Ο κανόνας αυτός φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή και στη περίπτωση του ειδικού μηχανισμού για τη στήριξη της τραπεζικής ρευστότητας, του γνωστού κι ως ELA, που ενεργοποίησε από τα μέσα του καλοκαιριού η Τράπεζα της Ελλάδας, με τη συγκατάθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι σχεδόν όλα τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα έχουν κάνει χρήση των κεφαλαίων του. Για την ακρίβεια, μόλις μια τράπεζα, πλέον, «αντιστέκεται».
Όμως, το μήνυμα, το οποίο διαχέεται αρμοδίως είναι ότι αργά ή γρήγορα και αυτή η πηγή θα «ανάψει κόκκινο». Επιπλέον το κόστος δανεισμού των τραπεζών από τον ELA είναι πιο αυξημένο από αυτό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (επιτόκιο 3,5% έναντι 1,5%).
Κόκκινο όμως έχει ανάψει και η έτερη πηγή χρηματοδότησης, και συγκεκριμένα αυτή της ΕΚΤ. Η οποία, πλέον, για να δώσει ρευστότητα, απαιτεί εγγυήσεις ομολόγων με κούρεμα το οποίο φτάνει στο 50%. Το εν λόγω ποσοστό χαρακτηρίζεται από αρμόδια τραπεζικά στελέχη ως εξωπραγματικό, όμως είναι αυτό με το οποίο καλούνται να διαχειριστούν τα προβλήματα τους οι τράπεζες.
Γι αυτό και δεν είναι λίγες οι φωνές εκείνων, που υποστηρίζουν ότι αργά ή γρήγορα, κάποια, τουλάχιστον, πιστωτικά ιδρύματα θα αναγκασθούν να καταφύγουν στη λύση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Αυτό όμως αυτομάτως θα σημάνει την είσοδο του κράτους στα μετοχικά τους κεφάλαια.
Γιατί, για να δώσει λεφτά το ΤΧΣ θα «απαιτήσει» κοινές μετοχές ως εγγύηση όπως ορίζει το Μνημόνιο και όπως έχει διευκρινίσει ο υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος.
Κι έτσι το κράτος θα αποκτήσει «λόγο» στα πιστωτικά ιδρύματα που θα αποφασίσουν να κάνουν το μεγάλο βήμα.
Κάτι το οποίο θα πρέπει να αναμένεται, κατά πάσα πιθανότητα, έως το τέλος του τρέχοντος έτους.