Άρθρο 4
Στο άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθενται νέες παράγραφοι 4 και 5 ως ακολούθως:
«4. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή.
5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παρ. 7 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών».
Άρθρο 5
Η περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«β. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν στην περίπτωση κάποιου από τα αδικήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 2, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευση τους».
Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2011
Ο προτείνων Βουλευτής
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΡ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Βουλευτής Β' Περ. Αθήνας - ΠΑΣΟΚ