> Voliotaki: Έλληνα ...νίκησες, αλλά το παιδί θέλει γάλα...

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Έλληνα ...νίκησες, αλλά το παιδί θέλει γάλα...

Ξέρω, ξέρω… Ξύπνησες σήμερα το πρωί, με ένα αδιόρατο χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη σου.
Έμεινες για λίγο καθισμένος στο κρεβάτι, κοιτώντας τη γυναίκα σου πλάι σου να κοιμάται ήσυχη και σου φάνηκε, σαν σε όνειρο, ότι κι εκείνη χαμογελούσε. 

Άφησες μια ανάσα ανακούφισης να ανέβει από το στήθος στο λαιμό σου και από εκεί στο στόμα σου και σηκώθηκες να ετοιμαστείς για τη δουλειά. 

Ξαφνιάστηκες, όταν διαπίστωσες πόσο ανάλαφρος ένιωθες… Άλλος άνθρωπος! 

Άνοιξες αμυδρά την πόρτα του παιδικού δωματίου, προσπαθώντας να μην κάνεις φασαρία. Το μωρό σου κοιμόταν ήσυχο στην κούνια του, σχεδόν ευτυχισμένο…

Έκανες ένα γρήγορο ντους, ήπιες έναν καφέ στο… πόδι, ντύθηκες και έφυγες από το σπίτι. Προσπαθούσες να καταλάβεις γιατί ένιωθες ότι αυτό το πρωινό ήταν πιο όμορφο, πιο φωτεινό, διαφορετικό. ...


Ξαφνικά, θυμήθηκες… Δεν είχες ξενυχτήσει άδικα χθες βράδυ, περιμένοντας να πληροφορηθείς τα νέα από τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών. Ο πρωθυπουργός σου σε δικαίωσε… «Οι θυσίες σου πιάνουν τόπο» είπε. «Διαπραγματευθήκαμε σκληρά, βάσει σχεδίου, για να μην χρεοκοπήσει η Ελλάδα, για να μην ζήσει η ελληνική οικογένεια τις συνέπειες μιας χρεοκοπίας» τόνισε. ---


Ανέφερε και άλλα πολλά, αλλά, για να λέμε την αλήθεια, δεν τα πολυκατάλαβες, είτε γιατί περιλάμβαναν δυσνόητους οικονομικούς όρους είτε γιατί ήδη αγκάλιαζες τη γυναίκα και τα παιδιά σου, πανηγυρίζοντας με δάκρυα χαράς για τη σωτηρία της πατρίδας σου, τη σωτηρία τη δική σου, ουσιαστικά...

Δεν πρόλαβες ν’ ακούσεις τον πρωθυπουργό να μιλάει περί ελάφρυνσης του βάρους για την ελληνική οικογένεια, περί διπλασιασμού, στα 40 χρόνια, του συνολικού χρόνου αποπληρωμής του χρέους, περί ετήσιας ελάφρυνσης, κατά 3.000.000.000 ευρώ, του κόστους αποπληρωμής του χρέους μέχρι το 2016…
Το κατάλαβες, βρε κουτέ; Είχες ένα δάνειο της τάξης των 110 δισ. ευρώ, παίρνεις άλλα 109, αλλά θα το αποπληρώσεις σε 40 χρόνια -και με προνομιακό επιτόκιο από πάνω! Είναι να μην το γιορτάζεις;
Τι κι αν ήδη πληρώνεις καταναλωτικό, στεγαστικό, πιστωτική και δεν ξέρω εγώ τι άλλο… Αυτό το δάνειο θα το πληρώσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι -από τη χαρά σου, φυσικά. Γιατί «οι θυσίες σου πιάνουν τόπο»…

Όχι, ο πρωθυπουργός δεν σου είπε επί λέξει ότι έχεις νικήσει.
Σου είπε όμως ότι «οι θυσίες σου πιάνουν τόπο», ότι δεν θα χρεοκοπήσεις, ότι, ότι… Και έτσι, νιώθεις νικητής. «Οι θυσίες σου πιάνουν τόπο» σου είπε και τον πίστεψες… Όπως είχε πει ότι «λεφτά υπάρχουν». Και τότε τον είχες πιστέψει -πήγες και τον ψήφισες κιόλας. Ωχ…
Αυτό πάλι τώρα τι ήθελες και το θυμήθηκες; Όχι, μην την πατήσεις…
Μην μπεις πάλι στο «τριπάκι» της μαυρίλας και της μιζέριας, των αρνητικών σκέψεων… Μην αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι «οι θυσίες σου πιάνουν τόπο» -γιατί δεν είπε «έπιασαν τόπο» ο πρωθυπουργός; Αν έλεγε «έπιασαν», αυτό μάλλον θα σήμαινε ότι δεν θα σου ζητηθούν κι άλλες…
Τώρα, που «πιάνουν τόπο»; Γιατί να μην σου ζητήσουν κι άλλες -για την Ελλάδα, ρε γαμώτο- αφού είδαν ότι τα καταφέρνεις, ότι αντέχεις, ότι μπορείς ακόμα και τα βγάζεις πέρα;

Από την 1η Αυγούστου θα νιώσεις στο «πετσί» σου τις αλλαγές, αγαπητέ Έλληνα…
Θα νιώσεις πραγματικά τι σημαίνει «χαράτσι», όταν θα πάρεις το μειωμένο σου μισθό, όταν θα έρθει το «ραβασάκι» της Εφορίας για την έκτακτη εισφορά. Τότε θα καταλάβεις ότι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα…
Και αυτό είναι μόνο η αρχή. 40 χρόνια δεν είπαμε ότι θα σου πάρει να αποπληρώσεις το δάνειο; Ε, υπομονή λοιπόν μέχρι το 2051… Στο άνθος της νιότης σου θα είσαι ακόμα, θα έχεις ξεχρεώσει τα πάντα, θα μπορείς να κάνεις σχέδια για τη ζωή, για το μέλλον… Τι είναι, άλλωστε, 40 χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα;
Με ακούς, αγαπητέ Έλληνα; Ακούς; Μάλλον όχι…
Είπαμε, είσαι στο δρόμο και ψάχνεις ταξί για να πας στη δουλειά, αλλά δεν έχει… Ανοίγεις το πορτοφόλι να ψάξεις εισιτήριο για το λεωφορείο και, άθελά σου, μετράς πόσα λεφτά έχεις μέσα… Που να πάρει... Πάλι δεν σου βγαίνουν, και πρέπει να δώσεις στη γυναίκα σου να πάει σούπερ μάρκετ το μεσημέρι… 
Το μωρό χρειάζεται πάνες, θέλει γάλα κι άρχισε να κλαίει… Όχι, όχι πάλι...

Μα, γιατί; Τι συνέβη; Ήταν όλα τόσο διαφορετικά, όταν ξύπνησες το πρωί...

 του Βασ. Αναστασόπουλου