Για μια ακόμη φορά μπερδεύονται τα πράγματα με το αλάτι. Η μείωση της κατανάλωσης αλατιού ίσως τελικά δεν είναι τόσο επωφελής για την καρδιά, καθώς μια νέα δανική επιστημονική έρευνα διαπίστωσε πως μπορεί μεν αυτή η μείωση να κάνει καλό στην πίεση του αίματος, όμως μπορεί παράλληλα να αυξήσει το επίπεδο της χοληστερόλης, του λίπους και των ορμονών στο αίμα, όλοι παράγοντες που αυξάνουν τους καρδιαγγειακούς κινδύνους, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ.
Έτσι, σύμφωνα με τη μελέτη, οι καλές και οι κακές συνέπειες από τη μείωση του αλατιού μπορεί να εξισορροπούνται, με συνέπεια όχι μόνο κανείς να τρώει ανάλατα φαγητά, αλλά επιπλέον να μην έχει και καμία ουσιαστική ωφέλεια για την καρδιά του.
Οι ερευνητές του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Κοπεγχάγης, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό για θέματα υπέρτασης «American Journal of Hypertension», έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά πρόσφατων μελετητών που έχουν αμφισβητήσει τα θεωρούμενα ως δεδομένα μακροπρόθεσμα οφέλη της δραστικής μείωσης του αλατιού από τη διατροφή μας.
Εφέτος τον Ιούλιο, μια συγκριτική επανεξέταση (μετα-ανάλυση) επτά μελετών πάνω στο ζήτημα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Cochrane Library», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια μέτρια μείωση στην κατανάλωση αλατιού δεν μειώνει καθόλου τον κίνδυνο ενός ανθρώπου να πεθάνει ή να αποκτήσει καρδιαγγειακό πρόβλημα.
Οι Δανοί ερευνητές συμφωνούν ότι υπήρξε πρόωρη η ιατρική σύσταση για μείωση του αλατιού, γιατί, όπως λένε, δεν υποστηρίζεται από τα μέχρι τώρα επιστημονικά στοιχεία. Άλλοι ερευνητές, πιο επιφυλακτικοί, ζητούν να υπάρξουν περαιτέρω έρευνες σχετικά με τις συνέπειες του αλατιού και, μέχρι τότε, υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να παραμείνει ως έχει, για προληπτικούς λόγους, η σύσταση περί μείωσης της κατανάλωσης του αλατιού.
Οι Δανοί ερευνητές εξέτασαν τα δεδομένα από 167 μελέτες, στις οποίες οι συμμετέχοντες -άλλοι έτρωγαν πολύ αλάτι και άλλοι λίγο- παρακολουθούνταν κατά μέσο όρο επί ένα μήνα.
Όπως διαπιστώθηκε, όσοι κατανάλωναν λίγο αλάτι, εμφάνισαν μια μικρή μείωση στην πίεση του αίματός τους, κάτι που ήταν πιο φανερό σε όσους είχαν ήδη υπέρταση και στους οποίους η μείωση του αλατιού επέφερε μεγαλύτερη μέση μείωση της πίεσης κατά 3,5%.
Όμως, από την άλλη, η μείωση του αλατιού οδήγησε σε μέση αύξηση κατά 2,5% στο επίπεδο της χοληστερίνης και κατά 7% στα τριγλυκερίδια.
Αυξήθηκαν επίσης τα επίπεδα των ορμονών που ρυθμίζουν την ποσότητα του αλατιού στον οργανισμό, με συνέπεια να βοηθιέται το σώμα να κατακρατά περισσότερο αλάτι, παρά να το αποβάλει με τα ούρα.
Οι καρδιολόγοι συνήθως συστήνουν ότι μια διατροφή χαμηλή σε αλάτι δεν πρέπει να ξεπερνά το ενάμισι γραμμάριο την ημέρα.
Έτσι, σύμφωνα με τη μελέτη, οι καλές και οι κακές συνέπειες από τη μείωση του αλατιού μπορεί να εξισορροπούνται, με συνέπεια όχι μόνο κανείς να τρώει ανάλατα φαγητά, αλλά επιπλέον να μην έχει και καμία ουσιαστική ωφέλεια για την καρδιά του.
Οι ερευνητές του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Κοπεγχάγης, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό για θέματα υπέρτασης «American Journal of Hypertension», έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά πρόσφατων μελετητών που έχουν αμφισβητήσει τα θεωρούμενα ως δεδομένα μακροπρόθεσμα οφέλη της δραστικής μείωσης του αλατιού από τη διατροφή μας.
Εφέτος τον Ιούλιο, μια συγκριτική επανεξέταση (μετα-ανάλυση) επτά μελετών πάνω στο ζήτημα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Cochrane Library», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια μέτρια μείωση στην κατανάλωση αλατιού δεν μειώνει καθόλου τον κίνδυνο ενός ανθρώπου να πεθάνει ή να αποκτήσει καρδιαγγειακό πρόβλημα.
Οι Δανοί ερευνητές συμφωνούν ότι υπήρξε πρόωρη η ιατρική σύσταση για μείωση του αλατιού, γιατί, όπως λένε, δεν υποστηρίζεται από τα μέχρι τώρα επιστημονικά στοιχεία. Άλλοι ερευνητές, πιο επιφυλακτικοί, ζητούν να υπάρξουν περαιτέρω έρευνες σχετικά με τις συνέπειες του αλατιού και, μέχρι τότε, υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να παραμείνει ως έχει, για προληπτικούς λόγους, η σύσταση περί μείωσης της κατανάλωσης του αλατιού.
Οι Δανοί ερευνητές εξέτασαν τα δεδομένα από 167 μελέτες, στις οποίες οι συμμετέχοντες -άλλοι έτρωγαν πολύ αλάτι και άλλοι λίγο- παρακολουθούνταν κατά μέσο όρο επί ένα μήνα.
Όπως διαπιστώθηκε, όσοι κατανάλωναν λίγο αλάτι, εμφάνισαν μια μικρή μείωση στην πίεση του αίματός τους, κάτι που ήταν πιο φανερό σε όσους είχαν ήδη υπέρταση και στους οποίους η μείωση του αλατιού επέφερε μεγαλύτερη μέση μείωση της πίεσης κατά 3,5%.
Όμως, από την άλλη, η μείωση του αλατιού οδήγησε σε μέση αύξηση κατά 2,5% στο επίπεδο της χοληστερίνης και κατά 7% στα τριγλυκερίδια.
Αυξήθηκαν επίσης τα επίπεδα των ορμονών που ρυθμίζουν την ποσότητα του αλατιού στον οργανισμό, με συνέπεια να βοηθιέται το σώμα να κατακρατά περισσότερο αλάτι, παρά να το αποβάλει με τα ούρα.
Οι καρδιολόγοι συνήθως συστήνουν ότι μια διατροφή χαμηλή σε αλάτι δεν πρέπει να ξεπερνά το ενάμισι γραμμάριο την ημέρα.